Αυτό γιατί τα έργα εξόρυξης και επεξεργασίας ορυκτών απαιτούν πολύ χρόνο και μεγάλα κεφάλαια. Με αυτό το βασικό δεδομένο, υπάρχουν μία σειρά άλλων εμποδίων που σίγουρα υπάρχουν.
Πρώτον, τα αποθέματα κρίσιμων ορυκτών της Ουκρανίας παραμένουν εν πολλοίς άγνωστα, με τα πιο πρόσφατα στοιχεία να προέρχονται ακόμα και από τη Σοβιετική εποχή. Με άλλα λόγια, πριν από οποιαδήποτε επένδυση, θα πρέπει να πραγματοποιηθούν εκτενείς έρευνες ώστε να εξακριβωθεί η ύπαρξη κοιτασμάτων. Δεύτερο, μεγάλο μέρος των υποδομών της Ουκρανίας έχει καταστραφεί ή πληγεί μετά από τρία και πλέον χρόνια πολέμου— έντεκα στις ανατολικές περιοχές όπου οι συγκρούσεις ξεκίνησαν το 2014. Ακόμα και οι υφιστάμενες υποδομές δεν είναι σύγχρονης κατασκευής, αλλά πολλές από αυτές είχαν κατασκευαστεί πριν το 1991. Τρίτο, αρκετά από τα εδάφη όπου υπάρχουν εκτιμήσεις για κοιτάσματα ορυκτών βρίσκονται υπό ρωσικό έλεγχο επί του παρόντος, ενώ δεν πρέπει να υποτιμά κανείς και τις ζώνες που έχουν ναρκοθετηθεί στις περιοχές του μετώπου.
Πέραν αυτών, το μεγάλο κόστος των συγκεκριμένων επενδύσεων συνεπάγεται πως τα όποια αποθέματα εντοπιστούν τελικά θα πρέπει να είναι αρκετά κερδοφόρα ώστε να αξιοποιηθούν από τους επενδυτές. Παράλληλα, οι επενδυτές θα πρέπει να αποδεχθούν πως οι ακριβές επενδύσεις τους θα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή ενός γεωπολιτικού ρήγματος, το οποίο μπορεί να ενεργοποιηθεί ανά πάσα στιγμή. Φυσικά, όλα αυτά τα δυνητικά εμπόδια δεν περιλαμβάνουν προβλήματα που μπορούν να προκύψουν σε κάθε χώρα, από γραφειοκρατικές καθυστερήσεις, έλλειψη χρηματοδότησης, και μειωμένη ζήτηση των προϊόντων. Για παράδειγμα, η αμερικανική Albemarle έχει πατήσει φρένο στην επένδυση 1,3 δις δολαρίων για μία μονάδα επεξεργασίας λιθίου επί αμερικανικού εδάφους καθώς οι τιμές του άλατος είναι πολύ χαμηλές αυτή την περίοδο.
Η πραγματικότητα της αγοράς δεν έχει σταματήσει τις ηγεσίες των δύο χωρών από το να θριαμβολογούν για την υπογραφή της συμφωνίας. Για την Ουάσιγκτον, αυτή είναι η πρώτη μεγάλη «διεθνής επιτυχία» του Προέδρου Τραμπ, τα υπερφιλόδοξα σχέδια του οποίου παραμένουν ανεπιτυχή προς το παρόν, τόσο στο εξωτερικό, όσο και στο εσωτερικό. Για το Κίεβο, αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να συνεχιστεί η αμερικανική βοήθεια προς τις ουκρανικές δυνάμεις, οι οποίες βρίσκονται σε πολύ δυσχερή θέση τους τελευταίους μήνες.
Εντέλει, η υπογραφή της συμφωνίας μοιάζει περισσότερο με μία δικαιολογία ώστε ο Αμερικανός Πρόεδρος να σταματήσει να ασχολείται με το ζήτημα της Ουκρανίας, χωρίς οι ΗΠΑ να εγκαταλείψουν εντελώς τη σύγκρουση.