«Η Αμερική δεν πρέπει να εγκαταλείψει τον κόσμο που έφτιαξε» τονίζει ο διάσημος δημοσιογράφος Φαρίντ Ζακάρια, οικοδεσπότης της εκπομπής GPS του CNN και αρθρογράφος της Washington Post. Στην εκτενή ανάλυσή του που φιλοξενεί η ηλεκτρονική έκδοση του αμερικανικού περιοδικού Foreign Affairs, o Zακάρια στέκεται στη διαπίστωση ότι οι ΗΠΑ, η μόνη υπερδύναμη του καιρού μας, μοιάζει να αμφισβητεί πλέον αυτή την ιδιότητα.

Αρχίζοντας από τις έρευνες κοινής γνώμης, ο Ζακάρια παραθέτει τα εξής. Το 2018, το 54% των Αμερικανών πίστευαν ότι το 2050 η χώρα τους θα είναι πιο αδύναμη (σύμφωνα με το Pew Research Center), ενώ το 60% ότι θα είναι λιγότερο σημαντική στο διεθνές στερέωμα. Παράλληλα, οι Αμερικανοί που δηλώνουν «ικανοποιημένοι» με την πορεία των πραγμάτων (σύμφωνα με την Gallup) δεν ξεπερνούν το 50% τα τελευταία 20 χρόνια, ενώ αυτή τη στιγμή το ποσοστό βρίσκεται μόλις στο 20%.

O διακεκριμένος δημοσιογράφος παρατηρεί και την αλλαγή προσέγγισης στην πολιτική. Ενώ οι υποψήφιοι πρόεδροι, από τον Τζον Κένεντι μέχρι τον Ρόναλντ Ρίγκαν και τον Μπαράκ Ομπάμα, κέρδιζαν στηριζόμενοι σε μια αισιόδοξη ρητορική, το 2016 η νικηφόρα εκστρατεία του Τραμπ βασιζόταν στην κατήφεια. Ο ίδιος έλεγε πως η οικονομία βρισκόταν σε «θλιβερή κατάσταση» και ότι οι ΗΠΑ είχαν υποστεί «την ασέβεια και τον χλευασμό» στο εξωτερικό. Στην τρέχουσα εκστρατεία του ο Τραμπ μιλάει συχνά για ένα «έθνος σε παρακμή».

Στον αντίποδα, ο Τζο Μπάιντεν μιλούσε συχνά για τις αρετές των Ηνωμένων Πολιτειών πριν τις προεδρικές εκλογές του 2020 και επαναλάμβανε την καθιερωμένη φράση «οι καλύτερες μέρες μας βρίσκονται ακόμη μπροστά μας». Ωστόσο, η κυβερνητική στρατηγική του βασίστηκε στην ιδέα ότι η χώρα ακολούθησε λάθος πορεία, συνεχίζει ο Ζακάρια, ακόμη και κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Ομπάμα μαζί με τον ίδιο τον Μπάιντεν: Ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του προέδρου Μπάιντεν, Τζέικ Σάλιβαν, εξέφρασε το 2023 την ανησυχία του στο Foreign Affairs με την παρακάτω φράση: «Αν και οι ΗΠΑ παρέμειναν η κατεξοχήν δύναμη του κόσμου, ορισμένοι από τους πιο ζωτικούς μύες τους ατροφούν». 

Επιπλέον, πέρα από τις ρητορικές διατυπώσεις, ο Ζακάρια εντοπίζει ότι η πολιτική του Μπάιντεν επιδιώκει να διορθώσει την απίσχναση του βιομηχανικού παραγωγικού ιστού της, με βάση τη λογική ότι οι βιομηχανίες και ο λαός πρέπει να προστατεύονται και να υποστηρίζονται με δασμούς, επιδοτήσεις και άλλα είδη στήριξης.

«Οι οικονομικές πολιτικές της Ουάσινγκτον είναι όλο και πιο αμυντικές, σχεδιασμένες για να προστατεύσουν μια χώρα που υποτίθεται ότι έχει χάσει έδαφος τις τελευταίες δεκαετίες» επισημαίνει ο αρθρογράφος. Ωστόσο, ο ίδιος υποστηρίζει πως οι ΗΠΑ παραμένουν σε πολύ ισχυρή θέση σε σύγκριση με τους κύριους ανταγωνιστές και αντιπάλους τους.

Βεβαίως, η χώρα  αντιμετωπίζει ένα πολύ διαφορετικό διεθνές τοπίο σε σύγκριση με τη δεκαετία του 1990. Ορισμένες δυνάμεις επιδιώκουν ενεργά να αμφισβητήσουν την κυρίαρχη θέση της και την τάξη πραγμάτων που έχει οικοδομηθεί γύρω από αυτές.

«Σε αυτές τις νέες συνθήκες, η Ουάσινγκτον χρειάζεται μια νέα στρατηγική, που να λαμβάνει υπόψη ότι παραμένει μια τρομερή δύναμη αλλά ότι λειτουργεί σε έναν πολύ λιγότερο ήρεμο κόσμο. Η πρόκληση για την Ουάσινγκτον είναι να τρέξει γρήγορα αλλά όχι φοβισμένα. Σήμερα, ωστόσο, παραμένει δέσμια του πανικού και της αυτοαμφισβήτησης» τονίζει ο Ζακάρια.

Εκτιμά δε ότι, παρ’ όλη τη συζήτηση που γίνεται για την αμερικανική δυσλειτουργία και την παρακμή, η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική, ιδίως σε σύγκριση με άλλες πλούσιες χώρες. Και παραθέτει, μεταξύ άλλων, τα εξής στοιχεία:

♦ Το 1990, το κατά κεφαλήν εισόδημα των ΗΠΑ (με όρους αγοραστικής δύναμης) ήταν κατά 17% υψηλότερο από εκείνο της Ιαπωνίας και κατά 24% υψηλότερο από εκείνο της Δυτικής Ευρώπης. Σήμερα είναι κατά 54% και 32% υψηλότερο, αντίστοιχα.

♦ Το 2008, σε τρέχουσες τιμές, οι οικονομίες των ΗΠΑ και της ευρωζώνης είχαν περίπου το ίδιο μέγεθος. Σήμερα η αμερικανική οικονομία είναι σχεδόν διπλάσια σε μέγεθος από την οικονομία της ευρωζώνης.

«Οσοι μιλούν για δεκαετίες αμερικανικής στασιμότητας (…), με ποια προηγμένη οικονομία θα ήθελαν να έχουν ανταλλάξει θέσεις οι Ηνωμένες Πολιτείες τα τελευταία 30 χρόνια;» ερωτά ο δημοσιογράφος και οικοδεσπότης της εκπομπής GPS του CNN.

Συνεχίζοντας, σημειώνει ότι το 1989 οι τρεις από τις δέκα κορυφαίες εταιρείες στον κόσμο ήταν αμερικανικές (και οι άλλες έξι ιαπωνικές), ενώ σήμερα οι εννέα από τις δέκα κορυφαίες είναι αμερικανικές. Επίσης, οι ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου και φυσικού αερίου στον κόσμο – μεγαλύτερος ακόμη και από τη Ρωσία ή τη Σαουδική Αραβία.

Παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ, όπως το υψηλό χρέος, παραμένουν μια πολύ ισχυρή δύναμη. Παρά ταύτα, δεν είναι πια μια δύναμη που κυριαρχεί σε έναν μονοπολικό κόσμο, όπως τη δεκαετία του 1990 – τότε που η Σοβιετική Ενωση κατέρρεε (και η διάδοχός της Ρωσία στην αρχή παρέπαιε), ενώ η Κίνα είχε ακόμη ελάχιστη δύναμη στη διεθνή σκηνή, παράγοντας λιγότερο από το 2% του παγκόσμιου ΑΕΠ.

Το παράδειγμα της Τουρκίας 

Σήμερα, οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν έναν κόσμο με πραγματικούς ανταγωνιστές. «Για να κατανοήσετε τη νέα δυναμική, σκεφτείτε όχι τη Ρωσία ή την Κίνα, αλλά την Τουρκία» σημειώνει ο Ζακάρια και εξηγεί: «Πριν από 30 χρόνια, η Τουρκία ήταν ένας υπάκουος σύμμαχος των ΗΠΑ, εξαρτώμενη από την Ουάσινγκτον για την ασφάλεια και την ευημερία της. Κάθε φορά που η Τουρκία περνούσε μια από τις περιοδικές οικονομικές κρίσεις της, οι ΗΠΑ τη βοηθούσαν να διασωθεί. Σήμερα η Τουρκία είναι μια πολύ πλουσιότερη και πιο ώριμη πολιτικά χώρα, με επικεφαλής έναν ισχυρό, δημοφιλή και λαϊκιστή ηγέτη, τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Αψηφά συστηματικά τις ΗΠΑ, ακόμη και όταν της υποβάλλονται αιτήματα σε υψηλό επίπεδο».

Η Ουάσινγκτον ήταν απροετοίμαστη για αυτή την αλλαγή, τονίζει ο διακεκριμένος δημοσιογράφος. Θυμίζει ότι το 2017 η Τουρκία έκλεισε συμφωνία για την αγορά ενός πυραυλικού συστήματος από τη Ρωσία, τους γνωστούς μας S400, «μια θρασύτατη κίνηση για μέλος του ΝΑΤΟ. Δύο χρόνια αργότερα η Τουρκία ύψωσε και πάλι τη μύτη της στις ΗΠΑ επιτιθέμενη στις κουρδικές δυνάμεις στη Συρία, τους συμμάχους της Αμερικής που μόλις είχαν συμβάλει στην ήττα του Ισλαμικού Κράτους στην περιοχή».

Οι μελετητές συζητούν αν ο κόσμος είναι σήμερα μονοπολικός, διπολικός ή πολυπολικός, και σύμφωνα με τον Ζακάρια υπάρχουν δείκτες που μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει για να υποστηρίξει κάθε περίπτωση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν ωστόσο με διαφορά η πιο ισχυρή χώρα, αν αθροίσει κανείς όλες τις μετρήσεις σκληρής ισχύος. Για παράδειγμα, διαθέτουν 11 αεροπλανοφόρα σε λειτουργία.

Η Κίνα διαθέτει δύο. Η Κίνα είναι σαφώς η δεύτερη μεγαλύτερη δύναμη, ενώ το χάσμα μεταξύ των δύο πρώτων και του υπόλοιπου κόσμου είναι σημαντικό. Ωστόσο, έχει μόνο έναν επίσημο σύμμαχο, τη Βόρεια Κορέα, και μια σειρά άτυπων συμμάχων, όπως η Ρωσία και το Πακιστάν. Ακόμα, τα τελευταία χρόνια οι Δυτικές χώρες έχουν γίνει πιο επιφυλακτικές απέναντι στην αυξανόμενη δύναμη της Κίνας στην τεχνολογία και την οικονομία, και έχουν κινηθεί για να την περιορίσουν.

Επομένως, το παράδειγμα της Κίνας βοηθά κατά τον Ζακάρια ώστε να αποσαφηνιστεί η διαφορά μεταξύ της ισχύος και της επιρροής. Η ισχύς αποτελείται από σκληρούς πόρους –οικονομικούς, τεχνολογικούς και στρατιωτικούς–, ενώ η επιρροή είναι η ικανότητα «να αναγκάζεις μια άλλη χώρα να κάνει κάτι που διαφορετικά δεν θα έκανε. Για να το θέσουμε χονδροειδώς, σημαίνει να κατευθύνεις τις πολιτικές μιας άλλης χώρας προς την κατεύθυνση που προτιμάς. Αυτό είναι τελικά το νόημα της ισχύος: να μπορείς να τη μεταφράσεις σε επιρροή».

Οπως πολλοί ακόμη αναλυτές, ο Ζακάρια θεωρεί ότι η πιο δυσοίωνη πρόκληση για την τρέχουσα διεθνή τάξη βρίσκεται στην Ασία, με την άνοδο της κινεζικής ισχύος. Αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει μια άλλη κρίση –πολύ μεγαλύτερη από τις άλλες δύο, σε Ουκρανία και Γάζα– αν η Κίνα δοκιμάσει την αποφασιστικότητα των ΗΠΑ και των συμμάχων της, προσπαθώντας να επανενώσει βίαια τη νήσο Ταϊβάν με την ηπειρωτική χώρα. Μέχρι στιγμής, ο δισταγμός του κινέζου ηγέτη Σι Τζινπίνγκ για τη χρήση στρατιωτικής βίας χρησιμεύει ως υπενθύμιση ότι η χώρα του, σε αντίθεση με τη Ρωσία και το Ιράν, κερδίζει πολλά από τη στενή αλληλεπίδρασή της με τη διεθνή οικονομία.

«Το αν αυτή η αυτοσυγκράτηση θα κρατήσει είναι ένα ανοιχτό ερώτημα. Και οι αυξημένες πιθανότητες μιας εισβολής στην Ταϊβάν σήμερα σε σύγκριση με, ας πούμε, 20 χρόνια πριν είναι ένα ακόμη σημάδι της αποδυνάμωσης της μονοπολικότητας και της ανόδου ενός μετα-αμερικανικού κόσμου» σχολιάζει ο διάσημος δημοσιογράφος.

Η διεθνής τάξη που οικοδόμησαν και διατήρησαν οι ΗΠΑ αμφισβητείται σε πολλά μέτωπα. Αλλά παραμένουν, προφανώς, ο πιο ισχυρός παίκτης. Συνολικά, η Δύση και οι στενοί της σύμμαχοι αντιπροσωπεύουν περίπου το 60% του παγκόσμιου ΑΕΠ και το 65% των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών.

«Η Κίνα δεν είναι ένα κράτος-κακοποιός, όπως η Ρωσία»

Μετά από εκτενείς αναφορές στον πόλεμο Ισραήλ – Χαμάς, στα προβλήματα των σχέσεων ΗΠΑ – Σαουδικής Αραβίας και στην πρόκληση της καταπολέμησης του ρωσικού επεκτατισμού, ο Ζακάρια επιστρέφει στην Κίνα. Σημειώνει ότι η οικονομία της αντιπροσωπεύει ήδη σχεδόν το 20% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Είναι δεύτερη μετά τις ΗΠΑ σε στρατιωτικές δαπάνες. Παρότι δεν έχει την ίδια επιρροή με τις ΗΠΑ στην παγκόσμια σκηνή, η ικανότητά της να επηρεάζει χώρες σε όλον τον κόσμο έχει αυξηθεί, σε μεγάλο βαθμό χάρη στην τεράστια σειρά δανείων, επιχορηγήσεων και βοήθειας που έχει προσφέρει.

«Αλλά η Κίνα δεν είναι ένα κράτος-κακοποιός, όπως η Ρωσία. Εχει γίνει πλούσια και ισχυρή μέσα στο διεθνές σύστημα και εξαιτίας αυτού –άρα είναι πολύ πιο ανήσυχη για την ανατροπή αυτού του συστήματος» σχολιάζει ο αμερικανός δημοσιογράφος στο Foreign Affairs.

Τα τελευταία χρόνια το Πεκίνο έχει διαπιστώσει πώς η υπερβολικά επιθετική εξωτερική πολιτική του τού γύρισε μπούμερανγκ. Μέρος των προηγούμενων διακηρύξεων του κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ για μια νέα εποχή κινεζικής κυριαρχίας έχουν δώσει τη θέση τους στην αναγνώριση των δυνατών σημείων των ΗΠΑ και των προβλημάτων της Κίνας.

Εστω και για λόγους τακτικής, ο Σι φαίνεται να αναζητά ένα modus vivendi με τις ΗΠΑ. Τον Σεπτέμβριο του 2023 ανέφερε χαρακτηριστικά σε μια ομάδα αμερικανών γερουσιαστών που τον επισκέφθηκε: «Εχουμε χίλιους λόγους για να βελτιώσουμε τις σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ, αλλά ούτε έναν λόγο για να τις καταστρέψουμε».

Kατά τον Ζακάρια «το μεγαλύτερο ελάττωμα στις προσεγγίσεις του Τραμπ και του Μπάιντεν για την εξωτερική πολιτική –και εδώ οι δύο συγκλίνουν– προέρχεται από τις εξίσου απαισιόδοξες οπτικές τους. Και οι δύο υποθέτουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες υπήρξαν το μεγάλο θύμα του διεθνούς οικονομικού συστήματος που οι ίδιες δημιούργησαν. Και οι δύο υποθέτουν ότι η χώρα δεν μπορεί να είναι ανταγωνιστική σε έναν κόσμο ανοικτών αγορών και ελεύθερου εμπορίου».

Επανερχόμενος στην πολιτική του προστατευτισμού από την πλευρά των ΗΠΑ, ο αρθρογράφος στέκεται στους δασμούς που έχουν επιβληθεί, ακόμη και στους στενότερους συμμάχους τους, σε εμπορεύματα και αγαθά: από ξυλεία μέχρι χάλυβα και πλυντήρια ρούχων. Υπογραμμίζει επίσης τις απαιτήσεις ώστε τα κονδύλια της αμερικανικής κυβέρνησης να χρησιμοποιούνται για την αγορά αμερικανικών προϊόντων, μια επιλογή που είναι ακόμα πιο περιοριστική από τους δασμούς. Διότι οι δασμοί αυξάνουν μεν το κόστος των εισαγόμενων αγαθών, αλλά η αγορά μόνο αμερικανικών προϊόντων –με τα κρατικά κονδύλια των προγραμμάτων τόνωσης της οικονομίας– εμποδίζει την αγορά ξένων αγαθών σε οποιαδήποτε τιμή.

Αντιπαραβάλλοντας τον προστατευτισμό με τους κανόνες του ελεύθερου εμπορίου τους οποίους υπερασπίστηκαν στο παρελθόν οι ΗΠΑ και επέτρεψαν σε φτωχές χώρες να γίνουν πλούσιες, ο Ζακάρια σημειώνει το πισωγύρισμα και τονίζει πως η Αμερική δεν θα πρέπει να πάψει να υπερασπίζεται τους κανόνες στις διεθνείς σχέσεις, πέρα προφανώς και από τον τομέα της οικονομίας. «Αν οι ΗΠΑ απεμπολήσουν το ευρύ, ανοιχτό και γενναιόδωρο όραμα για τον κόσμο από φόβο και απαισιοδοξία, θα έχουν χάσει μεγάλο μέρος των πλεονεκτημάτων τους» υποστηρίζει στο Foreign Affairs.

«Η πιο ανησυχητική πρόκληση για τη διεθνή τάξη, που βασίζεται σε κανόνες, δεν προέρχεται από την Κίνα, τη Ρωσία ή το Ιράν. Προέρχεται από τις ΗΠΑ. Αν μια Αμερική που κατατρύχεται από υπερβολικούς φόβους για τη δική της παρακμή υποχωρήσει από τον ηγετικό της ρόλο στις παγκόσμιες υποθέσεις, θα ανοίξει κενά εξουσίας σε όλον τον κόσμο και θα ενθαρρύνει μια ποικιλία δυνάμεων και παικτών να προσπαθήσουν να παρέμβουν», γράφει.

Υποδεικνύει στη συνέχεια την κατάσταση στη «μετα-αμερικανική» Μέση Ανατολή και κάνει μια προβολή στην Ευρώπη και στην Ασία, τονίζοντας ότι αυτή τη φορά μεγάλες δυνάμεις, όχι απλώς περιφερειακές, θα έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν αναταραχή, με παγκόσμιες συνέπειες. Θεωρεί, επομένως, ο Ζακάρια ότι αν η χώρα του κλειστεί οριστικά στην εσωστρέφεια, κάτι τέτοιο θα σηματοδοτούσε μια σοβαρή υποχώρηση για τις δυνάμεις της τάξης και της προόδου. Παράλληλα, δε, θα ενθάρρυνε τις δυνάμεις που κινούνται επιθετικά.

Κλείνοντας το εκτενές άρθρο του στο Foreign Affairs, ο Ζακάρια τονίζει πως όσοι αμφισβητούν το σημερινό σύστημα των κανόνων στις διεθνείς σχέσεις, στη διαμόρφωση του οποίου έπαιξαν κεντρικό ρόλο οι Ηνωμένες Πολιτείες από το 1945 και μετά, «δεν έχουν κανένα εναλλακτικό όραμα που θα συσπειρώσει τον κόσμο. Επιδιώκουν απλώς στενά ένα πλεονέκτημα για τους ίδιους».

Ως εκ τούτου, εκτιμά ότι οι ΗΠΑ, παρ’ όλες τις εσωτερικές δυσκολίες τους, μπορούν περισσότερο από κάθε άλλη δύναμη να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στη διατήρηση ενός διεθνούς συστήματος που βασίζεται σε κανόνες και καταπολεμά την επιθετικότητα (θυμίζοντας, βέβαια, ότι υφίστανται δικαίως κριτική για την εισβολή στο Ιράκ το 2003 και την κατάφωρη παραβίαση των αρχών των Ηνωμένων Εθνών κατά της απρόκλητης επίθεσης).

«Οσο η Αμερική δεν χάνει την πίστη της στο δικό της σχέδιο, η σημερινή διεθνής τάξη μπορεί να ευδοκιμήσει για τις επόμενες δεκαετίες» καταλήγει ο Ζακάρια.

Protagon.gr