Προς μετωπική σύγκρουση με την Κίνα οδεύει πλέον η Ε.Ε. καθώς είναι πλέον σαφές πως η επέλαση των φθηνών προϊόντων της Κίνας, που τείνουν να την εκτοπίσουν από τις ίδιες τις αγορές των χωρών της, αποτελεί υπαρξιακή απειλή για τις ευρωπαϊκές οικονομίες

Και καθώς οι δασμοί του Ντόλαλντ Τραμπ έχουν εξωθήσει την Κίνα να στραφεί περισσότερο στις ευρωπαϊκές αγορές, η Goldman Sachs προβλέπει πως οι αυξημένες ροές κινεζικών προϊόντων στην Ευρώπη θα μειώσουν το ΑΕΠ της Γερμανίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας κατά 0,2 εκατοστιαίες μονάδες μέχρι το 2029. Ως εκ τούτου, η Κομισιόν αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και προτείνει μέτρα για τη θωράκιση των ευρωπαϊκών οικονομιών.

Η κλίμακα της ανισότητας στις εμπορικές σχέσεις ανάμεσα στην Ε.Ε. και την Κίνα αναδύθηκε ανάγλυφα προ ημερών όταν ανακοινώθηκε ότι το ετήσιο εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας έφθασε στο 1 τρισ. δολ. από το σύνολο των συναλλαγών της με όλο τον κόσμο, ενώ από το διμερές εμπόριο με την Ε.Ε. αγγίζει πλέον τα 300 δισ. δολ. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν έσπευσε να χαρακτηρίσει «ανυπόφορη» την κλίμακα της ανισότητας στο διμερές εμπόριο και να τονίσει πως το εμπορικό έλλειμμα της Ε.Ε. με την Κίνα αποτελεί πλέον «ζήτημα ζωής και θανάτου για την ευρωπαϊκή βιομηχανία». Παράλληλα, η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έχει τονίσει ότι οι σχέσεις της Ε.Ε. με την Κίνα έχουν φθάσει σε «σημείο καμπής».

Έτσι, η Κομισιόν ετοιμάζεται να προτείνει περιορισμούς στις ξένες επενδύσεις, στη μεταβίβαση τεχνολογίας και στη χρήση εγχώριου περιεχομένου και αλυσίδας αξίας. Εχει προηγηθεί το σχέδιο που παρουσίασε προ ημερών για τη θωράκιση των ευρωπαϊκών βιομηχανιών, όπως και η πρόταση της Κομισιόν για τη θέσπιση ενός ευρωπαϊκού κέντρου οικονομικής ασφάλειας που θα παρακολουθεί τις εντάσεις στις εμπορικές σχέσεις και θα λαμβάνει μέτρα για να αποτρέψει μια πλημμύρα της Ευρώπης από φθηνά ξένα προϊόντα. Τα χρονικά περιθώρια δείχνουν να στενεύουν ασφυκτικά και οι πρωτοβουλίες λαμβάνονται σε μια στιγμή που άλλες μεγάλες οικονομίες αποφασίζουν να λάβουν σκληρά μέτρα. Ενδεικτική είναι η περίπτωση του Μεξικού, καθώς μέσα στην εβδομάδα ενέκρινε πακέτο νέων δασμών σε εισαγωγές σειράς προϊόντων από χώρες της Ασίας και ειδικότερα της Κίνας. Οι δασμοί αυτοί θα ανέρχονται σε 50% σε 1.400 προϊόντα, θα ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου του νέου έτους και θα επιβάλλονται στις εισαγωγές μετάλλων, αυτοκινήτων, ειδών ένδυσης και ηλεκτρικών συσκευών.

Οι Βρυξέλλες ετοιμάζονται να προτείνουν περιορισμούς στις ξένες επενδύσεις, στη μεταβίβαση τεχνολογίας και στη χρήση εγχώριου περιεχομένου και αλυσίδας αξίας.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις οικονομολόγων της ΕΚΤ, ο αντίκτυπος από τις φθηνές εισαγωγές κινεζικών προϊόντων ενδέχεται να πλήξει έως και το ένα τρίτο της απασχόλησης στην Ευρωζώνη, που σημαίνει ότι θα μπορούσαν να χαθούν περισσότερες από 50 εκατ. θέσεις εργασίας. Οπως τονίζει ο Στίβεν Τζεν, διευθύνων σύμβουλος της επενδυτικής Eurizon SLJ Capital στο Λονδίνο, «η επιθετικότητα προς όσα προϊόντα προέρχονται από την Κίνα θα ενταθεί περαιτέρω και ειδικότερα στην Ευρώπη, καθώς αυτός ο συνδυασμός επιθετικής εμπορικής πολιτικής από την Κίνα και του φθηνού νομίσματός της δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο».

Ο κίνδυνος μιας ευθείας σύγκρουσης κατέστη σαφής προσφάτως όταν το Πεκίνο χρησιμοποίησε για ακόμη μία φορά ως όπλο τους περιορισμούς στις εξαγωγές σπάνιων γαιών, προκαλώντας ελλείψεις στις ευρωπαϊκές βιομηχανίες σε ένα τεράστιο φάσμα από τα ηλεκτροκίνητα οχήματα μέχρι τις ανεμογεννήτριες. Η κλιμάκωση στην ένταση ανάμεσα στις Βρυξέλλες και το Πεκίνο ήταν άμεση.

Σε ό,τι αφορά την Κίνα, η στροφή στις ευρωπαϊκές αγορές είναι καίριας σημασίας. Η οικονομία της Ε.Ε. των 20 τρισ. δολ. είναι μία από τις ελάχιστες αγορές τόσο μεγάλης κλίμακας ώστε να προσφέρει στην κινεζική οικονομία ουσιαστική εναλλακτική έναντι της αμερικανικής αγοράς. Οπως όμως επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές, η Κίνα δεν έχει μόνο τεράστια βιομηχανική ισχύ. Διατηρεί παράλληλα σε χαμηλά επίπεδα το νόμισμά της, γουάν, προκειμένου να είναι τόσο ανταγωνιστικές οι εξαγωγές της και την ίδια στιγμή πολύ ακριβές οι εισαγωγές της. Πολλοί οικονομολόγοι θεωρούν πως το γουάν είναι υπερβολικά υποτιμημένο και συχνά επισημαίνουν πως με αυτή την πολιτική το Πεκίνο στερεί επιλογές από τους Κινέζους καταναλωτές, μεγάλη μερίδα των οποίων δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το κόστος των εισαγόμενων προϊόντων. Οπως τόνισε προ ημερών ο Γενς Εσκελαντ, επικεφαλής του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Ε.Ε. στην Κίνα, «ένας από τους λόγους που επελαύνουν έτσι οι κινεζικές εξαγωγές είναι το γεγονός ότι το γουάν είναι πολύ υποτιμημένο έναντι του ευρώ και αυτό λειτουργεί ως επιδότηση στις εξαγωγές και μείωση της αγοραστικής δύναμης των Κινέζων καταναλωτών». Σημειωτέον ότι στις αρχές του έτους το γουάν υποχώρησε στα χαμηλότερα επίπεδα δεκαετίας έναντι του ευρώ, παρά το ιλιγγιώδες εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας.

(από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr