Αναβάλλει για αργότερα την απαγόρευση στις πωλήσεις οχημάτων εσωτερικής καύσης που έως τώρα επρόκειτο να ισχύσει από το 2035 και μετά. Αναβάλλει εν ολίγοις την προθεσμία που αποτελούσε έως τώρα ορόσημο στην ευρωπαϊκή πολιτική στροφής στην πράσινη ενέργεια, όπως αυτή αποφασίστηκε και θεσπίστηκε το 2023. Σε ό,τι αφορά, άλλωστε, τις εκπομπές καυσαερίων, τώρα η Κομισιόν ορίζει στόχο τη μείωσή τους κατά 90% μέχρι τα μέσα της επόμενης δεκαετίας αντί της εξάλειψής τους, όπως ήταν ο προηγούμενος στόχος.
Οι ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες ζητούσαν επανειλημμένως ευελιξία στην πολιτική για να μπορέσουν να προσαρμοστούν στην αγορά και όσοι τάσσονται υπέρ της υποχώρησης υποστηρίζουν πως θα προσφέρει πολύ μεγαλύτερη ευελιξία στις βιομηχανίες της Γηραιάς Ηπείρου.
Εν ολίγοις, ότι θα διευκολύνει έναν χειμαζόμενο κλάδο που ήδη αντιμετωπίζει τους δασμούς του Ντόναλντ Τραμπ, τα κάθε λογής εμφράγματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες, τον θηριώδη ανταγωνισμό από τις κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες, αλλά και τις δυσκολίες της μετάβασης στην ηλεκτροκίνηση. Την απόφαση είχε προεξοφλήσει εδώ και ημέρες ο Γερμανός ευρωβουλευτής Μάνφρεντ Βέμπερ μιλώντας στη γερμανική εφημερίδα Bild και την είδηση είχαν αναπαραγάγει πολλές άλλες γερμανικές εφημερίδες. Οικονομικοί αναλυτές αμφισβητούν, πάντως, κατά πόσον η υποχώρηση αυτή από έναν καίριο στόχο πρόκειται όντως να αναβαθμίσει την ανταγωνιστικότητα της Ε.Ε., ενώ οι περιβαλλοντικές οργανώσεις μιλούν για μια ακόμη αναβολή στους στόχους για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Το φιλόδοξο σχέδιο της Ε.Ε. να απαγορεύσει πλήρως από το 2035 τις πωλήσεις οχημάτων που κινούνται με ντίζελ ή με βενζίνη είχε βρεθεί στο επίκεντρο του προβληματισμού τους τελευταίους μήνες.
Οι αυτοκινητοβιομηχανίες επέμεναν ότι είναι ανάγκη να επανεκτιμηθεί η κατάσταση και να αναβληθεί η απαγόρευση προκειμένου να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών βιομηχανιών και να προστατευτεί η στρατηγικής σημασίας αντοχή των εφοδιαστικών αλυσίδων. «Είναι επείγουσα ανάγκη να υπάρξει ευελιξία», υπογράμμιζε σχετικά η Σίγκριτ ντε Βρίες, γενική διευθύντρια της Ενωσης Ευρωπαϊκών Βιομηχανιών Αυτοκινήτων (ACEA), που υποστηρίζει τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών αυτοκινητοβιομηχανιών.
Στην αρχή της εβδομάδας η Ντε Βρίες τόνισε σε ανάρτησή της στο LinkedIn ότι «το 2030 είναι πολύ κοντά και η ζήτηση στην αγορά είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα για να αποφύγει ο κλάδος τον κίνδυνο των προστίμων ύψους πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ». Μιλώντας για λογαριασμό των αυτοκινητοβιομηχανιών εξέφρασε την ικανοποίησή της για την απόφαση και προσέθεσε πως θα χρειαστεί πολύς χρόνος για να κατασκευαστούν επαρκείς υποδομές για τη φόρτιση των μπαταριών ηλεκτροκίνητων οχημάτων και για να θεσπιστούν δημοσιονομικά κίνητρα ώστε να προσαρμοστεί η αγορά.
Υπήρξαν, πάντως, αυτοκινητοβιομηχανίες που έχουν επικεντρωθεί στην κατασκευή ηλεκτροκίνητων οχημάτων και οι οποίες ασκούσαν πιέσεις στην Κομισιόν για να παραμείνει αμετακίνητη στους στόχους για το 2035 και επιπλέον «να στους στηρίξει με ακόμη τολμηρότερα μέτρα». Στα μέσα Σεπτεμβρίου με επιστολή τους προς την Κομισιόν περισσότερα από 150 ηγετικά στελέχη ευρωπαϊκών βιομηχανιών ηλεκτροκίνητων οχημάτων επισήμαναν ότι η θέσπιση του στόχου για το 2035 τις έχει ήδη οδηγήσει να δεσμεύσουν εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ σε νέες επενδύσεις. Ανάμεσά τους υπήρξαν οι υπογραφές στελεχών των αυτοκινητοβιομηχανιών Volvo και Polestar, όπως και σημαντικός αριθμός προμηθευτών πρώτων υλών, κατασκευαστών μπαταριών αλλά και εταιρειών διαχείρισης δικτύων.
Σχολιάζοντας την υποχώρηση της Ε.Ε., ο Ρίκο Λούμαν, οικονομολόγος και ανώτερο στέλεχος του τομέα μεταφορών και logistics στην ολλανδική τράπεζα ING, περιέγραψε τη χαλάρωση και αναβολή της απαγόρευσης ως «βραχυπρόθεσμη επιλογή» που αποφασίζεται σε μια περίοδο ιδιαίτερη δύσκολη για τον κλάδο των αυτοκινητοβιομηχανιών. Δεν παρέλειψε, πάντως, να τονίσει πως κατά τη γνώμη του «η αναβολή των στόχων μπορεί να είναι ιδιαίτερα επισφαλής στρατηγική». Μιλώντας στο Reuters εξήγησε ειδικότερα ότι η αναβολή «δεν πρόκειται να βοηθήσει μακροπρόθεσμα την ευρωπαϊκή βιομηχανία ούτε θα σώσει θέσεις εργασίας που μπορεί να κινδυνεύουν». Ο ίδιος εκτιμά ότι βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη η αλλαγή και το όποιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των γερμανικών και γενικότερα των ευρωπαϊκών βιομηχανιών κατασκευής οχημάτων εσωτερικής καύσης θα είναι βραχυπρόθεσμο καθώς θα είναι δύσκολο να ακολουθήσουν τις κινεζικές ανταγωνίστριές τους αν ο κλάδος κατεβάσει ταχύτητα.
Από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ