Μόλις την περασμένη εβδομάδα η άφιξή της καθυστέρησε εκ νέου, εξαιτίας των κομματικών αντιπαραθέσεων στη Γερουσία, που εμπόδισαν την ολοκλήρωση σειράς επικυρώσεων. Ωστόσο, αυτό ουσιαστικά συνιστά κριτική για το παρελθόν. Κοιτώντας στο μέλλον, στόχος είναι η περαιτέρω ενίσχυση των διμερών σχέσεων και η ανάδειξη του καίριου ρόλου της Ελλάδας σε μια εύφλεκτη περιοχή.
Η Γκίλφοϊλ δείχνει έτοιμη να ανταποκριθεί σε αυτόν. Μπορεί να μην προέρχεται από το διπλωματικό σώμα, αλλά διαθέτει πολιτικό ένστικτο, μαθαίνει γρήγορα και έχει ισχυρή προσωπικότητα, χαρακτηριστικά που μπορούν να τη βοηθήσουν να διασφαλίσει την περαιτέρω ενίσχυση μιας ήδη ισχυρής συμμαχίας που έχει αντέξει στη δοκιμασία του χρόνου. Πέρα από τον ξεχωριστό δεσμό ανάμεσα στην πρώτη δημοκρατία στην Ιστορία και την ισχυρότερη στον πλανήτη σήμερα, οι σχέσεις ΗΠΑ – Ελλάδας είναι από γεωπολιτική άποψη πολύ χρήσιμες, όχι μόνο για τις δύο χώρες όσο και για την ευρύτερη περιοχή της Νότιας Ευρώπης και της Αν. Μεσογείου. Πρόκειται για μια αμοιβαία επωφελή στρατηγική σχέση, που έχει αναπτυχθεί υπό διαδοχικές κυβερνήσεις με πολύ διαφορετικό ιδεολογικό προσανατολισμό και από τις δύο πλευρές.
Η κατάθεση της Γκίλφοϊλ ενώπιον της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας τον περασμένο μήνα εξελίχθηκε με επιτυχία. Τοποθετήθηκε επαρκώς επί των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, της Τουρκίας, καθώς και του τριμερούς σχήματος Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ, ενώ κατέστησε σαφές το ενδιαφέρον της Ουάσιγκτον για την αυξανόμενη αξία του λιμανιού του Πειραιά, το οποίο η Κίνα ενέταξε στο παγκόσμιο στρατηγικό της όραμα και στο οποίο επένδυσε αναλόγως, πριν από περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια.
Η πρώην παρουσιάστρια ειδήσεων και πρώην εισαγγελέας φάνηκε καλά προετοιμασμένη όταν απάντησε σε ερωτήσεις γερουσιαστών και από τα δύο κόμματα –των Ρεπουμπλικανών Τζιμ Ρις και Τζον Μπαράσο, καθώς και των Δημοκρατικών Κρις βαν Χόλεν, Κόρι Μπούκερ και Κρις Κουνς–, οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με την περιοχή και αναγνωρίζουν την ευρύτερη συμβολή της Ελλάδας. Εδωσε έμφαση στην οικονομική συνεργασία και στις επενδύσεις, όπως και στις διμερείς αμυντικές σχέσεις, επισημαίνοντας ότι η Ελλάδα έχει ήδη προχωρήσει –και πρόκειται να συνεχίσει να το πράττει και στο εγγύς μέλλον– σε αγορές προηγμένου αμερικανικού στρατιωτικού εξοπλισμού.
Παράλληλα, και εξίσου σημαντικό, αναφερόμενη στις ελληνοτουρκικές σχέσεις επέλεξε να μην τονίσει την αξία του διεθνούς δικαίου, αλλά τις διαπραγματευτικές ικανότητες του Τραμπ για την εξεύρεση ειρηνικών λύσεων σε περιφερειακές διαφορές – μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση που μπορεί να αποδειχθεί αμφιλεγόμενη ή καθοριστική, ανάλογα με τις εξελίξεις.
Από την εφημερίδα 'Η Καθημερινή'