Για πρώτη φορά στα 88 χρόνια λειτουργίας της, η Volkswagen σταματά την παραγωγή οχημάτων σε εργοστάσιο στη Γερμανία, εξέλιξη που αποτελεί ηχηρή προειδοποίηση για το σύνολο της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας.
Από αύριο Τρίτη η αυτοκινητοβιομηχανία βάζει «λουκέτο» στη γραμμή παραγωγής του εργοστασίου της στη Δρέσδη, σε μια κίνηση που αποτυπώνει τις αυξανόμενες πιέσεις που δέχεται η μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία της Ευρώπης, η οποία προσπαθεί να μειώσει τις δαπάνες και να ενισχύσει την κερδοφορία της.
Η απόφαση εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο πιέσεων στις ταμειακές ροές της Volkswagen, καθώς οι πωλήσεις στην Κίνα βαίνουν μειούμενες, η ζήτηση στην Ευρώπη υποχωρεί, οι αμερικανικοί δασμοί ασκούν πιέσεις στις αμερικανικές δραστηριότητες του ομίλου, ενώ η μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση έχει αποδειχθεί άκρως δαπανηρή και περίπλοκη σε συνδυασμό με το βάρος των πράσινων κανόνων της Ε.Ε.
Η Volkswagen βρίσκεται εδώ και μήνες αντιμέτωπη με δύσκολες αποφάσεις για την κατανομή του επενδυτικού της προγράμματος, ύψους περίπου 160 δισ. ευρώ για την επόμενη πενταετία, ποσό μειωμένο σε σχέση με το προηγούμενο πλάνο της περιόδου 2023-2027, το οποίο ανερχόταν στα 180 δισ. ευρώ. Ωστόσο, η μετοχή της, κοντά στα 109 ευρώ, με βάση τη συνεδρίαση της Παρασκευής, ενισχύεται μέχρι στιγμής φέτος περίπου 18%, με κεφαλαιοποίηση κοντά στα 65 δισ. ευρώ. Ο γενικότερος ευρωπαϊκός δείκτης STOXX 600 για τον κλάδο αυτοκινήτου και ανταλλακτικών καταγράφει για φέτος απώλειες άνω του 3%.
Η Volkswagen καλείται να επενδύσει εκ νέου και στους κινητήρες εσωτερικής καύσης, καθώς η μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση αποδεικνύεται πιο αργή και σύνθετη από τις αρχικές εκτιμήσεις. Όμως, η μεγαλύτερη διάρκεια ζωής των οχημάτων με ορυκτά καύσιμα απαιτεί νέες επενδύσεις σε τεχνολογίες βενζινοκινητήρων, σύμφωνα με τους αναλυτές, την ώρα που αυξάνονται ολοένα και περισσότερο οι προκλήσεις.
Το εργοστάσιο της Δρέσδης ξεκίνησε την παραγωγή το 2002 και συνολικά έχει κατασκευάσει λιγότερα από 200.000 οχήματα - αριθμός μικρότερος από το μισό της ετήσιας παραγωγής του κεντρικού εργοστασίου της Volkswagen στο Βόλφσμπουργκ. Εκεί, κατασκευαζόταν αρχικά το πολυτελές VW Phaeton, όμως μετά τη διακοπή του μοντέλου, το 2016, το εργοστάσιο μετατράπηκε σε σύμβολο της στροφής της Volkswagen στην ηλεκτροκίνηση, με τελευταία παραγωγή το ηλεκτρικό ID.3.
Η απόφαση για την παύση της παραγωγής στη Δρέσδη εντάσσεται στη γενικότερη συμφωνία με τα συνδικάτα πέρυσι και προβλέπει συνολικά έως 35.000 περικοπές θέσεων εργασίας στη VW στη Γερμανία. Ο επικεφαλής της μάρκας Volkswagen, Τόμας Σέφερ, χαρακτήρισε το κλείσιμο της γραμμής παραγωγής απαραίτητο από οικονομική σκοπιά. Η Volkswagen θα εκμισθώσει το εν λόγω εργοστάσιο στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο της Δρέσδης, προκειμένου να δημιουργηθεί ερευνητικό campus με επίκεντρο την τεχνητή νοημοσύνη, τη ρομποτική και τα μικροτσίπ. Ο όμιλος και το πανεπιστήμιο έχουν δεσμευτεί να επενδύσουν 50 εκατ. ευρώ τα επόμενα επτά χρόνια, ενώ η Volkswagen θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί τον χώρο για παραδόσεις οχημάτων σε πελάτες και ως τουριστικό αξιοθέατο.
Μόνο τους τελευταίους 12 μήνες έχουν περικοπεί περί τις 50.000 θέσεις εργασίας στη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία, ενώ αναλυτές κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ότι μπορεί να φθάσουν έως και τις 100.000 έως το τέλος της δεκαετίας, σε έναν κλάδο που απασχολεί συνολικά περί τους 700.000 εργαζόμενους.
Η Volkswagen ιδρύθηκε στο Βερολίνο το 1937, αφού η γερμανική κυβέρνηση ανέθεσε στον μηχανολόγο αυτοκινήτων και ιδρυτή της Porsche, Φέρντιναντ Πόρσε, να σχεδιάσει ένα αυτοκίνητο κατάλληλο για τον μέσο πολίτη - η λέξη «Volkswagen» στα γερμανικά σημαίνει «αυτοκίνητο του λαού». Το 1938 η εταιρεία άλλαξε την επωνυμία της σε Volkswagen. Στις θυγατρικές της Volkswagen περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι Audi, Porsche, Seat και Skoda.
Καμπανάκι στην Ευρώπη
Η απόφαση της Volkswagen να διακόψει για πρώτη φορά την παραγωγή σε γερμανικό έδαφος λειτουργεί ως καμπανάκι για το σύνολο της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας.
Ο μεγαλύτερος κατασκευαστής της Ευρώπης δεν κλείνει απλώς μια γραμμή παραγωγής, αναγκάζεται να παραδεχθεί ότι το μέχρι πρότινος μοντέλο ανάπτυξης, βασισμένο σε υψηλό όγκο, ισχυρή κινεζική ζήτηση και σταδιακή μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση, έχει πάψει να λειτουργεί.
Οι ευρωπαϊκοί όμιλοι βρίσκονται πλέον στριμωγμένοι ανάμεσα σε τρεις ταυτόχρονες πιέσεις: την επιθετική πολιτική τιμών των κινεζικών κατασκευαστών ηλεκτρικών οχημάτων, το αυξημένο κόστος παραγωγής στην Ευρώπη -ιδίως ενέργειας και εργασίας- και ένα ρυθμιστικό πλαίσιο που απαιτεί τεράστιες επενδύσεις χωρίς να εγγυάται αντίστοιχη ζήτηση.
Την ίδια στιγμή, η επιβράδυνση της ηλεκτροκίνησης υποχρεώνει τις αυτοκινητοβιομηχανίες να επενδύσουν εκ νέου σε κινητήρες εσωτερικής καύσης, διπλασιάζοντας ουσιαστικά το επενδυτικό βάρος. Το αποτέλεσμα είναι πιέσεις στις ταμειακές ροές, αναθεώρηση επενδυτικών σχεδίων και, ολοένα συχνότερα, αποφάσεις περιορισμού της παραγωγικής βάσης στην ίδια την Ευρώπη.
Η περίπτωση της Volkswagen δείχνει ότι η ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία εισέρχεται σε μια περίοδο δύσκολων επιλογών, όπου η προσαρμογή δεν θα είναι ανώδυνη - ούτε πολιτικά ούτε κοινωνικά.
(από την εφημερίδα «ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ»)