Ποιο το Καλό, Ποιο το Κακό και Ποιο το Διάφορό τους;

Ποιο το Καλό, Ποιο το Κακό και Ποιο το Διάφορό τους;
του Θεόδωρου Παντούλα*
Δευ, 1 Απριλίου 2024 - 17:24

Ως παιδί της πόλης με εντυπωσίαζαν τα σουσούμια της επαρχίας, πριν αυτή υποστεί μετάσταση της αθηναϊκής κακοπραγίας. Με εντυπωσίαζε κι ο πάππος μου, ο Περικλής, που κοιτώντας τον ουρανό με τ’ άστρα προέβλεπε με επιτυχία τον καιρό της επόμενης ημέρας! Λιγόλογος, γιατί ανοιχτομάτης, ο παππούς έλεγε κι ένα σωρό παροιμίες που ηχούσαν κάπως αλλόκοτα στα άμαθα αυτιά μας

«Αν σκιαζόταν ο λύκος τη βροχή, θα ’φτιαχνε και κάπα». Κι επειδή «ο λύκος τρώει από τα μετρημένα», ο παππούς σιγούρευε τα ζωντανά του και την άλλη ημέρα, όπως προέβλεπε, έριχνε νερό με το τσουκάλι, χωρίς όμως να τον πολυπειράζει, αφού «ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται»! 

Στον λα­ϊκό πο­λι­τι­σμό, κι ο παππούς μου, όπως θα καταλάβατε, ήταν λαϊκός άνθρωπος, α­φθο­νούσαν οι πα­ροι­μίες και οι πα­ροι­μι­ώ­δεις εκ­φρά­σεις. Αυτές ήταν η παράδοσή μας πριν σκοντάψουμε στην άρνηση ή την υπεράσπισή της – το ίδιο κάνει. Οι παροιμίες ήσαν απλές, αλ­λη­γο­ρι­κές, ε­νί­οτε έμ­με­τρες, βρα­χύλο­γες, αλλά πε­ρι­ε­κτι­κές προτάσεις. Σήμερα είναι, κυρίως, τεκμήρια συμπεριφορών που δεν είχαν παραιτηθεί από τον ενάρετο βίο, αλλά και τις όποιες αντιφάσεις περιελάμβανε αυτός. Επιπλέον είναι τεκμήρια μιας γλωσσικής πλαστικότητας κι ευθυβολίας που «κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει». 

Η επίκληση των παροιμιών στόλιζε κι ενίσχυε με την παραστατικότητά τους τον κάθε λόγο. Η σοφία τους συμ­πύ­κνω­νε αρχαίες και δοκιμασμένες πα­ρα­δο­χές του κοι­νω­νι­κού σώ­μα­τος που κληρονομούνταν από στόμα σε στόμα κι από γενιά σε γενιά. Ε­πι­πλέον οι πα­ροι­μίες στις α­γράμ­μα­τες ή ο­λι­γο­γράμ­μα­τες κοι­νω­νίες, στις κοινωνίες της προφορικότητας δηλαδή, εί­χαν για χι­λι­ε­τίες σε μεγάλο βαθμό μια παι­δευ­τική βαρύτητα, ο «βιωφελής λόγος» τους ή­ταν ο κα­τε­ξο­χήν τρό­πος δι­α­μοι­ρα­σμού της εμ­πει­ρίας των μεγαλυτέρων της κοινότητας. Ηταν το αντιστύλι όλων στα σκαμπανεβάσματα της ζωής. «Πα­ροι­μία ε­στί πα­ραί­νε­σις προς η­θών δι­α­στρό­φων δι­όρ­θω­σιν», πα­ρα­τη­ρούσε ήδη από το 1813 ο Γι­αν­νι­ώ­της λό­γιος και πρα­μα­τευ­τής Γεώρ­γιος Κρομ­μύ­δης, που μάλ­λον ή­ταν και ο πρώ­τος Νεοέλληνας συλ­λο­γέας τους. Θα ακολουθήσουν πολλοί άλλοι φιλόπονοι συλλογείς –να μνημονεύσουμε τον φιλογενή Παναγιώτη Αραβαντινό αλλά και τον ακάματο Νικόλαο Πολίτη– που θα συλλέξουν με επιμέλεια, θα ερμηνεύσουν με ενάργεια και θα καταδείξουν, όσο εμείς σκοντάφταμε σε αχρείαστα «γλωσσικά ζητήματα», τη στενή και απροκατάληπτη σχέση του υλικού τους με όλες τις περιόδους και τις εκφάνσεις της γλωσσικής μας διαδρομής. 

Το μεταπολεμικό πέ­ρα­σμα στον α­στικό πο­λι­τι­σμό και σε καινοφανείς μαθητείες κα­τέ­στησε πε­ριτ­τές τις παροιμίες. «Αλλοι παπάδες ήρθανε, άλλα Βαγγέλια φέρανε» – χώρια ότι η πλειονότητα των εκριζωμένων δεν ήθελε να φαίνεται πούθε κρατάει η σκούφια της. Ετσι πάει. «Κατά τη γειτονιά και το τραγούδι». Σή­μερα οι περισσότερες από τις παροιμίες, που βρίσκονται στα βιβλία των γραμματικών ως «άυλη πολιτιστική κληρονομιά» πλέον κι όχι στην καθημερινότητά μας, η­χούν σχε­δόν α­κα­τα­νό­η­τες και χρειάζονται τη συνδρομή εξηγήσεων. «Θρέψε λύκο τον χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι»! Τι ακριβώς να καταλάβεις από αυτό; Ο,τι και από τα δημοτικά τραγούδια της ξενιτιάς. Θαυμάζουμε, όσοι θαυμάζουμε, την ποιητική τους, αλλά μένουμε αμέτοχοι της συντριβής τους – για να μην πω ότι μακαρίζουμε τα φευγάτα παιδιά μας. Κάπως έτσι και οι παροιμίες λειτουργούσαν κι αυτές σε ένα υλικό και α­ξι­ακό πε­ρι­βάλ­λον πολύ δι­α­φο­ρε­τικό από το νε­ω­τε­ρικό, με α­πο­τέ­λε­σμα να μη βρί­σκουν αν­τι­στοι­χία στη ση­με­ρινή συν­θήκη. 

Και λο­γικό μου μοιάζει. Σε έ­ναν α­γρο­κτη­νο­τρο­φικό πο­λι­τι­σμό α­φθο­νούν οι κουβέντες για τους λύ­κους που ζη­μί­ω­ναν βο­σκούς και κο­πά­δια. Σε έ­ναν πο­λι­τι­σμό που πι­στεύ­ουμε, λόγου χάρη, ότι τα κρέ­ατα φυ­τρώ­νουν στα ψυ­γεία των πο­λυ­κα­τα­στη­μά­των, οι πα­ροι­μίες για τους λύ­κους, λόγου χάρη και πάλι, η­χούν κε­νές πε­ρι­ε­χο­μέ­νου. Οι λύ­κοι άλ­λω­στε δεν συχνάζουν σε αστικό περιβάλλον, σπανίζουν πλέον και στο φυσικό και βρί­σκον­ται υπό προ­στα­σία. Κατά τα λοιπά όλοι μας έχουμε, ή νομίζουμε τέλος πάντων ότι έχουμε, τρόπο να γνωρίσουμε τι μας ξημερώνει. 

Πράγματι μπορούμε με ευκολία να μάθουμε τον αυριανό καιρό ψάχνοντας στο Διαδίκτυο. 

Στο μεταξύ, όμως, έχουμε ανεπαισθήτως ξεμάθει να κοιτάμε τα αστέρια. 

 
*Ο κ. Θεόδωρος Παντούλας είναι συγγραφέας

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")