και οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις διαμορφώνουν ένα περίπλοκο και απαιτητικό περιβάλλον για πλοιοκτήτες, ναυλωτές και προμηθευτές καυσίμων.
Από το πετρέλαιο στο μέλλον: Καύσιμα υπό πίεση
Η ναυτιλία παραδοσιακά εξαρτάται από το Heavy Fuel Oil (HFO) – ένα φθηνό αλλά περιβαλλοντικά επιβαρυντικό καύσιμο. Η εφαρμογή του κανονισμού IMO 2020, που επέβαλε όριο στο θείο των ναυτιλιακών καυσίμων στο 0,5%, αποτέλεσε σημείο καμπής. Οι πλοιοκτήτες αναγκάστηκαν να επιλέξουν μεταξύ των scrubbers, και της χρήσης καυσίμου με χαμηλή περιεκτικότητα σε θείο (VLSFO) ή της μετάβασης σε εναλλακτικές λύσεις όπως LNG (υγροποιημένο φυσικό αέριο).
Όμως το βλέμμα είναι στραμμένο στο μέλλον: πράσινη αμμωνία, μεθανόλη, υδρογόνο και συνθετικά καύσιμα αποτελούν σήμερα υποψήφιες λύσεις για την απανθρακοποίηση της ναυτιλίας. Παρά τις υποσχέσεις τους, οι τεχνολογικές, οικονομικές και προκλήσεις στις υποδομές παραμένουν σημαντικές. Οι ναυτιλιακές εταιρείες καλούνται να επενδύσουν σε νέα πλοία, να προβλέψουν τη νομοθεσία της επόμενης δεκαετίας και να αξιολογήσουν τη διαθεσιμότητα των καυσίμων στους βασικούς λιμένες του κόσμου.
Γεωπολιτικές μεταβλητές και αστάθεια στην τροφοδοσία
Η διεθνής κρίση εφοδιασμού, αποτέλεσμα της πανδημίας αλλά και των συνεχιζόμενων συγκρούσεων όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία και η πρόσφατη ένταση στη Μέση Ανατολή, έχει αναδείξει την ευθραυστότητα των παγκόσμιων αλυσίδων καυσίμου. Οι αγορές Bunkering επηρεάζονται άμεσα από την τιμή του πετρελαίου, τις κυρώσεις, την πειρατεία και τους περιορισμούς στη διακίνηση πλοίων σε περιοχές υψηλού ρίσκου.
Παράλληλα, η άνοδος της Κίνας, η αναδιάταξη της ενεργειακής στρατηγικής της Ευρώπης και οι επενδύσεις της Μέσης Ανατολής σε τεχνολογίες "καθαρών" καυσίμων, μεταβάλλουν τον χάρτη της ναυτιλιακής ενέργειας. Λιμάνια όπως η Σιγκαπούρη, το Ρότερνταμ και το Φουτζέιρα εξελίσσονται σε κόμβους πολυκαυσίμων, ενώ η Ανατολική Μεσόγειος (συμπεριλαμβανομένου και της Ελλάδας) καλείται να παίξει νέο ρόλο στον ενεργειακό ανεφοδιασμό.
Ευκαιρίες για την Ελλάδα: Ο ρόλος του Πειραιά και των Ελλήνων εφοπλιστών
Η ελληνική ναυτιλία, διατηρώντας την πρωτοκαθεδρία στον παγκόσμιο στόλο (πάνω από το 20% σε χωρητικότητα dwt), διαθέτει τόσο την ισχύ όσο και την εμπειρία να πρωταγωνιστήσει στις εξελίξεις. Το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο, παραδοσιακά ευέλικτο και διορατικό, ήδη επενδύει σε νέες τεχνολογίες καυσίμων, σε πλοία dual-fuel και σε "πράσινα" έργα μετασκευής.
Ο Πειραιάς, ως διαμετακομιστικός κόμβος και λιμένας ανεφοδιασμού, μπορεί να αναδειχθεί σε κέντρο καινοτομίας και πράσινης ναυτιλίας, αρκεί να υπάρξει μακροπρόθεσμος σχεδιασμός και στήριξη από την πολιτεία. Επενδύσεις σε υποδομές LNG, σε αμμωνία και μεθανόλη, σε τεχνογνωσία αλλά και ανθρώπινο δυναμικό, είναι απαραίτητες για να καταστεί ο Πειραιάς "πράσινος λιμένας" ευρωπαϊκών προδιαγραφών.
Η νέα ατζέντα βιωσιμότητας
Το 2023 ο IMO υιοθέτησε νέους στόχους για τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου από τα πλοία, θέτοντας χρονικούς ορίζοντες για την πλήρη απαλλαγή από τον άνθρακα. Η νέα στρατηγική επιβάλλει επενδύσεις όχι μόνο στα πλοία, αλλά και στο οικοσύστημα γύρω από αυτά: digitalization, αξιολόγηση ενεργειακής απόδοσης (EEXI, CII), "έξυπνοι” λιμένες και πράσινη χρηματοδότηση είναι το νέο λεξιλόγιο του ναυτιλιακού κλάδου.
Οι ναυτιλιακές εταιρείες δεν καλούνται πλέον απλώς να είναι ανταγωνιστικές. Πρέπει να αποδείξουν τη βιωσιμότητά τους, την προσαρμοστικότητα τους στις αλλαγές, και την κοινωνική τους υπευθυνότητα.
Συμπεράσματα
Το εμπόριο καυσίμων στη ναυτιλία, άλλοτε παραδοσιακός τομέας με χαμηλή μεταβλητότητα, μετατρέπεται σε νευραλγικό και απρόβλεπτο πεδίο στρατηγικής. Η μετάβαση σε ένα πιο καθαρό ενεργειακό μοντέλο είναι αναπόφευκτη, αλλά και γεμάτη προκλήσεις. Οι διεθνείς παίχτες αναπροσαρμόζουν τις πολιτικές τους, οι επενδυτές αναζητούν προοπτικές και η τεχνολογία υπόσχεται λύσεις – όχι πάντα προσιτές ή άμεσα εφαρμόσιμες.
Η ελληνική ναυτιλία, με ισχυρή κληρονομιά αλλά και ευθύνη για το μέλλον, καλείται να ηγηθεί αυτής της μετάβασης. Όχι απλώς ως μεταφορέας, αλλά ως φορέας αλλαγής.
*Ο Χριστόφορος Υφαντίδης είναι Διευθύνων Σύμβουλος της Finecor Oil Bunkering s.a
Από το Capital.gr