Οι κατηγορίες έργων και ο προβληματισμός των τραπεζών
Τα έργα που αναμένεται να υλοποιηθούν τα επόμενα χρόνια διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες. Από τη μία πλευρά βρίσκονται σταθμοί ΣΑΗΕ συνολικής ισχύος 900 MW που έχουν επιλεγεί στους διαγωνισμούς της Ρυθμιστικής Αρχής Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ) και οι οποίοι έχουν εξασφαλίσει επενδυτική και λειτουργική ενίσχυση. Τα έργα αυτά έχουν εξασφαλίσει σταθερά, εγγυημένα έσοδα και ως εκ τούτου έχουν ένα ελκυστικό προφίλ χρηματορροών για τις τράπεζες. Από την άλλη πλευρά βρίσκεται η μεγάλη πλειονότητα των έργων που πρόκειται να ηλεκτριστούν με ορίζοντα το 2030, συνολικής ισχύος 4,7 GW, και τα οποία θα λάβουν όρους σύνδεσης βάσει της Υπουργικής Απόφασης ΥΠΕΝ/ΓΔΕ/28255/1143 (ΦΕΚ Β' 1248/13.03.2025) του Μαρτίου 2025, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει. Τα έργα αυτά αποκλείονται από το καθεστώς λειτουργικής ενίσχυσης και θα κληθούν να διαμορφώσουν εμπορικά μοντέλα εσόδων στην αγορά.
Η έλλειψη αυτής της προβλεψιμότητας αποτελεί βασικό σημείο προβληματισμού για τις τράπεζες, καθώς η εμπειρία από την αγορά ΑΠΕ έχει συμβάλει στη διαμόρφωση διαφορετικών, κυρίαρχων πρακτικών χρηματοδότησης. Στα έργα ΑΠΕ η χρηματοδότηση βασίσθηκε σε μεγάλο βαθμό στην ασφάλεια των Συμβάσεων Λειτουργικής Ενίσχυσης με το ΔΑΠΕΕΠ, οι οποίες εξασφαλίζουν για τον επενδυτή σταθερά έσοδα σε ορίζοντα εικοσαετίας. Στους σταθμούς ΣΑΗΕ, όμως, η μείωση της έκθεσης στην μεταβλητότητα των αγορών και η παραγωγή σταθερών εσόδων πρέπει να διαμορφωθεί μέσω συμβάσεων εσόδων που θα διαμορφωθούν από τους παίκτες της αγοράς. Σε αυτό το σημείο, οι συμβάσεις tolling επανεμφανίζονται σταδιακά στην ελληνική αγορά για να αποτελέσουν σημαντικό εργαλείο που μπορεί να δημιουργήσει τις απαραίτητες συνθήκες σταθερότητας.
Ο ρόλος των συμβάσεων tolling – Τα πλεονεκτήματα και οι κίνδυνοι
Σε μια σύμβαση tolling, που στα ελληνικά αποδίδεται είτε ως σύμβαση «πώλησης – έργου» είτε, απλούστερα, ως σύμβαση «μίσθωσης»[1] ο επενδυτής παραχωρεί πλήρως σε έναν Φορέα Σωρευτικής Εκπροσώπησης (ΦοΣΕ) τη διαχείριση και τον έλεγχο λειτουργίας της μονάδας, λαμβάνοντας ως αντιπαροχή ένα σταθερό και εγγυημένο αντάλλαγμα χρήσης. Ο ΦοΣΕ διατηρεί πλήρη έλεγχο της συμμετοχής του ΣΑΗΕ στις αγορές ενέργειας (τόσο στην χονδρεμπορική όσο και στην αγορά εξισορρόπησης) και καρπώνεται το αποτέλεσμα της συμμετοχής του έργου στην αγορά, αφαιρούμενου του σταθερού, εγγυημένου εσόδου που αποδίδει στον επενδυτή. Με τον τρόπο αυτό, το έργο αποδίδει εγγυημένα έσοδα στον επενδυτή καθ’ όλη τη διάρκεια του συμβατικού χρόνου, ο δε ΦοΣΕ αναλαμβάνει πλήρως τη διαχείριση της συμμετοχής του έργου στην αγορά και καρπώνεται την υπεραξία.
Το μοντέλο αυτό προσφέρει ορισμένα κρίσιμα πλεονεκτήματα για τον επενδυτή. Το έργο εξασφαλίζει σταθερά έσοδα που είναι συμβατά με τις απαιτήσεις των τραπεζών και διευκολύνει τη χρηματοδότησή του. Ο επενδυτής διευκολύνεται στην κάλυψη λειτουργικών δαπανών, όπως λ.χ. των σημαντικών εγγυητικών επιστολών που προβλέπονται στην Υπουργική Απόφαση του Μαρτίου του 2025. Παράλληλα, καθώς τα έσοδα που εξασφαλίζει είναι εγγυημένα, δηλαδή δεν εξαρτώνται από τις τρέχουσες τιμές της αγοράς, μετατοπίζει το εμπορικό ρίσκο στον ΦοΣΕ και επιτρέπει στον επενδυτή να επικεντρωθεί στην κατασκευή και στην τεχνική επάρκεια του έργου. Για τον ΦοΣΕ το κύριο όφελος είναι η δυνατότητα να εκμεταλλευτεί τις τιμολογιακές διακυμάνσεις και τις ευκαιρίες arbitrage, ιδίως στις παρούσες συνθήκες έντονης μεταβλητότητας. Αυτό δημιουργεί συνθήκες που μπορεί να οδηγήσουν σε υψηλές αποδόσεις για εκείνους που διαθέτουν την τεχνογνωσία να διαχειριστούν αποτελεσματικά ένα χαρτοφυλάκιο ΣΑΗΕ. Ο ΦοΣΕ έχει επίσης πλήρη ευχέρεια στον τρόπο συμμετοχής της μπαταρίας τόσο στην χονδρεμπορική αγορά, όσο και στην αγορά εξισορρόπησης.
Θα πρέπει ωστόσο να αναγνωρισθεί πως οι συμβάσεις tolling δεν αποτελούν πανάκεια, καθώς τα συμβαλλόμενα μέρη εξακολουθούν να αναλαμβάνουν σημαντικά ρίσκα. Αναφορικά με τον επενδυτή, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη πως, στις σημερινές συνθήκες, το ρίσκο ανάπτυξης ενός έργου ΣΑΗΕ στην Ελλάδα είναι ιδιαιτέρως υψηλό. Ο περιορισμένος ηλεκτρικός χώρος έχει αναδείξει τη χορήγηση οριστικής προσφοράς σύνδεσης ως το καθοριστικό ορόσημο για την πορεία ενός έργου. Μέχρι να χορηγηθεί η ΟΠΣ ενός έργου, επενδυτής αποφεύγει εύλογα να δεσμευτεί για την προμήθεια εξοπλισμού· αλλά και μετά την έκδοσή της ΟΠΣ, η Υπουργική Απόφαση του 2025 επιβάλλει προθεσμία υλοποίησης δεκαοκτώ μηνών, χρονοδιάγραμμα που είναι απολύτως μη ρεαλιστικό και είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει, όπως συνέβη στα έργα των διαγωνισμών, σε διαδοχικές παρατάσεις. Η πρακτική αυτή, ωστόσο, διατηρεί τους επενδυτές σε διαρκές καθεστώς πίεσης. Καθ’ όλη τη διάρκεια της προθεσμίας αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο κατάπτωσης των εγγυητικών επιστολών που προβλέπει η Υπουργική Απόφαση, γεγονός που εντείνει ακόμη περισσότερο τους νομικούς κινδύνους.
Από την άλλη πλευρά ο ΦοΣΕ αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου το ρίσκο της υποαπόδοσης του ΣΑΗΕ στην αγορά. Χρειάζεται ολοκληρωμένη τεχνογνωσία στην εμπορία και στη βέλτιστη λειτουργία ενός ΣΑΗΕ μέσα σε περιβάλλον που παραμένει σύνθετο και μεταβάλλεται συνεχώς. Η ικανότητα ανάληψης αυτού του ρίσκου δεν είναι δεδομένη. Ο ΦοΣΕ πρέπει επίσης να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός στο επίπεδο του εγγυημένου εσόδου που θα συμφωνήσει. Η εκτίμηση της μελλοντικής συμπεριφοράς της αγοράς αποτελεί απαιτητική διαδικασία, καθώς η αγορά αποθήκευσης βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο και τα ιστορικά δεδομένα είναι περιορισμένα. Αυτό καθιστά τη διαμόρφωση μιας εύλογης εγγυημένης τιμής κρίσιμο ζήτημα που επηρεάζει άμεσα τη βιωσιμότητα της σύμβασης.
Θα καταφέρουν να επικρατήσουν;
Η επικράτηση των συμβάσεων tolling ως του κυρίαρχου μοντέλου εσόδων των ΣΑΗΕ θα εξαρτηθεί από δύο βασικούς παράγοντες. Πρώτον από τις απαιτήσεις των τραπεζών και το κατά πόσο θα θεωρήσουν το tolling αναγκαίο στοιχείο του χρηματοδοτικού σχήματος. Δεύτερον από το αν οι ΦοΣΕ θα κρίνουν ως ανεκτή την ανάληψη του εμπορικού ρίσκου για την πλειονότητα των έργων που θα λειτουργήσουν στην ελληνική αγορά. Αν η μεταβλητότητα των τιμών παραμείνει υψηλή τα επόμενα χρόνια, το tolling μπορεί να εξελιχθεί σε βασικό μηχανισμό παραγωγής εσόδων. Αν όμως η αγορά σταθεροποιηθεί είναι πιθανό να ενισχυθούν άλλες μορφές συμβάσεων (π.χ. floor price PPAs).
Το ερώτημα αν οι συμβάσεις tolling θα επικρατήσουν στην ελληνική αγορά δεν μπορεί να απαντηθεί με ασφάλεια. Το συγκεκριμένο μοντέλο συνεπάγεται σημαντικό ρίσκο για τους ΦοΣΕ, καθώς η δυνατότητα επίτευξης υψηλών αποδόσεων συνοδεύεται από αυξημένη έκθεση στις διακυμάνσεις της αγοράς, ως εκ τούτου δεν είναι βέβαιο ότι οι ΦοΣΕ θα μπορούν να αναλάβουν το σύνολο του κινδύνου για μεγάλο αριθμό έργων. Παράλληλα οι μεγάλοι επενδυτές επιδιώκουν συνήθως τη διαφοροποίηση του κινδύνου. Διαμορφώνουν χαρτοφυλάκια που περιλαμβάνουν έργα με συμβάσεις tolling, έργα με λειτουργική ενίσχυση και έργα που λειτουργούν χωρίς συμβατική εξασφάλιση εσόδων. Η προσέγγιση αυτή ενισχύει την ανθεκτικότητα των χαρτοφυλακίων σε περιόδους μεταβλητότητας. Για τον λόγο αυτό δεν θεωρείται πιθανό η αγορά να βασιστεί αποκλειστικά σε συμβάσεις tolling· πιθανότερο είναι να αποτελέσουν ένα από τα διαθέσιμα εργαλεία σε ένα ευρύτερο μείγμα συμβατικών επιλογών.
[1] Ο όρος «μίσθωση» δεν κρίνεται δόκιμος καθώς δεν περιγράφει το σύνολο των συμβατικών υποχρεώσεων που γεννούνται σε ένα tolling agreement.
*Ο κ. Αντώνης Ν. Κουμπιάς είναι Senior Associate της δικηγορικής εταιρείας KG Law Firm