Ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία κοντεύει τα τέσσερα χρόνια, οι Ρώσοι αρχίζουν τελευταία να υφίστανται τις οικονομικές επιπτώσεις του καθώς οι αυξήσεις των τιμών υπερβαίνουν πλέον τις αυξήσεις των μισθών, που τα προηγούμενα χρόνια είχαν εκτοξευθεί στα ύψη

Στο μεγαλύτερο μέρος της Ρωσίας, συμπεριλαμβανομένης της Μόσχας, οι επιπτώσεις γίνονται αισθητές από τα νοικοκυριά που μειώνουν τις αγορές τροφίμων μέχρι τις βιομηχανίες χάλυβα, τα ορυχεία και τις ενεργειακές εταιρείες που αγωνίζονται να αντεπεξέλθουν. Η οικονομική μηχανή της χώρας έχει αρχίσει να παρουσιάζει πολλαπλά ρήγματα και δοκιμάζονται οι αντοχές της που είχαν ενισχυθεί εις το έπακρον από τις εκτεταμένες δαπάνες, σε μεγάλο βαθμό αμυντικές, αλλά και από τα έσοδα ρεκόρ του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, που τους πρώτους δέκα μήνες του έτους έχουν μειωθεί κατά περισσότερο από 20% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024.

Οι Ρώσοι αγοράζουν λιγότερα ρούχα, ενώ στρέφονται γενικότερα στις εγχώριες μάρκες καθώς τα εισαγόμενα είδη είναι πλέον απαγορευτικά ακριβά. Η εικόνα φαίνεται να έρχεται σε οξεία αντίθεση με όσα συνέβησαν τα πρώτα χρόνια του πολέμου, όταν οι ιλιγγιώδεις επενδύσεις σε στρατιωτικό υλικό είχαν αυξήσει δραματικά την εγχώρια παραγωγή και είχαν οδηγήσει σε αυξήσεις μισθών σχεδόν 20% το 2024. Το αποτέλεσμα μέχρι και το περασμένο έτος ήταν η αντίστοιχη εκτόξευση της καταναλωτικής ζήτησης, που, όμως, έδινε ώθηση στον πληθωρισμό και οδηγούσε τη ρωσική οικονομία σε υπερθέρμανση. Τον Οκτώβριο του 2024, η Τράπεζα της Ρωσίας αύξησε τα επιτόκια του ρουβλίου στο 21% για να ανακόψει τον πληθωρισμό και να «παγώσει» την οικονομία. Ο πληθωρισμός άρχισε να υποχωρεί σταδιακά και η οικονομία να επηρεάζεται από την επιβολή περιοριστικής νομισματικής πολιτικής με την ανάπτυξη να έχει επιβραδυνθεί το γ΄ τρίμηνο του έτους σε ένα ισχνό 0,6%. Τελικά μέσα στον Νοέμβριο ο πληθωρισμός αποκλιμακώθηκε στο 6,8%, ωστόσο κύριος παράγοντας υποχώρησής του ήταν η μείωση της ζήτησης.

Η αγορά ηλεκτρονικών ειδών αντιμετωπίζει τη χειρότερη πτώση ζήτησης που έχει καταγραφεί τα τελευταία 30 χρόνια.

Σύμφωνα με τη SberIndex, την ανοικτή πλατφόρμα δεδομένων που έχει δημιουργήσει η τράπεζα Sberbank και η οποία παρακολουθεί τα εισοδήματα, τις δαπάνες και την οικονομική δραστηριότητα σε πραγματικό χρόνο, οι Ρώσοι έχουν αρχίσει να μειώνουν δραστικά τις αγορές τους σε είδη διατροφής. Εκτιμά πως ένα μέσο επίπεδο κόστους για τις αγορές βασικών ειδών διατροφής για μία εβδομάδα έχει υπερδιπλασιαστεί, με αποτέλεσμα μια μέση οικογένεια να αγοράζει λιγότερα φρούτα και λαχανικά. Σύμφωνα με σχετική έρευνα της εφημερίδας Kommersant, οι πωλήσεις γάλακτος και γαλακτοκομικών, χοιρινού κρέατος, σιτηρών και ρυζιού μειώθηκαν 8% με 10% μέσα στους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο. Είναι ενδεικτικά τα οικονομικά αποτελέσματα του ομίλου X5 Group, που είναι και η μεγαλύτερη αλυσίδα τροφίμων της Ρωσίας. Το γ΄ τρίμηνο ανακοίνωσε αυξημένα έσοδα, αλλά όπως προκύπτει, τελικά αυτά αντανακλούσαν τον πληθωρισμό καθώς τα καθαρά κέρδη της μειώθηκαν κατά 20%, συνεπεία της μειωμένης ζήτησης και του μεγάλου κόστους.

Και στο μεταξύ ο τομέας των λιανικών πωλήσεων αντιμετωπίζει κραδασμούς. Το γ΄ τρίμηνο το 45% των καταστημάτων που έκλεισαν ήταν καταστήματα ενδυμάτων και, σύμφωνα με τα ρωσικά ΜΜΕ, σχεδόν τα μισά εκπτωτικά καταστήματα ρούχων παραπαίουν. Η κρατικά ελεγχόμενη εφημερίδα Rossiyskaya Gazeta αναφέρει πως η αγορά ηλεκτρονικών ειδών αντιμετωπίζει τη χειρότερη πτώση ζήτησης που έχει καταγραφεί τα τελευταία 30 χρόνια, μια και οι καταναλωτές αναβάλλουν τις μεγάλες αγορές. Σε ό,τι αφορά τις πωλήσεις αυτοκινήτων, τους πρώτους εννέα μήνες του έτους κατέγραψαν πτώση σχεδόν 25% εξαιτίας του υψηλού κόστους του δανεισμού. Παράλληλα, όμως, την αγορά έχουν επιβαρύνει οι αυξήσεις στους φόρους για την ανακύκλωση που οδηγούν τις τιμές στα ύψη και ιδιαιτέρως τις τιμές των εισαγόμενων και των ηλεκτροκίνητων οχημάτων, καθώς η κυβέρνηση προσπαθεί να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα και να στηρίξει τις εγχώριες αυτοκινητοβιομηχανίες.

Επιπλέον, υπάρχει ο αντίκτυπος των επιθέσεων από ντρόουν της Ουκρανίας, που έχουν πλήξει διυλιστήρια πετρελαίου και λιμάνια από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι τις ακτές της Βαλτικής. Τα πλήγματα αυτά έχουν επιδεινώσει την κρίση στην εγχώρια αγορά καυσίμων με αποτέλεσμα από τα τέλη Αυγούστου να αυξάνονται οι τιμές. Τον Νοέμβριο υποχώρησαν κάπως οι τιμές της βενζίνης, αλλά γενικά παραμένουν σε υψηλά επίπεδα και σε ορισμένες περιοχές υπάρχουν ελλείψεις.

Πολλοί αναλυτές εξακολουθούν να προβλέπουν πως η ρωσική οικονομία θα σημειώσει ήπια ανάπτυξη τόσο φέτος όσο και το επόμενο έτος. Ωστόσο το Κέντρο Στρατηγικών Ερευνών, δεξαμενή σκέψης με έδρα στη Μόσχα, εξέδωσε ανακοίνωση προ δέκα ημερών στην οποία εκφράζει την εκτίμηση ότι «είναι σχεδόν αδύνατον να αποφύγουμε την ύφεση», δεδομένου ότι η παραγωγή έχει μειωθεί σε πάνω από τις μισές βιομηχανίες της Ρωσίας. Μεγάλη κρίση αντιμετωπίζει η βιομηχανία χάλυβα, με τη συνολική κατανάλωση να έχει μειωθεί κατά 14% φέτος σύμφωνα με τη χαλυβουργία Severstal PJSC, ενώ η ζήτηση για χάλυβα από τις κατασκευαστικές έχει μειωθεί κατά 10% και από τις βιομηχανίες μηχανολογικού εξοπλισμού κατά 32%.

(από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr