κάτω από τα 60 δολάρια ανά βαρέλι, με ποσοστιαίες ενδοσυνεδριακές απώλειες που κυμαίνονται μεταξύ 3-4%. Σημειώνουμε ότι στις 30 Μαΐου 2022 η τιμή του Brent έφθασε στα 117,60 δολάρια ανά βαρέλι και μερικές εβδομάδες αργότερα, στα 119,91 δολάρια ανά βαρέλι!
Όσον για τις τιμές διάθεσης της αμερικανικής ποικιλίας, WTI, έχουν υποχωρήσει στα όρια των 56 δολαρίων ανά βαρέλι, με ποσοστιαίες απώλειες 3,81%.

(Τιμές Brent τελευταίων τριών ετών. Πηγή: FT.com)
Οκτώ χώρες-μέλη του OPEC+ αποφάσισαν να αυξήσουν την παραγωγή τους κατά 411.000 βαρέλια την ημέρα, από τον Ιούνιο. Μεταξύ αυτών των χωρών συμπεριλαμβάνονται η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία.
Αυτή η απόφαση προκαλεί αίσθηση στους αναλυτές, καθώς έπεται της ραγδαίας διολίσθησης των τιμών του αργού εξαιτίας ενός συνδυασμού ανησυχιών για πιθανή υπερπροσφορά και οικονομικής επιβράδυνσης, λόγω των εμπορικών πολιτικών της νέας ηγεσίας του Λευκού Οίκου.
Η κίνηση του διεθνούς καρτέλ να αντλήσει εκ νέου περισσότερο πετρέλαιο εν μέσω μιας καθοδικής αγοράς σηματοδοτεί μια σημαντική αλλαγή προσέγγισης, δήλωσε πρώην στέλεχος του OPEC ο οποίος μεταπήδησε στην εταιρεία συμβούλων ενέργειας, Rystad.
«Ο OPEC+ μόλις έριξε μια βόμβα στην αγορά πετρελαίου», είπε, χαρακτηριστικά και πρόσθεσε: «Η απόφαση του περασμένου μήνα ήταν μια κλήση αφύπνισης. Η τωρινή είναι ένα οριστικό μήνυμα ότι το καρτέλ υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας αλλάζει στρατηγική και επιδιώκει να ανακτήσει μερίδιο αγοράς ύστερα από αρκετά χρόνια μείωσης της παραγωγής».
Πράγματι, από το 2022, ο OPEC+ είχε μειώσει τη συλλογική παραγωγή κατά σχεδόν 6 εκατ. βαρέλια ημερησίως, με απώτερο σκοπό να τονώσει τις τιμές, μια στρατηγική που είχε ως αποτέλεσμα στην αρχή να διατηρηθούν οι τιμές του αργού πάνω από τα 90 δολάρια ανά βαρέλι για σχεδόν το σύνολο του 2022. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα αυτού του μέτρου έχει ατονήσει εν μέσω συνθηκών υποτονικής ζήτησης, αυξανόμενης παραγωγής των ΗΠΑ και χαλαρής πειθαρχίας στις ποσοστώσεις μεταξύ των μελών του καρτέλ.
Όπως γράφουν οι Financial Times, οι εντάσεις στο εσωτερικό του OPEC+ έχουν αυξηθεί, ιδίως με το Καζακστάν, που έχει επεκτείνει την παραγωγή από το κοίτασμα Tengiz, το οποίο διαχειρίζεται η Chevron και ανέφερε, επιπλέον, ότι θα δώσει προτεραιότητα στα «εθνικά συμφέροντα» έναντι των συλλογικών ποσοστώσεων.
Η αντίδραση του Ριαντ ήταν να αρχίσει να αίρει τους περιορισμούς της παραγωγής, και να πιέζει για περαιτέρω αυξήσεις των ημερήσιων ποσοστώσεων.
Είναι χαρακτηριστικό του κλίματος που επικρατεί στο αραβικό βασίλειο, ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αισθάνονται απογοητευμένοι από το γεγονός ότι έχει μειώσει την εγχώρια παραγωγή κατά 2 εκατ. βαρέλια ανά ημέρα, από το 2022, και επωμίζεται το μεγαλύτερο τμήμα των περικοπών της παραγωγής, όταν άλλα μέλη, συμπεριλαμβανομένων του Καζακστάν και του Ιράκ, αντλούν σταθερά πάνω από τις ποσοστώσεις τους.
Ορισμένοι αναλυτές αμφισβητούν ωστόσο, εάν και κατά πόσο το νέο πετρέλαιο που θα αντληθεί θα φτάσει τελικά, στην αγορά.
Εν τω μεταξύ, οι μεγάλοι χρηματοοικονομικοί όμιλοι έπιασαν αμέσως δουλειά και σπεύδουν να ανακοινώσουν τις νέες προβλέψεις τους για τις τιμές του πετρελαίου έως το τέλος του έτους που διανύουμε.
Η Goldman Sachs μείωσε την πρόβλεψή της για τις τιμές του Brent κατά 5 δολάρια, στα 66 δολάρια ανά βαρέλι και στα 62 δολάρια για το WTI.
Η Standard Chartered ανέφερε επίσης ότι μειώνει τις δικές της προβλέψεις για το Brent, κατά 16 δολάρια, στα 61 δολάρια ανά βαρέλι για φέτος, και στα 78 δολάρια ανά βαρέλι για το 2026.
Τέλος, η JPMorgan αυξάνει τις πιθανότητες μιας παγκόσμιας ύφεσης στο 60% για το τρέχον έτος, ενώ η S&P Global προειδοποιεί ότι η αύξηση της ζήτησης πετρελαίου θα μπορούσε να μειωθεί μέχρι και κατά 500.000 βαρέλια ανά ημέρα.
Τουλάχιστον, αυτές οι ειδήσεις έχουν «συγκινήσει» την ελληνική αγορά υγρών καυσίμων, με τις μέσες τιμές της αμόλυβδης βενζίνης των 95 οκτανίων να διατίθενται στα πρατήρια του Νομού Αττικής, προς 1,677 ευρώ ανά λίτρο.