Τις τελευταίες ημέρες έγιναν εμφανέστατες οι
αδυναμίες του Ελληνικού ενεργειακού συστήματος ν’ ανταποκριθεί σε καταστάσεις
έκτακτης ανάγκης όπως αυτές που βιώνει η χώρα μας το τελευταίο διάστημα,
αποτέλεσμα ενός συνδυασμού απρόβλεπτων εξελίξεων. Από την μία πλευρά το
παρατεταμένο πολικό ψύχος που πλήττει την Ευρασία και επηρέασε σε μεγάλο βαθμό
και την Ελλάδα και είχε ως αποτέλεσμα την μείωση των εισαγωγών φυσικού αερίου
(λόγω αδυναμίας των προμηθευτών μας) και από την άλλη η αύξηση στην ζήτηση
ηλεκτρισμού, και κατ’ επέκταση φυσικού αερίου, οδήγησε το σύστημα
ηλεκτροδότησης και παροχής φυσικού αερίου σε οριακή κατάσταση, και πολλούς να
ομιλούν ως και για επικείμενο black-out.
Παράλληλα η πάντα ασταθής γεωπολιτική
κατάσταση στην Μ. Ανατολή και η διελκυστίνδα Ιράν – Δύσης, γύρω από το πυρηνικό
πρόγραμμα του πρώτου, οδήγησαν την Ευρώπη (κατ’ εντολή της Ουάσινγκτον) στο
γνωστό πετρελαϊκό εμπάργκο με αποτέλεσμα η χώρα μας η οποία είχε φθάσει να
καλύπτει ένα 30% των προμηθειών της με Ιρανικό αργό να υποχρεωθεί αίφνης εις
αναζήτηση εναλλακτικών πηγών που όμως θα επιβαρύνουν αισθητά το πετρελαϊκό
λογαριασμό της χώρας. Για μια χώρα όπως η Ελλάδα η οποία καλύπτει μέσω
εισαγωγών το 99.5% των πετρελαϊκών της αναγκών το κόστος που θα κληθεί να
πληρώσει το 2012 θα είναι σαφώς μεγαλύτερο από αυτό που κατέβαλε το 2011 που
εκτιμάται στα 14.6 δις δολάρια και αντιστοίχως στο 5.0% του ΑΕΠ. Με εκτιμήσεις
ότι η μέση τιμή του αργού για το επόμενο εξάμηνο θα διαμορφωθεί στα $120 το
βαρέλι, όταν το 2011 ήτο $107, είναι εμφανές το στρίμωγμα που αναμένεται στο
λογαριασμό πετρελαιοειδών κατά τους επόμενους μήνες. Μια καθ’ όλα δυσμενής
εξέλιξη η οποία θα επηρεάσει αρνητικά τα βασικά οικονομικά μεγέθη του
προϋπολογισμού σε ένα εξαιρετικά δύσκολο οικονομικό κλίμα, με την ύφεση να
βαθαίνει περαιτέρω και τα εισοδήματα να μειώνονται κατακόρυφα.
Η πλήρης αδυναμία και η μέχρι πρόσφατα κάθετη
άρνηση του πολιτικού προσωπικού να οργανώσει τα τελευταία 15 χρόνια τις
απαραίτητες έρευνες ώστε η χώρα να παράγει έστω ένα μικρό, αλλά υπολογίσιμο
ποσοστό του πετρελαίου και φυσικού αερίου που καταναλώνει, από τα λίγα αλλά
επιβεβαιωμένα κοιτάσματα (λ.χ. Κατάκολο, Πατραϊκός, Ιωάννινα, Επανωμή) οδήγησε
στη σημερινή σχεδόν αδιέξοδη κατάσταση. Είναι πραγματικά απορίας άξιο πως η
χώρα θα μπορέσει να συνεχίσει απρόσκοπτα τις εισαγωγές πετρελαίου την στιγμή
που οι δύο διυλιστηριακοί όμιλοι καλούνται πολλές φορές να καταβάλουν τοις
μετρητοίς και προκαταβολικά τα απαιτούμενα ποσά – κάτι που ήτο αδιανόητο μέχρι
και μερικούς μήνες πριν – και με την φερεγγυότητα τους να αμφισβητείται από ορισμένους
προμηθευτές, συνέπεια της πλήρους αναξιοπιστίας που εκπέμπει το Ελληνικό
κράτος. Η δε επικείμενη χρεοκοπία της χώρας, τουλάχιστον όπως παρουσιάζεται από
τα διεθνή ΜΜΕ, χειροτερεύει ακόμη περισσότερο τις ενεργειακές προμήθειες της
χώρας τόσο για τις εισαγωγές πετρελαίου όσο και αυτές του φ. αερίου και
ηλεκτρισμού. Η διαρκώς επιδεινούμενη οικονομική θέση της ΔΕΗ και της ΔΕΠΑ
δημιουργούν ανασφάλεια σε μερίδα προμηθευτών μας οι οποίοι επικαλούμενοι
τεχνικούς λόγους σπεύδουν να περιορίσουν ή και να διακόψουν πλήρως τις
προμήθειες (π.χ. διακοπή προμήθειας φ. αερίου από την Τουρκική BOTAS προς την
ΔΕΠΑ από 6/2).
Όμως πέρα από τους καθαρά οικονομικούς λόγους
που κατά την σημερινή αρνητική συγκυρία καθιστούν ευάλωτο το Ελληνικό
ενεργειακό σύστημα, υπάρχει μια ολόκληρη σειρά άλλων παραγόντων που άπτονται
του σωστού σχεδιασμού αλλά και της έλλειψης κατάλληλων υποδομών που ευθύνονται
για την ευπάθεια του και το χαμηλό δείκτη αξιοπιστίας ενεργειακής ασφάλειας που
το χαρακτηρίζει. Οι παράγοντες αυτοί αφορούν την παλαιότητα και πλημμελή
συντήρηση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, έτσι που πολύ συχνά εμφανίζουν βλάβες
και τίθενται εκτός συστήματος, το περιορισμένο και πάλι κακοσυντηρημένο δίκτυο, την παντελή έλλειψη αποθηκευτικών
χώρων φ. αερίου (πλην του τέρμιναλ της Ρεβυθούσας και της αποθηκευτικής
ικανότητας των ίδιων των αγωγών), τις ελάχιστες πύλες εισόδου φ. αερίου, της
περιορισμένης υδροηλεκτρικής ικανότητας του ηλεκτρικού δικτύου και της
παντελούς έλλειψης ενός έκτακτου (και δοκιμασμένου) εθνικού προγράμματος
εξοικονόμησης ενέργειας βασισμένου στις αρχές του demand side management.
Για όσους δε ονειροπολούν υποστηρίζοντας ότι
μια πολύ υψηλή εγκατεστημένη ισχύς από ΑΠΕ της τάξεως των 10.0 GW και άνω (από
αιολικά και φωτοβολταϊκά) αποτελεί λύση του προβλήματος της ενεργειακής
ασφάλειας της χώρας, η απάντηση είναι ότι οι εν λόγω ΑΠΕ, λόγω της μη συνεχούς
ροής που ενέχει η παραγωγή τους, αδυνατούν να καλύψουν τα μεγάλα φορτία βάσης
που χαρακτηρίζουν το Ελληνικό σύστημα. Γι’ αυτό οι προσπάθειες της όποιας
κυβέρνησης θα έπρεπε να επικεντρωθούν στην περαιτέρω ανάπτυξη των υδροηλεκτρικών
– μικρών και μεγάλων μονάδων – ως και
των γεωθερμικών και των μονάδων που βασίζονται στην καύση βιομάζας που μπορούν
να παράγουν ηλεκτρική ενέργεια σε 24ώρη βάση. Οι δε άλλες ΑΠΕ θα πρέπει ν’
αναπτυχθούν για να διευκολύνεται η οικονομία του συστήματος όταν το επιτρέπουν
οι καιρικές συνθήκες. Τα δε φωτοβολταϊκά, η παραγωγή των οποίων είναι πλέον
προβλέψιμη από αυτήν των αιολικών, μπορούν να παίξουν ένα κρίσιμο ρόλο ιδίως
κατά τους καλοκαιρινούς μήνες οπότε η μέγιστη ισχύ τους συμπίπτει με την
μέγιστη ζήτηση του συστήματος. Εν ολίγοις, η ευπάθεια του Ελληνικού ενεργειακού
συστήματος μπορεί να πρέπει να αντιμετωπισθεί σε βάθος χρόνου με ένα προσεκτικό
και ισοβαρή επανασχεδιασμό του όλου συστήματος με έμφαση στην μέγιστη ανάπτυξη
και αξιοποίηση των εγχώριων ενεργειακών πηγών, συμβατικών και μη και την
περαιτέρω αξιοποίηση του φυσικού αερίου με επέκταση του δικτύου του σε όλη την
χώρα.