Εν μέσω της πολύωρης ενασχόλησής του με το τι θα αναρτήσει τα social media, ο Αμερικανός Πρόεδρος επέστρεψε στο αγαπημένο του καθήκον, την ακύρωση των πολιτικών του προκατόχου του, Τζο Μπάιντεν. Πιο πρόσφατα, κατήργησε τις χρηματικές εγγυήσεις που όφειλαν να παρέχουν οι παραγωγοί υδρογονανθράκων προκειμένου να καλύψουν το δυνητικό κόστος παροπλισμού των υποδομών εξόρυξης. Το συνολικό κόστος του κανονισμού έφτανε τα 7 δισεκατομμύρια δολάρια και αφορούσε σε επιχειρήσεις που δεν είχαν εξασφαλίσει την επενδυτική βαθμίδα ή δεν διαχειρίζονταν επαρκή υφιστάμενα κοιτάσματα. Οι εταιρείες αυτές όφειλαν να εκδώσουν ομόλογα ώστε το αμερικανικό δημόσιο, και κατά προέκταση οι φορολογούμενοι, να μην αναγκαστούν να καλύψουν τα έξοδα παροπλισμού των εξορύξεων.
Η κυβέρνηση Τραμπ δήλωσε πως ο κανονισμός Μπάιντεν θα αντικατασταθεί με κάποια άλλη ρύθμιση, χωρίς όμως να αναφέρει περισσότερες λεπτομέρειες. Δεδομένης της επιθυμίας του Προέδρου Τραμπ να απορρυθμίσει τους τομείς της οικονομίας όπου δραστηριοποιούνται οι υποστηρικτές του, είναι απίθανο πως θα επιβάλει κάποια αυστηρά μέτρα στο μέλλον. Επιπροσθέτως, οι παραγωγοί ορυκτών καυσίμων, και ειδικά πετρελαίου, είναι εξαιρετικά δυσαρεστημένοι με τις πολιτικές Τραμπ, καθώς η πτώση των τιμών και το χάος στις εφοδιαστικές αλυσίδες έχει πλήξει τα κέρδη τους. Ως εκ τούτου, η κατάργηση ενός “περιορισμού” που δυσχέραινε τη δράση των επιχειρήσεων αυτών μπορεί να θεωρηθεί ως μία κίνηση καλής θέλησης.
Για τους επικριτές του Τραμπ, η ακύρωση των εγγυήσεων σημαίνει πως το ομοσπονδιακό κράτος ή οι πολιτείες θα αναγκάζονται να πληρώνουν ώστε να καθαρίζουν τα πρώην πεδία εξορύξεων. Αυτό θα μπορούσε να επιβαρύνει ιδιαίτερα τους τοπικούς προϋπολογισμούς, ειδικά στις παραδοσιακά Ρεπουμπλικανικές πολιτείες που δυσκολεύονται να καλύψουν τις ανάγκες τους χωρίς την ομοσπονδιακή συμβολή.