Παρά την ευρεία άποψη ότι η Κίνα θα αποτελέσει «σωτήρα» στην ύφεση, για τις δυτικές εταιρείες φαίνεται σχεδόν αδύνατο να δραστηριοποιηθούν επιτυχώς εκεί.
Η ελπίδα και η συχνή απογοήτευση για την επιχειρηματική δραστηριότητα στην Κίνα έχει γίνει κοινό ζήτημα, κυρίως μετά τον 19 ο αιώνα, όταν υφαντές στο Μάντσεστερ λέγεται πως ήθελαν να προσθέσουν μερικά εκατοστά υφάσματος στα κινεζικά πατρόν. Εξαιτίας της ύφεσης, οι ξένες εταιρείες έχουν περισσότερους λόγους να επεκταθούν στην Κίνα. Ωστόσο, οι ευρωπαϊκές και αμερικανικές εξαγωγές δεν έχουν μεταβληθεί -σε γενικές γραμμές- τον τελευταίο χρόνο και ανέρχονται σε ποσοστό λιγότερο του 7% των συνολικών εξαγωγών. «Παρόλο που η κινεζική οικονομία αναπτύσσεται με στόχο το 8% φέτος, η θετική επίδραση της ανάπτυξής της στις πωλήσεις των δυτικών εταιρειών της Κίνας θα είναι πολύ μικρή», δηλώνει ο Ρόναλντ Σραμ, καθηγητής στην Οικονομική Σχολή της Κίνας.
«Κάθε χρόνο οι ξένες εταιρείες παίρνουν στα χέρια τους την ίδια έκθεση για ένα συγκεκριμένο προϊόν της Κίνας, χωρίς καμία αλλαγή» υποστηρίζει ο Πολ Φρεντς, διευθυντής της εταιρείας έρευνας με έδρα τη Σαγκάη, Access Asia. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ετησίως η εταιρεία που ενδιαφέρεται να διεισδύσει στην κινεζική αγορά, στέλνει έναν ειδικό στη Κίνα, ο οποίος επιστρέφει απογοητευμένος λόγω των ανεπαρκών πόρων και του σύντομου χρόνου που του διατίθεται.
Στην Κίνα αντιστοιχεί ποσοστό κάτω του 2% των παγκόσμιων πωλήσεων φαρμακευτικών κολοσσών, όπως των Pfizer, AstraZeneca και Bayer, σύμφωνα με την IMS, επίσης εταιρεία έρευνας. Η Procter & Gamble (P&G), εταιρεία καταναλωτικών αγαθών, υπολογίζεται ότι παράγει λίγο περισσότερα από 3 δισ. δολάρια ετησίως στην Κίνα, δηλαδή κάτω του 5% των συνολικών πωλήσεων. Η αμερικανική ασφαλιστική εταιρεία AIG, που ιδρύθηκε στη Σαγκάη, έχει καταφέρει δυναμικά να διεισδύσει στην Κίνα. Όμως, οι δραστηριότητές της περιορίζονται μόνο σε οκτώ πόλεις. Αναλυτές εκτιμούν πως τα έσοδά της στην Κίνα είναι λιγότερα από ό,τι στην Ταϊβάν.
Πολλές ξένες εταιρείες βρίσκονται σε καλή κατάσταση στην Κίνα, ειδικά όσες ασχολούνται με είδη πολυτελείας, καλώδια οπτικών ινών, αεροπλάνα, αλλά και το πετρέλαιο, τα μεταλλεύματα και ανακυκλώσιμα απόβλητα. Στο μεταξύ, δύο νομικά εμπόδια εμποδίζουν την πρόσβαση στην κινεζική αγορά, παρά τις υποσχέσεις της χώρας για μεταρρυθμίσεις μετά την προσχώρησή της στο Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) το 2001. Κινεζικές εταιρείες που αφορούν σε τηλεπικοινωνίες, εκδόσεις, εύρεση πετρελαίου, μάρκετινγκ, φαρμακευτικά προϊόντα, τραπεζικά και ασφαλιστικά θέματα είναι έντονα προστατευμένες. Η διαφθορά, ο προστατευτισμός και η γραφειοκρατίας εμποδίζει τις ξένες εταιρείες να εξελιχτούν στην Κίνα. Μάλιστα, πρόσφατες εκθέσεις από τρεις ομάδες πίεσης για ξένες επιχειρήσεις (το Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο στη Σαγκάη, το Ευρωπαϊκό Εμπορικό Επιμελητήριο στην Κίνα και το Επιχειρηματικό Συμβούλιο ΗΠΑ- Κίνας) επιβεβαιώνουν την προαναφερθείσα άποψη.
Για επιχειρηματικές δραστηριότητες στην Κίνα, το Συμβούλιο πρέπει να καταθέσει έγγραφα από το Αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών, την Κινεζική Πρεσβεία των ΗΠΑ, τις τοπικές φορολογικές αρχές και το τοπικό υποκατάστημα της κρατικής διοίκησης για τη βιομηχανία και το εμπόριο. Η διαδικασία αυτή είναι ιδιαίτερα περίπλοκη και δαπανηρή.
Τοπικοί αξιωματούχοι προστατεύουν εταιρείες της δικαιοδοσίας τους, με προνομιακή μεταχείριση και χαλάρωση των γραφειοκρατικών διαδικασιών. Από την πλευρά της, η κυβέρνηση ελέγχει τις διαφημίσεις των μέσων ενημέρωσης, πράγμα που σημαίνει πως το κόστος προσέγγισης πελατών είναι πολύ υψηλότερο από ό,τι στις δυτικές χώρες, παρόλο που η Κίνα δεν θεωρείται ακριβή χώρα.
Οι εταιρείες που κατόρθωσαν να περάσουν αυτά τα εμπόδια έχουν την τάση να παράγουν σε τοπικό επίπεδο. Τα προϊόντα τους θεωρούνται υψηλής ποιότητας, ενώ επενδύουν πολύ χρόνο και μεγάλη προσπάθεια σε δίκτυα διανομής και διαφήμισης. Μία στρατηγική μέθοδος που κατέληξε κερδοφόρα για τις ξένες επιχειρήσεις ήταν η επιβολή υψηλών τιμών, δεδομένου ότι τα κέρδη στην Κίνα είναι αρκετά χαμηλά.
Έρευνα της Nielsen Company συμπεραίνει πως οι Κινέζοι πιστεύουν ότι οι ξένες μάρκες είναι πιο ακριβές, ακόμα και όταν στην πραγματικότητα δεν είναι. Αυτό σημαίνει πως θα έπρεπε να ανταγωνίζονται σε επίπεδο ποιότητας και όχι κόστους. Οι Apple, General Motors και Levi Strauss πωλούν τα προϊόντα τους σε υψηλότερες τιμές στην Κίνα από ό,τι σε άλλες χώρες. Την ίδια τακτική ακολουθούν οι πιο δημοφιλείς εταιρείες. Πάντως, λίγες είναι οι εταιρείες που αποκομίζουν κέρδη από τη μέθοδο αυτή.
(www.kathimerini.gr, 23/10/2009)