Κορυφαίες επιχειρήσεις της ιαπωνικής αυτοκινητοβιομηχανίας, μεταξύ αυτών η Toyota, η Suzuki, και η Honda, κάνουν ένα μεγάλο άνοιγμα προς την ινδική αγορά με στόχο να αντισταθμίσουν τον κινεζικό ανταγωνισμό. Πιο συγκεκριμένα, η Toyota, η μεγαλύτερη κατασκευάστρια αυτοκινήτων διεθνώς, έχει ανακοινώσει νέες επενδύσεις ύψους 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην Ινδία, με στόχο να αυξήσει το μερίδιό της από το 8% στο 10% μέχρι το 2030. Ανάμεσα στα σχέδια του ιαπωνικού κολοσσού, ο οποίος συνεργάζεται με ινδικές επιχειρήσεις, είναι η ανάπτυξη της υφιστάμενης γραμμής παραγωγής και η δημιουργία μίας νέας, κάτι που θα βοηθήσει το συνολικό output να ξεπεράσει το 1 εκατομμύριο οχήματα ετησίως.

Τα μερίδια των αυτοκινητοβιομηχανιών στην ινδική αγορά. Πηγή: Go Digit.
Η Suzuki, η οποία ηγείται της ινδικής αγοράς με μερίδιο που προσεγγίζει το 40%, έχει ανακοινώσει επενδύσεις που φτάνουν τα 8 δισεκατομμύρια δολάρια. Δεδομένης της δεσπόζουσας θέσης της, η Suzuki επιθυμεί να εδραιώσει την κυριαρχία της, ενισχύοντας την υφιστάμενη παραγωγή της από τα 2,5 εκατομμύρια οχήματα ετησίως στα 4 εκατομμύρια. Επίσης συνεργαζόμενη με τοπικούς εταίρους, η Suzuki δεν στοχεύει απλώς να εγγυηθεί τη δημοφιλία της στους Ινδούς πελάτες, αλλά να αξιοποιήσει τη χώρα και ως εξαγωγικό κόμβο, λαμβάνοντας υπόψη τις γεωπολιτικές εξελίξεις.
Σε αντίθεση με τις άλλες δύο, η Honda ελέγχει το 100% των δραστηριοτήτων της στην Ινδία. Ο ιαπωνικός κολοσσός ήδη κυριαρχεί στον κλάδο των δίκυκλων μηχανών, έναν εξαιρετικά επικερδή τομέα στην ινδική αγορά. Καθώς όμως η χώρα αναπτύσσεται και το μέσο εισόδημα αυξάνεται, η Honda ενδιαφέρεται πλέον και για τα τετράκυκλα αυτοκίνητα. Παράλληλα, η επιχείρηση επιθυμεί να αναδείξει την Ινδία σε εξαγωγικό κέντρο για την περιοχή, ειδικά για τα ηλεκτρικά οχήματά της.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, οι ιαπωνικές αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν επταπλασιάσει τις άμεσες επενδύσεις τους στην Ινδία μεταξύ 2021-2024, αγγίζοντας τα 2 δισεκατομμύρια δολάρια πέρσι— ρεκόρ που θα ξεπεραστεί σύντομα όπως καθίσταται σαφές από τα προαναφερθέντα σχέδιά τους. Η μεταστροφή αυτή δεν συμβαίνει στο κενό, αλλά σχετίζεται άμεσα με την αποεπένδυση στην κινεζική αγορά, η οποία έχει μειωθεί κατά 83% το διάστημα 2021-2024. Πέραν του εντεινόμενου ανταγωνισμού μέχρις εσχάτων εντός της Κίνας εξαιτίας των εγχώριων κατασκευαστών, υπάρχουν και άλλοι λόγοι που είναι τόσο οικονομικοί, όσο και γεωπολιτικοί.
Αρχικά, η Ινδία είναι μία από τις λίγες χώρες που μπορεί να συγκριθεί με την Κίνα όσον αφορά το κόστος παραγωγής και εργασίας, μολονότι έπεται σημαντικά στο ζήτημα των εφοδιαστικών αλυσίδων και των υποδομών μεταφοράς. Για να ισορροπήσει αυτά τα μειονεκτήματα, η κυβέρνηση του Ναρέντρα Μόντι παρέχει μία σειρά κινήτρων στους επενδυτές, προσπαθώντας να διατηρήσει τα εντυπωσιακά ποσοστά ανάπτυξης που κινούνται στο 8%. Μεταξύ των πολιτικών πρωτοβουλιών και ο προστατευτισμός κατά του κινεζικού ανταγωνισμού. “Κουμπώνοντας” τη γεωπολιτική ατζέντα με την οικονομική, το Νέο Δελχί έχει αποκλείσει τις φθηνές κινεζικές εισαγωγές, κάτι που έχει οδηγήσει στην ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανίας. Το 2024, η Ινδία κατασκεύασε 5 εκατομμύρια αυτοκίνητα, εξάγοντας περίπου τα 800.000.
Με τις ιαπωνικές επενδύσεις και τις ινδικές αυτοκινητοβιομηχανίες όπως οι Tata Motors και Mahindra & Mahindra να μην μένουν πίσω, η Ινδία βρίσκεται στην ιδανική θέση να εκμεταλλευτεί τον εμπορικό πόλεμο εκ μέρους της Δύσης και κατά της Κίνας. Επί του παρόντος, η κυβέρνηση Μόντι προσπαθεί να οριστικοποιήσει δύο κομβικές εμπορικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, κάτι που θα της επιτρέψει να καλύψει τα κενά που αφήνει ο αποκλεισμός της Κίνας. Για τους θιασώτες του «Ινδο-Ειρηνικού», η συνεργασία των δύο πλευρών δεν είναι απλώς αμοιβαία ωφέλιμη, αλλά και κρίσιμη για την περιθωριοποίηση της Κίνας.