Ισχυρές επιδόσεις στις ΑΠΕ, με «κενά» ωστόσο στην απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο, τη μείωση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και σε θέματα εξοικονόμησης ενέργειας και «net-zero industry», παρουσιάζει ο απολογισμός τριετίας της Κομισιόν για την εφαρμογή του ευρωπαϊκού προγράμματος REPowerEU.
Όπως αποτυπώνεται σε σχετική έκθεση που δημοσιεύτηκε την Παρασκευή, η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των πρωταθλητών στη διείσδυση των ΑΠΕ, με το μερίδιο της «πράσινης» ενέργειας να φτάνει το 50% στο ενεργειακό μίγμα της χώρας το 2024, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος «έκλεισε» στο 47%. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, η εγκατεστημένη ισχύ έργων ΑΠΕ κατέγραψε αύξηση 17,5% το 2024, φτάνοντας τα 18.231 MW.
Τον τόνο έδωσαν τα φωτοβολταϊκά με νέα έργα συνολικής ισχύος 2.5 GW και ακολούθησαν τα αιολικά με 125 MW σε επίπεδο έτους. Συνυπολογίζοντας και τις περσινές προσθήκες, το συνολικό χαρτοφυλάκιο των φωτοβολταϊκών υπολογίζεται σε 9.269 MW έναντι 5.527 MW για τα αιολικά.
Σημειώνεται, όπως έγραψε σε προηγούμενο ρεπορτάζ της η «Ν», ότι η εν λόγω ανισορροπία ανάμεσα στις δύο τεχνολογίες συνιστά εκ των βασικών θεμάτων προβληματισμού για την πορεία της ενεργειακής μετάβασης, ιδιαίτερα από τη σκοπιά της βιωσιμότητάς της, με την Ελληνική Επιστημονική Ένωση Αιολικής Ενέργειας σε πρόσφατη συνάντηση με δημοσιογράφους να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, λέγοντας ότι η εν λόγω ανισορροπία επιφέρει σοβαρό κόστος και ρίσκα για τη λειτουργία του ηλεκτρικού συστήματος.
Σε κάθε περίπτωση και κρίνοντας από την «τροχιά» της αγοράς, όσο και από την απουσία τυχόν αντίμετρων εκ μέρους του ΥΠΕΝ, η περσινή εικόνα αναμένεται να επαναληφθεί και φέτος, με τα φωτοβολταϊκά να «κλείνουν» το έτος με σχεδόν 3 GW νέα έργα και τα αιολικά να ενισχύονται με περίπου 900 MW, όπως αναφέρουν σχετικές εκτιμήσεις.
Τιμές
Επί της συνολικής εικόνας, η λιανική τιμή ρεύματος για τα νοικοκυριά εμφανίζεται να κινείται σε χαμηλότερα επίπεδα έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ήτοι 22,7 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα για το 2024, παρουσιάζοντας απόκλιση 21% από τη μέση τιμή σε επίπεδο Ε.Ε.
Η διαφορά, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, οφείλεται στα χαμηλότερα κόστη δικτύου σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, όπως αντίστοιχα και στα μικρότερα τέλη και χρεώσεις έναντι πάλι του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί, όπως σχολιάζουν πηγές της αγοράς, ότι το ανταγωνιστικό σκέλος της τιμής (δηλαδή το μέρος της τιμής που αφορά αμιγώς την ηλεκτρική ενέργεια) παραμένει υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, γεγονός που υπενθυμίζει το πρόβλημα περί αποτύπωση της φθηνής «πράσινης» ενέργειας στην τελική τιμή του καταναλωτή, πράγμα που ακόμη δεν έχει συμβεί στον βαθμό που θα έπρεπε.
Στην περίπτωση των μη οικιακών καταναλωτών, οι τιμές λιανικής στην Ελλάδα κινούνται στα επίπεδα του ευρωπαϊκού μέσου όρου, δηλαδή στα 16,6 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα. Η γενική εικόνα ως προς τη «διάρθρωση» της τιμής στα μη οικιακά τιμολόγια είναι ανάλογη με τα οικιακά τιμολόγια, όπου το κόστος ενέργειας και προμήθειας είναι υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, το οποίο, όμως, αντισταθμίζεται από χαμηλότερες χρεώσεις δικτύου, καθώς και χαμηλότερες λοιπές χρεώσεις και φόρους, φέρνοντας το τελικό νούμερο στο ύψος του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Τέλος, προς τα κάτω κινήθηκαν και οι τιμές του φυσικού αερίου το 2024 σε σχέση με το 2023, με τους οικιακούς καταναλωτές να βλέπουν μείωση 29% και τους μη οικιακούς 25% από χρόνο σε χρόνο. Η μέση τιμή της χονδρικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας για το 2024 διαμορφώθηκε στα 100,7 ευρώ ανά Μεγαβατώρα, κατατάσσοντας την Ελλάδα στην έκτη ακριβότερη αγορά στην Ε.Ε., με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να διαμορφώνεται στα 84,7 ευρώ ανά Μεγαβατώρα.
Το ρωσικό αέριο
Άλλο στοιχείο που έχει ενδιαφέρον στον απολογισμό της Κομισιόν για την υλοποίηση του προγράμματος REPowerEU αφορά το κομμάτι των εισαγωγών αερίου. Σημειώνεται ότι η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των 10 χωρών της Ε.Ε. που εισάγουν ακόμα ρωσικό αέριο, το οποίο εξακολουθεί να καταλαμβάνει υψηλό ποσοστό στο μίγμα των εισαγωγών της, παρά την αύξηση των εισαγωγών LNG.
Σύμφωνα με διαθέσιμα στοιχεία, το ρωσικό αέριο «καλά κρατεί» στο εγχώριο ενεργειακό μίγμα, με την Ελλάδα να μετράει 40,3% των εισαγωγών της από Ρωσία το πεντάμηνο Ιανουάριος - Μάιος 2025. Από την πλευρά της η Κομισιόν αναγνωρίζει τις προσπάθειες της χώρας για διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασμού, «χαιρετίζοντας» την ολοκλήρωση του διασυνδετήριου αγωγού Ελλάδας-Βουλγαρίας (IGB) και του τερματικού σταθμού LNG στην Αλεξανδρούπολη, καθώς και τη στροφή της ελληνικής αγοράς στα φορτία LNG που ανοίγουν «παράθυρο» προς την παγκόσμια αγορά.