για να το «ξεφορτωθούν» λόγω της υπερπροσφοράς από αιολική ενέργεια εξαιτίας των συνεχών ανέμων. Αυτή η μείωση όμως δεν έφτασε ποτέ στους καταναλωτές και ούτε πρόκειται. Αντίθετα, οι λογαριασμοί των νοικοκυριών ανεβαίνουν σταθερά, οι τιμές και για τον Αύγουστο κατέγραψαν προκαταβολικά άνοδο και ο απλός καταναλωτής μένει να κοιτάει μια οθόνη που του λέει «υπερπροσφορά ρεύματος», αλλά το πορτοφόλι του αδειάζει.
Δεν πρόκειται για παράδοξο, είναι το αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων, «κανόνων της αγοράς», επιχειρηματικών υπερκερδών, σχεδιαστικών επιλογών και παλιών δομών. Ενδεικτικό του μεγέθους της κοροϊδίας είναι ότι ακόμη και σήμερα μαζί με τον λογαριασμό ρεύματος πληρώνουμε το περίφημο και καθόλου ευκαταφρόνητο ΕΤΜΕΑΡ. Δηλαδή ένα ειδικό τέλος που διατίθεται για την προώθηση κατασκευής μονάδων ΑΠΕ. Αναλογιστείτε ότι τους πληρώνουμε για να παράγουν φθηνή ενέργεια και όταν αυτό επιτυγχάνεται, εξακολουθούν να μας στέλνουν ακριβό λογαριασμό και να βάζουν τα χρήματα στην τσέπη τους. (Αλήθεια, η κυβέρνηση γιατί δεν καταργεί το ΕΤΜΕΑΡ;)
Σε ημέρες με ηλιοφάνεια και άνεμο, η εγχώρια παραγωγή ΑΠΕ μπορεί να είναι υπεράφθονη και να μειώνει την οριακή τιμή στη θεωρία. Στην πράξη, μεγάλο μέρος αυτής της ενέργειας δεν φτάνει στον καταναλωτή. Υπάρχει σειρά τεχνικών και θεσμικών λόγων, όπως αδυναμία του δικτύου, ανάγκη για εφεδρείες και ισορροπίες και πρακτική μείωσης όταν η γραμμή δεν… χωράει όλα τα μεγαβάτ. Εκτιμήσεις λένε ότι το 2024 δεν χώρεσε στο δίκτυο 1 TWh προερχόμενο από ΑΠΕ, ρεύμα αρκετό για να τροφοδοτήσει δεκάδες χιλιάδες νοικοκυριά.
Η ανάπτυξη πολλών ΑΠΕ στην Ελλάδα ήταν και παραμένει σωστή επιλογή για την ενεργειακή μετάβαση. Ωστόσο έγινε πάνω σε ένα παλιό ευρωπαϊκό σύστημα αγοράς, σχεδιασμένο για μεγάλες θερμικές μονάδες. Το περίφημο «χρηματιστήριο ενέργειας» (η χονδρική αγορά όπου καθορίζεται η τιμή της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας) συνεχίζει να λειτουργεί με λογική «οριακού κόστους». Ουσιαστικά, η τιμή διαμορφώνεται από την ακριβότερη μονάδα που χρειάστηκε για να καλύψει τη ζήτηση. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμη κι αν το 40% της παραγωγής προέρχεται από μηδενικό κόστος (ήλιο/άνεμο), η τιμή της ημέρας μπορεί να καθορίζεται από το κόστος φυσικού αερίου ή τις αγορές ρύπων ή τις γεωπολιτικές εξελίξεις. Η αγορά έτσι αφήνει τον πολίτη να πληρώνει το κόστος της πιο ακριβής «σταγόνας» στο ρεύμα που καταναλώνει. Πέρα από τη χονδρική τιμή, ο τελικός λογαριασμός περιλαμβάνει φόρους, δήμους, ΕΡΤ, τέλη, δίκτυο, όλες αυτές τις «δευτερεύουσες» χρεώσεις που αυξάνουν τον λογαριασμό – όχι κατ’ ανάγκη από το κόστος παραγωγής.
Είναι προφανές ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο «τεχνικό», αλλά και πολιτικό. Χρειάζονται επενδύσεις στο δίκτυο (για να μεταφέρονται τα μεγαβάτ εκεί όπου υπάρχει ζήτηση), αποθήκευση ώστε η περίσσεια να αποθηκεύεται και να απελευθερώνεται όταν χρειάζεται, και μεταρρύθμιση της αγοράς ώστε οι ΑΠΕ να αποτυπώνουν πραγματικά την αξία τους στην τιμή. Η «δωρεάν» ενέργεια από ΑΠΕ υπήρξε επικοινωνιακός μύθος με βάση μια τεχνική αλήθεια. Η ηλιακή και η αιολική ενέργεια έχουν πολύ χαμηλό κόστος. Ομως το σύστημα τιμολόγησης, οι φόροι, οι ρυθμιστικές χρεώσεις, η υποδομή, οι αγορές και οι «αγορές» καθιστούν το όνειρο του φθηνού ρεύματος ημιτελή υπόσχεση. Οπως συχνά συμβαίνει στην Ελλάδα, το πρόβλημα δεν είναι η τεχνολογία, αλλά το πώς τη βάζουμε να δουλέψει ή αν αφήνουμε να σαπίζει σε ένα παλιό, αδύναμο δίκτυο. Αν θέλουμε πραγματικά φθηνό ρεύμα, να αρχίσουμε να επενδύουμε σε δίκτυα, αποθήκευση, διαφάνεια στην αγορά και να μειωθούν τα φορολογικά βάρη στον καταναλωτή.
Μέχρι τότε, το «φθηνό» θα παραμένει ωραίο σύνθημα για αφελείς και όχι για τον λογαριασμό του μήνα.
*Από newmoney.gr