Ακρίβεια - Η κάλυψη των βασικών αναγκών στέγασης και διατροφής απορροφά το 56% του εισοδήματός τους

Ακραία εκτεθειμένα τα φτωχότερα νοικοκυριά στα κύματα ανατιμήσεων που πλήττουν τη στέγαση και τη διατροφή, καθώς αναγκάζονται να διαθέτουν ακόμη και το 56% του εισοδήματός τους για να καλύψουν τις βασικές αυτές ανάγκες.

Το «εύρημα» προκύπτει από την επικαιροποιημένη έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ, η οποία μπορεί να αποτυπώνει αύξηση της μέσης δαπάνης, δείχνει, ωστόσο, ταυτόχρονα ότι ακόμη δεν έχουμε ανακτήσει τα προ οικονομικής κρίσης επίπεδα. Άλλος ένας βασικός οικονομικός δείκτης αποτυπώνει, επομένως, το ότι η ανάκτηση του χαμένου εδάφους, μετά τη 10ετή ύφεση, δεν έχει γίνει ακόμη.

Η έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για το 2024 καταγράφει μέση ετήσια καταναλωτική δαπάνη 20.694 ευρώ ή 1.724 ευρώ τον μήνα, ποσό αυξημένο κατά 3,6% σε σύγκριση με το 2023. Σε σταθερές τιμές, όμως, η αύξηση περιορίζεται μόλις στο 1%, καθώς ο πληθωρισμός, που διαμορφώθηκε στο 2,6%, απορρόφησε σχεδόν όλο το όφελος. Σε σχέση με το 2008, η μέση δαπάνη εξακολουθεί να εμφανίζεται μειωμένη κατά 16,6%, γεγονός που υπογραμμίζει ότι η αγοραστική δύναμη δεν έχει επανέλθει.

Η πιο μεγάλη δαπάνη

Η μεγαλύτερη δαπάνη των νοικοκυριών εξακολουθεί να αφορά τη διατροφή. Το 2024, η σχετική κατηγορία απορρόφησε το 20,7% του προϋπολογισμού, δηλαδή περίπου 357 ευρώ τον μήνα. Το ποσοστό αυτό είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη και αναδεικνύει τη βαρύτητα του κόστους τροφίμων στο ελληνικό καλάθι. Κυρίαρχη θέση κατέχουν το κρέας, τα γαλακτοκομικά, τα λαχανικά και τα δημητριακά, με τις αυξήσεις να εντοπίζονται ιδιαίτερα σε έλαια και λίπη (12,6%), ψάρια (9,3%) και φρούτα (4,8%). Στον αντίποδα, σημειώθηκε μείωση στις δαπάνες για ψωμί, γαλακτοκομικά και ελαιόλαδο, εξέλιξη που συνδέεται με περιορισμό της κατανάλωσης, λόγω των τιμών.

Η στέγαση αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη δαπάνη, αντιπροσωπεύοντας το 14,4% του προϋπολογισμού ή περίπου 248 ευρώ μηνιαίως. Στα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιαζόμενη κατοικία, το ενοίκιο απορροφά το 17,1% των συνολικών δαπανών. Στις αστικές περιοχές, όπου το κόστος στέγασης είναι αυξημένο, το βάρος αυτό γίνεται ακόμα πιο αισθητό. Παράλληλα, οι ενεργειακές ανάγκες επιβαρύνουν περαιτέρω το διαθέσιμο εισόδημα: η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε κατά 8,3% το 2024, την ώρα που η χρήση φυσικού αερίου και στερεών καυσίμων υποχώρησε σημαντικά.

Οι φτωχότεροι

Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ αναδεικνύουν τις ανισότητες. Το φτωχότερο 20% του πληθυσμού διαθέτει το 55,9% του προϋπολογισμού του σε διατροφή και στέγαση, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το πλουσιότερο 20% περιορίζεται στο 24,7%. Ειδικότερα, τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 33,7% των εξόδων τους σε τρόφιμα και το 23% σε στέγαση, αφήνοντας ελάχιστο περιθώριο για άλλες ανάγκες.

Αντίθετα, στα υψηλότερα εισοδήματα η εικόνα διαφοροποιείται, με μεγαλύτερη έμφαση σε μεταφορές, εστίαση και αναψυχή. H σύγκριση είναι αποκαλυπτική: Η δαπάνη στέγασης, που στα φτωχότερα νοικοκυριά απορροφά το 22,4% του διαθέσιμου ποσού για δαπάνη, στα πλουσιότερα νοικοκυριά απορροφά το 5%. Στη διατροφή, το 33,5% των φτωχότερων γίνεται 12,7% για τους πλουσιότερους. Έτσι, οι τελευταίοι έχουν «χώρο» για να χρηματοδοτήσουν διασκέδαση και διακοπές. Η δαπάνη τους για εστιατόρια, καφενεία και ξενοδοχεία αντιπροσωπεύει το 13% του διαθέσιμου εισοδήματος, όταν στα φτωχότερα νοικοκυριά περιορίζεται στο 5,6%. Όσο για τις δαπάνες αναψυχής και πολιτισμού, είναι μόλις 1,2% στους φτωχότερους, έναντι 6,7% στους πλουσιότερους, οι οποίοι επιπλέον έχουν μεγαλύτερα περιθώρια για δαπάνες υγείας και παιδείας.

Διαφοροποιήσεις

Υπάρχουν μεγάλες ανισότητες και σε περιφερειακό επίπεδο. Στην Αττική, η μέση μηνιαία δαπάνη φτάνει τα 2.030 ευρώ, υπερβαίνοντας τον εθνικό μέσο όρο κατά 18%, ενώ στη Στερεά Ελλάδα περιορίζεται στα 1.185 ευρώ, χαμηλότερη κατά 31%. Τα νοικοκυριά που κατοικούν σε αστικές περιοχές δαπανούν περίπου 1.821 ευρώ τον μήνα, έναντι 1.296 ευρώ σε αγροτικές περιοχές, διαφορά που φτάνει σχεδόν το 29%. Η διάκριση αυτή δεν αντικατοπτρίζει βελτίωση της αγοραστικής δύναμης στην περιφέρεια, καθώς τα εισοδήματα είναι αντίστοιχα χαμηλότερα.

Η έρευνα αποτυπώνει μια διπλή εικόνα: από τη μια πλευρά, η μέση δαπάνη αυξήθηκε, αντανακλώντας την προσπάθεια των νοικοκυριών να καλύψουν τις καθημερινές ανάγκες τους. Από την άλλη, η διάρθρωση των εξόδων δείχνει ότι ένα υπερβολικά μεγάλο μερίδιο εξακολουθεί να κατευθύνεται σε βασικά αγαθά, κυρίως για τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα.

Δεκαέξι χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης, η Ελλάδα δεν έχει ανακτήσει τα επίπεδα κατανάλωσης του 2008. Με το 35% και πλέον των δαπανών να αφορά τροφή και στέγη, η ελληνική οικογένεια εξακολουθεί να διαθέτει δυσανάλογα υψηλό ποσοστό του εισοδήματός της για την κάλυψη των πιο στοιχειωδών αναγκών, γεγονός που περιορίζει σημαντικά τα περιθώρια για βελτίωση της ποιότητας ζωής.

(από την εφημερίδα "ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ")

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr