Η «De Jure» Αποκλειστική Οριοθέτηση Θαλασσίων Ζωνών στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Η «De Jure» Αποκλειστική Οριοθέτηση Θαλασσίων Ζωνών στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
γράφει ο Δρ. Γεώργιος Ανθρακεύς*
Δευ, 4 Σεπτεμβρίου 2023 - 08:12

Το Energia.gr δημοσιεύει το παρακάτω εμπεριστατωμένο άρθρο του Δρος Γεωργίου Ανθρακέως, το οποίο τεκμηριώνει επαρκώς το πόσο ακατάλληλη είναι η πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης για ενδεχόμενη δικαστική οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών από το Δικαστήριο της Χάγης, ενώ, αντίθετα, αποδεικνύει, ως τον πρόδηλο δικαστικό δρόμο την προσφυγή στον Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), βάσει του υπερισχύοντος ενωσιακού δικαίου. Αναλυτικά το άρθρο του Δρος Γ. Ανθρακέως:

Ι. Εισαγωγή

Το παρόν άρθρο θέτει ως στοχοθεσία να τεκμηριώσει επιστημονικά την «de jure» δικαστική αρμοδιότητα οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών αποκλειστικά στο ΔΕΕ. Η διεθνής αλλά και η εγχώρια βιβλιογραφία αναγνώριζε την αποκλειστική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για την επίλυση θαλασσίων διαφορών ακόμη και μεταξύ χωρών μελών της ΕΕ αλλά μεταξύ χωρών μελών της ΕΕ και υποψηφίων χωρών προς ένταξη στην ΕΕ. Ωστόσο η διεθνής αλλά και η εγχώρια βιβλιογραφία δεν προσέγγισε ποτέ το παραπάνω νομικό ζήτημα μέσω του ενωσιακού δικαίου δηλ. της αυτόνομης δικαιοταξίας[1] της πρώην ΕΟΚ και νυν ΕΕ όπου λόγω της επίσημης αναγνώρισης της συντρέχουσας αρμοδιότητας[2] μεταξύ της πρώην ΕΟΚ και νυν ΕΕ και των χωρών μελών της πρώην ΕΟΚ και νυν ΕΕ το πρώην ΔΕΚ και νυν ΔΕΕ καθίσταται αποκλειστικά αρμόδιο δικαστήριο για ζητήματα οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών μεταξύ κρατών μελών της ΕΕ. Tο άρθρο 34 παράγραφος 1 του κανονισμού λειτουργίας του διεθνές δικαστηρίου της Χάγης  δεν επιτρέπει την συμμετοχή υπερεθνικής οντότητας όπως η ΕΕ σε διαδικασία οριοθέτησης θαλάσσιας ζώνης δηλ. ΑΟΖ ή Υφαλοκρηπίδας[3] με αποτέλεσμα η υποχρέωση συμμετοχής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να επιτείνεται αλλά και να επιβάλλεται λόγω της συντρέχουσας αρμοδιότητας μεταξύ της πρώην Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της νυν ΕΕ με τα κράτη μέλη της ΕΕ και το πρώην ΔΕΚ και νυν ΔΕΕ να καθίσταται «de jure» αποκλειστικά αρμόδιο δικαστήριο για ζητήματα οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών μεταξύ κρατών μελών της ΕΕ αλλά και μεταξύ κρατών μελών της ΕΕ και των χωρών αυτών με υποψηφίων χωρών προς ένταξη στην ΕΕ. Το ίδιο αναλογικά θα ισχύει και στην  περίπτωση δικαστικών διαφορών μεταξύ της πρώην ΕΟΚ και νυν ΕΕ και χωρών μελών της ΕΕ αλλά και χωρών μελών της πρώην ΕΟΚ και νυν ΕΕ με υποψήφιες χώρες προς ένταξη στην ΕΕ βάσει των Συμφωνιών Σύνδεσης που έχουν υπογραφεί από τις υποψήφιες χώρες προς ένταξη στην ΕΕ τόσο με την πρώην ΕΟΚ όσο και με την νυν ΕΕ και οι οποίες αποτελούν μικτές συμφωνίες δηλ. «sui generis» κοινοτικό ή ενωσιακό δίκαιο[4]. Οι διεθνείς Συμφωνίες Σύνδεσης της πρώην ΕΟΚ και νυν ΕΕ με τρίτες χώρες Βλ. Συμφωνία Σύνδεσης ΕΟΚ με την Τουρκία το 1963 και Συμφωνία Σύνδεσης ΕΕ με την Αλβανία το 2009 ή με διεθνείς οργανισμούς Βλ. Ευρωπαϊκή Κοινότητα με τον ΟΗΕ για την επικύρωση της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας του 1982 αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του κοινοτικού ή ενωσιακού δικαίου. Ωστόσο, οι εν λόγω Συμφωνίες Σύνδεσης δεν εμπίπτουν ούτε στο πρωτογενές ούτε στο παράγωγο δίκαιο αλλά αποτελούν μια ειδική κατηγορία «sui generis» του κοινοτικού ή ενωσιακού δικαίου και σε περίπτωση διαφοράς που θα αναφύεται από τις Συμφωνίες Σύνδεσης αυτές να υφίσταται δοτή αποκλειστική αρμοδιότητα στο πρώην Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) και νυν Δικαστήριο της ΕΕ (ΔΕΕ)[5].

 Για το λόγο αυτό το παρόν άρθρο θα διαρθρωθεί ως εξής:

Στο πρώτο σκέλος θα αναφερθεί το υπερισχύον και άμεσα εφαρμοστέο ενωσιακό δίκαιο σε ζητήματα του δικαίου της θάλασσας σε άμεση συνάφεια με το νομολογιακό πλαίσιο του πρώην ΔΕΚ και νυν ΔΕΕ που υποχρεώνει τις χώρες μέλη της ΕΕ Βλ. Ελλάδα σε σχέση με υποψήφιες χώρες προς ένταξη στην ΕΕ Βλ. Τουρκία και Αλβανία να προσφεύγουν αποκλειστικά στο ΔΕΕ για ζητήματα οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών εφόσον αποτελούν διάδικο μέρος δικαστικής διαφοράς και στο δεύτερο σκέλος γίνεται ειδική αναφορά στο άρθρο 273 της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ (ΣΛΕΕ) όπου αποκλειστικά και μόνο χώρες μέλη της ΕΕ όπως η Ελλάδα και η Κύπρος δύνανται να προσφεύγουν στο ΔΕΕ με συνυποσχετικό διαιτησίας για ζητήματα καθορισμού θαλασσίων ζωνών και την δυνητική δυνατότητα προσεπίκλησης αλλά και παρέμβασης που θα διαθέτουν και τρίτες χώρες πλην των υποψήφιων χωρών προς ένταξη στην ΕΕ σε μία τέτοια δικαστική διαδικασία.

ΙΙ. Το υπερισχύον και άμεσα εφαρμοστέο ενωσιακό δίκαιο σε ζητήματα του δικαίου της θάλασσας σε συνάφεια με το νομολογιακό πλαίσιο του πρώην ΔΕΚ και νυν ΔΕΕ

Η Ελλάδα ως χώρα μέλος της ΕΕ λίαν προσφάτως γνωστοποίησε την πρόθεση της να προβεί σε υπογραφή συνυποσχετικού με την Τουρκία με περιεχόμενο τον καθορισμό θαλασσίων ζωνών με σκοπό να προσφύγουν αμφότερες οι χώρες αυτές στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης βάσει του άρθρου 287 της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας[6]. Στην περίπτωση αυτή η Ελλάδα θα παραβιάσει προδήλως το υπερισχύον και άμεσα εφαρμοστέο νυν ενωσιακό δίκαιο, διότι η Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας κατέστη πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο τον Ιούνιο του 1998[7] και ως εκ τούτου δεσμευτικό κοινοτικό κεκτημένο για όλες τις χώρες μέλη της ΕΕ, καθώς επίσης θα παραβιάσει την νομολογία σταθμός του πρώην ΔΕΚ και νυν ΔΕΕ της 30ης Μαΐου 2006 στην υπόθεση C-459/03, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιρλανδίας[8], αλλά και τέλος θα παραβιάσει το άρθρο 282 της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας όπου δεσμεύει τις συμβαλλόμενες χώρες που έχουν μεν επικυρώσει την Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας αλλά υποχρεούνται να αναγνωρίσουν την αποκλειστική αρμοδιότητα νομίμως συσταθέντων περιφερειακών δικαστηρίων όπως το ΔΕΕ και αυτό ειδικά όταν συμμετέχουν σε δικαστική διαφορά σχετικά με την ερμηνεία ή εφαρμογή της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας και έχουν συμφωνήσει, μέσω γενικής περιφερειακής ή διμερούς συμφωνίας ή άλλως ότι μια τέτοια (δικαστική) διαφορά, θα υποβάλλεται με αίτηση οποιουδήποτε μέρους στη διαφορά σε διαδικασία η οποία συνεπάγεται δεσμευτική απόφαση ενός τέτοιου δικαστηρίου όπως είναι το ΔΕΕ στα πλαίσια της ΕΕ[9].  Το άρθρο 282 της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας έχει καταστεί μαζί με όλα τα υπόλοιπα άρθρα της Σύμβασης αυτής υποχρεωτικό κοινοτικό ή ενωσιακό δίκαιο και αποτελεί εξαίρεση της εφαρμογής του άρθρου 287 της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας ειδικά για τις χώρες μέλη της ΕΕ Βλ. Ελλάδα, ενώ για τις υποψήφιες χώρες προς ένταξη στην ΕΕ, Βλ. Τουρκία και Αλβανία αποτελεί κοινοτικό κεκτημένο[10] προς εκπλήρωση πριν την τυπική διαδικασία ένταξης και να μην είναι εφικτή η προσφυγή σε δικαστήριο του άρθρου 287 της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας, διότι αποτελεί προϋπόθεση πλήρους εκπλήρωσης του κοινοτικού κεκτημένου πριν την εισδοχή τους στην και αποτελεί δια του τρόπου αυτού μία έμμεση υποχρεωτική προσφυγή στο ΔΕΕ.

H  Ελλάδα και όλες οι υπόλοιπες χώρες μέλη της πρώην Ευρωπαϊκής Κοινότητας στις αρχές του 1998 κοινοποίησαν γραπτώς στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την έγκριση τους όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας να επικυρώσει το 1998 την Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας ως πρωτογενές δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων[11] αλλά και ως συνέπεια της επικύρωσης αυτής την υποχρεωτική συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής λόγω της συντρέχουσας αρμοδιότητας στην διαδικασία οριοθέτησης θαλάσσιας ζώνης και της αναγνώρισης της αποκλειστικής δικαστικής αρμοδιότητας του πρώην ΔΕΚ και νυν ΔΕΕ για ζητήματα που θα αναφύονται εφεξής σχετικά με την ερμηνεία αλλά και το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας ως πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο. Σύμφωνα με το άρθρο 216[12] της ΣΛΕΕ: 1. Η Ένωση μπορεί να συνάπτει συμφωνία με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς όταν το προβλέπουν οι Συνθήκες ή όταν η σύναψη συμφωνίας είναι αναγκαία για την επίτευξη, στο πλαίσιο των πολιτικών της Ένωσης, ενός εκ των στόχων που καθορίζονται από τις Συνθήκες, ή προβλέπεται σε νομικά δεσμευτική πράξη της Ένωσης ή ακόμη ενδέχεται να επηρεάσει κοινούς κανόνες ή να μεταβάλει την εμβέλειά τους. 2. Οι συμφωνίες που συνάπτει η Ένωση δεσμεύουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και τα κράτη μέλη[13] Aπό τα παραπάνω προκύπτει ότι η ΕΕ είναι νομική προσωπικότητα και ως εκ τούτου υποκείμενο διεθνούς δικαίου ικανό να διαπραγματεύεται και να συνάπτει διεθνείς συμφωνίες στο όνομά του, δηλαδή διαθέτει αρμοδιότητες (ή εξουσίες) σε αυτό τον τομέα οι οποίες της έχουν ανατεθεί με τις Συνθήκες. Εάν το αντικείμενο μιας συμφωνίας δεν εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ, η συμφωνία πρέπει να υπογραφεί και από τις χώρες της ΕΕ. Αυτές είναι γνωστές ως «μεικτές συμφωνίες».[14] Η κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΕΕ και των χωρών της ΕΕ μεταφέρεται επίσης και σε διεθνές επίπεδο. Έτσι, όταν η ΕΕ διαπραγματεύεται και συνάπτει μια διεθνή συμφωνία, εφόσον έχει λάβει προηγουμένως την γραπτή έγκριση των χωρών μελών της ΕΕ (Βλ. Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας του 1982) στην περίπτωση αυτή διαθέτει συντρέχουσα αρμοδιότητα με τις χώρες μέλη της ΕΕ. Σε περίπτωση που έχει αποκλειστική αρμοδιότητα, η ΕΕ είναι η μόνη που μπορεί να διαπραγματεύεται και να συνάπτει συμφωνία χωρίς να λάβει προηγουμένως την γραπτή  έγκριση των χωρών μελών της ΕΕ (Βλ. Συμφωνία περί παγκοσμίου εμπορίου). Το άρθρο 3 της ΣΛΕΕ διευκρινίζει τους τομείς στους οποίους η ΕΕ διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα για τη σύναψη διεθνών συμφωνιών, συμπεριλαμβανομένων εμπορικών συμφωνιών[15].

Επίσης σε περίπτωση που η αρμοδιότητά της είναι συντρέχουσα με τις χώρες μέλη της ΕΕ, η συμφωνία συνάπτεται ταυτόχρονα από την ΕΕ και από τις χώρες της ΕΕ. Πρόκειται για μεικτή συμφωνία, στην οποία οι χώρες της ΕΕ πρέπει να συναινέσουν[16]. Στην περίπτωση αυτή ανήκουν επίσης οι συμφωνίες Σύνδεσης ΕΟΚ-Τουρκίας το 1963 και ΕΕ-Αλβανίας το 2009[17]. Οι μεικτές συμφωνίες μπορεί να απαιτούν τη θέσπιση εσωτερικής πράξης της ΕΕ, προκειμένου να κατανεμηθούν οι υποχρεώσεις μεταξύ των χωρών της ΕΕ και της ΕΕ αλλά και των υποψηφίων κρατών προς ένταξη στην ΕΕ. Το άρθρο 4 της ΣΛΕΕ[18] καθορίζει ποιες αρμοδιότητες είναι συντρέχουσες Αποδεικνύεται από την παραπάνω τεκμηρίωση ότι η Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας του 1982 με την διαδικασία επικύρωσης αυτής τον Ιούνιο του 1998 από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων βάσει των υποχρεωτικών γραπτών εξουσιοδοτήσεων που έλαβε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από τις τότε χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας το 1998 κατέστησαν την Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας του 1982 κοινοτικό ή νυν ενωσιακό δίκαιο και βάσει όλων των παραπάνω η εφαρμογή και η ερμηνεία της Σύμβασης του 1982 αποτελεί σαφώς συντρέχουσα αρμοδιότητα μεταξύ της ΕΕ και των χωρών μελών της ΕΕ και σε καμία των περιπτώσεων αποκλειστική αρμοδιότητα των χωρών μελών της ΕΕ όπως υφίστατο πριν το 1998. Αυτή η νομική εξέλιξη υποχρεώνει από τον Ιούνιο του 1998 και εντεύθεν και την ΕΕ να συμμετάσχει ισότιμα και υποχρεωτικά σε διαδικασία οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών μεταξύ των χωρών μελών της ΕΕ αλλά και μεταξύ χωρών μελών της ΕΕ και υποψηφίων χωρών προς ένταξη στην ΕΕ. Το κυρίαρχο ερώτημα που τίθεται είναι εάν η συντρέχουσα αρμοδιότητα της ΕΕ αφορά στον καθορισμό θαλασσίων ζωνών σε πολιτικό ή διπλωματικό επίπεδο μεταξύ κρατών ή καθιστά υποχρεωτική την δικαστική διαδικασία της οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών μέσω της αποκλειστικής δωσιδικίας του ΔΕΕ; Η κοινοτική ή ενωσιακή πρακτική έχει μέχρι τώρα καταδείξει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει ποτέ συμπράξει ως τρίτο συμβαλλόμενο μέρος σε πολιτική ή διπλωματική διαδικασία οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών μεταξύ χωρών μελών της ΕΕ ή και μεταξύ χωρών μελών της ΕΕ και υποψηφίων χωρών προς ένταξη στην ΕΕ.  Θα μπορούσε να συναχθεί ότι είναι υποχρεωτική βάσει της συντρέχουσας αρμοδιότητας ΕΕ και χωρών μελών τελικά η προσφυγή στην αποκλειστική δικαστική διαδικασία ενώπιον του ΔΕΕ για οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών με την ισότιμη και υποχρεωτική συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Εμμέσως πλην σαφώς, οι οριοθετήσεις θαλασσίων ζωνών που έλαβαν χώρα μετά τον Ιούνιο του 1998 στην Μεσόγειο χωρίς την ενεργή συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως εκπρόσωπος της ΕΕ δεν τήρησαν την αρχή της συντρέχουσας αρμοδιότητας της ΕΕ με τις χώρες μέλη της ΕΕ με ενδεχόμενη επίπτωση στην  εγκυρότητα της διαδικασίας.

ΙΙΙ. Η διαδικασία οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών μεταξύ χωρών μελών της ΕΕ και υποψηφίων χωρών προς ένταξη στην ΕΕ

Σε άμεση νομική αλληλουχία με τα ανωτέρω, η πολύ πρόσφατη δεδηλωμένη απόφαση της Ελλάδος να προσφύγει με την Τουρκία με περιεχόμενο συνυποσχετικού για καθορισμό θαλασσίων ζωνών δηλ. ΑΟΖ ή και Υφαλοκρηπίδας στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης[19] ουσιαστικά και τυπικά ακυρώνει την προγενέστερη γραπτή έγκριση της Ελλάδος ώστε η Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας να καταστεί πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο αλλά και την αναγνώριση συντρέχουσας αρμοδιότητας της ΕΕ και των χωρών μελών και της αποκλειστικής αρμοδιότητας του πρώην ΔΕΚ και νυν ΔΕΕ να επιλαμβάνεται δικαστικές διαφορές που εμπίπτουν στην ερμηνεία και πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας του 1982 ως δίκαιο πλέον των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και από την Συνθήκη της Λισαβώνας του 2007 ως δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συμπεριφορά αυτή της Ελλάδος δεν συνάδει με χώρα μέλος της ΕΕ και προδήλως παραβιάζει όλα τα παραπάνω ανοίγοντας διάπλατα δυνατότητα αμφισβήτησης της υπεροχής της ενωσιακής δικαιοταξίας και αποκλειστικής αρμοδιότητας του ΔΕΕ σε ζητήματα θαλασσίων ζωνών δημιουργώντας ένα νομικό προηγούμενο και σε άλλες χώρες μέλη της ΕΕ να πράξουν το ίδιο σε αντίστοιχες ή παρόμοιες περιπτώσεις και οι νομικές επιπτώσεις αναμένεται να είναι σημαντικές, διότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή οφείλει να λάβει σαφώς νομική θέση βάσει του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ ως Θεματοφύλακας εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου στα κράτη μέλη της ΕΕ.[20] Όπως ήδη ελέχθη μία προσφυγή μεταξύ της Ελλάδος ως χώρας μέλος της ΕΕ και της Τουρκίας ως υποψήφιας χώρας προς ένταξη στην ΕΕ στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης θα παραβίαζε την συντρέχουσα αρμοδιότητα συμμετοχής της ΕΕ δια μέσου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διότι το άρθρο 34 παράγραφος 1 του κανονισμού λειτουργίας του διεθνές δικαστηρίου της Χάγης[21] δεν επιτρέπει την συμμετοχή υπερεθνικής οντότητας όπως η ΕΕ στην δικαστική διαδικασία οριοθέτησης θαλάσσιας ζώνης.

Aπό τα ανωτέρω προκύπτει σαφώς ένας δικαστικός μονόδρομος για την Ελλάδα ως χώρα μέλος της ΕΕ να επιλύει υποχρεωτικά και με την συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως εκπρόσωπος της ΕΕ λόγω της συντρέχουσας αρμοδιότητας κατά προτεραιότητα στο ΔΕΕ ζητήματα οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών δηλ. ΑΟΖ, Υφαλοκρηπίδας, αλιείας ή και ρύθμισης ζητήματος ενέργειας  όπως της αξιοποίησης υποθαλάσσιων ενεργειακών πόρων με την Κύπρο ως χώρα μέλος της ΕΕ όπου μέχρι σήμερα δεν έχουν καθορίσει θαλάσσιες ζώνες βάσει του υπερισχύοντος και άμεσα εφαρμοστέου κοινοτικού κεκτημένου αλλά και ενωσιακού δικαίου[22] ενώ πολιτική ή διπλωματική οριοθέτηση όπως επιχειρήθηκε το 2003 χωρίς αποτέλεσμα μεταξύ των δύο αυτών κρατών μελών της ΕΕ λόγω της ενσωμάτωσης της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας στην ενωσιακή δικαιοταξία πλέον ίσως να μην επιτρέπεται λόγω της συντρέχουσας αρμοδιότητας μεταξύ ΕΕ και χωρών μελών στην ΕΕ που δημιούργησε η ενσωμάτωση της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας στην ενωσιακή δικαιοταξία στα ζητήματα αυτά. Όσον αφορά την περίπτωση της Ελλάδος με την Τουρκία και την Αλβανία όπου οι δύο τελευταίες αυτές χώρες όπως ήδη αναφέρθηκε είναι ήδη υποψήφιες προς ένταξη στην ΕΕ και η εκπλήρωση του κοινοτικού κεκτημένου από τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες αυτές αποτελεί βασική προϋπόθεση ελέγχου ότι θα ενσωματώσουν την Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας ως κοινοτικό κεκτημένο αλλά και την ταυτόχρονη αποδοχή της αποκλειστικής αρμοδιότητας του ΔΕΕ σε περίπτωση δικαστικής διαφοράς για ζητήματα που θα αφορούν την ερμηνεία και το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας ως ενωσιακό δίκαιο με χώρες μέλη της ΕΕ Βλ. Ελλάδα αλλά και Κύπρο και αυτό θα πρέπει να λάβει χώρα υποχρεωτικώς πριν την πλήρη ένταξη των υποψηφίων χωρών αυτών στην ΕΕ. Η μη ενσωμάτωση από τις υποψήφιες χώρες για ένταξη στην ΕΕ αυτής της ρητής υποχρέωσης περί αποδοχής του κοινοτικού κεκτημένου συνεπάγεται αυτοδικαίως και απαγόρευση εισδοχή τους στην ΕΕ.[23]

Όπως ήδη ελέχθη, η  Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας από τον Ιούνιο του 1998 κατέστη αναπόσπαστο τμήμα της πρώην κοινοτικής δικαιοταξίας[24] και για το λόγο αυτό η άνω αναφερθείσα νομολογία-σταθμός του πρώην ΔΕΚ το 2006 απαγορεύει την δικαστική αρμοδιότητα κάθε διεθνούς δικαστηρίου όπως είναι το διεθνές δικαστήριο της Χάγης, του Αμβούργου και των διεθνών διαιτητικών δικαστηρίων όπως προβλέπονται στο άρθρο 287 παράρτημα VII  και VIII της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας να επιλαμβάνονται δικαστικές διαφορές κρατών μελών της ΕΕ εφόσον αποτελούν διάδικο μέρος σε διαφορά αφορώσα την ερμηνεία και το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας. Διαπιστώνεται λοιπόν, ότι υφίσταται «de jure» δικαστική απαγόρευση για όλες τις χώρες μέλη της ΕΕ να καταστούν διάδικο μέρος σε διεθνές δικαστήριο αλλά θα μπορούσε να συναχθεί ακόμη και για τις υποψήφιες χώρες προς ένταξη στην ΕΕ βλ. Τουρκία και Αλβανία λόγω της άνω αναφερθείσας ρητής υποχρέωσης ενσωμάτωσης του κοινοτικού κεκτημένου που περιλαμβάνει σαφώς και την Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας αλλά και των Συμφωνιών Σύνδεσης τους όπου ορίζεται ρητώς ότι πάσης φύσεως νομικές διαφορές των χωρών αυτών τόσο με την πρώην ΕΟΚ και νυν ΕΕ και τις χώρες μέλη αυτών θα πρέπει να επιλύονται στο πρώην ΔΕΚ και νυν ΔΕΕ.[25] Η νομική υποχρέωση για τις χώρες υποψήφιες προς ένταξη στην ΕΕ ισχύει και στην περίπτωση εάν έχουν ή ακόμη και εάν δεν έχουν υπογράψει και επικυρώσει την Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας να μην προσφεύγουν σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο του άρθρου 287 της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας, πλην όμως του ΔΕΕ.

Ως επίρρωση αυτών, οι Συμφωνίες Σύνδεσης των χωρών αυτών δηλ. της Τουρκίας και της Αλβανίας με την πρώην ΕΟΚ και νυν ΕΕ προβλέπουν ρητώς ακόμη και στο προ-ενταξιακό στάδιο των χωρών αυτών την δοτή αρμοδιότητα του ΔΕΕ σε περίπτωση νομικής διαφοράς των χωρών αυτών με την ΕΕ και τις χώρες μέλη αυτής. Δεν απαιτείται η τυπική επικύρωση από την Τουρκία της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας, διότι ουσιαστικά το κοινοτικό κεκτημένο που περιλαμβάνει και την Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας από τον Ιούνιο του 1998 ως αναπόσπαστο τμήμα του λειτουργεί ως block υποχρεώσεων κοινοτικού κεκτημένου και αποδοχής του πριν την εισδοχή της Τουρκίας στην ΕΕ[26].  Η Τουρκία ως υποψήφια προς ένταξη χώρα στην ΕΟΚ υπέγραψε την 12η Σεπτεμβρίου 1963 με την πρώην ΕΟΚ Συμφωνία Σύνδεσης και το άρθρο 25 παρ. 2 προβλέπει ρητώς την επίλυση πάσης φύσεως νομικής διαφοράς της χώρας αυτής με την ΕΟΚ και τα κράτη μέλη στο πρώην ΔΕΚ εφόσον πολιτικές λύσεις δεν τελεσφορήσουν και την πρωτοβουλία αυτή διαθέτει το Συμβούλιο Σύνδεσης της Συμφωνίας ως Θεματοφύλακας αυτής[27]. Η Αλβανία ως υποψήφια προς ένταξη χώρα στην ΕΕ υπέγραψε την 26η Φεβρουαρίου 2009 Συμφωνία Σύνδεσης με την ΕΕ με ταυτόσημες υποχρεώσεις[i]. Αυτές οι Συμφωνίες Σύνδεσης ονομάζονται στο ενωσιακό δίκαιο μικτές συμφωνίες και υφίσταται ρητή δοτή δικαστική αρμοδιότητα στον πρώην ΔΕΚ και νυν ΔΕΕ σε περίπτωση που προκύψει νομική διαφορά η οποία θα επιλυθεί οριστικά δια την δικαστικής οδού[28].

Σε περίπτωση που προκύπτει εκκρεμότητα οριοθέτησης θαλάσσιας ζώνης χώρας μέλος της ΕΕ όπως η Ελλάδα και η Κύπρος μεταξύ τους τότε οι θαλάσσιες ζώνες δηλ. ΑΟΖ, Υφαλοκρηπίδα αλλά και ζώνες αλιείας  αποτελούν συντρέχουσα αρμοδιότητα της ΕΕ και των κρατών μελών σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο και η δικαστική αρμοδιότητα ανήκει αποκλειστικά στο ΔΕΕ[29] και σε καμία περίπτωση στο διεθνές δικαστήριο του Αμβούργου ή της Χάγης ή ενός διεθνούς διαιτητικού δικαστηρίου του άρθρου 287 παράρτημα VII  και VIII της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας αλλά αυτή η αποκλειστική αρμοδιότητα του ΔΕΕ προκύπτει σαφώς και από το άρθρο 282 της της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας ακόμη και στην περίπτωση που η  Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας έχει επικυρωθεί από την χώρα μέλος της ΕΕ πριν την ενσωμάτωση της Σύμβασης αυτής στην κοινοτική δικαιοταξία δηλ. τον Ιούνιο του 1998. Συμπεραίνεται ότι η ΕΕ δια της επικύρωσης της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας το 1998, η  πάγια νομολογία του πρώην ΔΕΚ και νυν ΔΕΕ αλλά και το άρθρο 282 της της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας «de jure» έχουν θέσει ως μη εφαρμοστέο το άρθρο 287 της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας με την αναγνώριση της συντρέχουσας αρμοδιότητας μεταξύ ΕΕ και κράτους μέλους της ΕΕ και κατά συνέπεια της αποκλειστικής αρμοδιότητας του ΔΕΕ.

ΙV. H εφαρμογή του άρθρου 273 της ΣΛΕΕ μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου ως χώρες μέλη της ΕΕ

Η Ελλάδα και η Κύπρος ως χώρες μέλη της ΕΕ εφόσον αποφασίσουν να οριοθετήσουν τις θαλάσσιες ζώνες τους δεν δύνανται πλέον να προσφύγουν στα διεθνή δικαστήρια του άρθρου 287 και παράρτημα VII  και VIII της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας ακόμη και σε περίπτωση που έχουν επικυρώσει την Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας του 1982 πριν το 1998. Ενώ από την Συνθήκη της Λισαβώνας την 13η Δεκεμβρίου 2007[30] και εντεύθεν όπως ήδη ελέχθη αποτελεί η ενσωμάτωση της Σύμβασης αυτής στην κοινοτική δικαιοταξία συντρέχουσα αρμοδιότητα της ΕΕ και των χωρών μελών της ΕΕ και της αποκλειστικής αρμοδιότητας του ΔΕΕ και μία πολιτική ή διπλωματική οριοθέτηση δεν θα  μπορούσε πλέον να εφικτή με το υπερισχύον ενωσιακό δίκαιο, διότι απαιτείται και η συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην διαδικασία οριοθέτησης θαλάσσιας ζώνης και βάσει της πάγιας ενωσιακής πρακτικής η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως εκπρόσωπος της ΕΕ συμμετέχει μόνο σε δικαστική διαδικασία στο ΔΕΕ. Πέραν τούτου, εάν η Ελλάδα ή η Κύπρος στραφεί δικαστικά κατά υποψήφιας προς ένταξη χώρα στην ΕΕ βλ. Τουρκία και Αλβανία είτε οι υποψήφιες προς ένταξη χώρες στην ΕΕ επικύρωσαν είτε όχι την Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας αποκλειστικά αρμόδιο δικαστήριο είναι το ΔΕΕ και σε καμία περίπτωση τα διεθνή δικαστήρια του άρθρου 287 και παράρτημα VII και VIII της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας και επιπρόσθετα αυτή η υποχρέωση προκύπτει από τις Συμφωνίες Σύνδεσης των υποψηφίων κρατών προς ένταξη στην ΕΕ με την πρώην ΕΟΚ και νυν ΕΕ. Ειδικά για την περίπτωση της Τουρκίας[31] εφαρμόζεται το άρθρο 25 παρ. 2 όπου η διαδικασία αυτή δύναται να κινηθεί είτε από το ίδιο το Συμβούλιο Σύνδεσης είτε από την ίδια την Ελλάδα εφόσον το Συμβούλιο Σύνδεσης δεν στέρξει στο αίτημα της χώρας μέλους της ΕΕ δηλ. της Ελλάδος ή της Κύπρου. Σε περίπτωση που η Ελλάδα και η Κύπρος ως χώρες της ΕΕ είτε α) θέλουν να προβούν μεταξύ τους σε καθορισμό ζωνών αλιείας ισχύει το άρθρο 4 περίπτωση δ) της ΣΛΕΕ είτε β) θελήσουν να προβούν μεταξύ τους σε καθορισμό ενεργειακού θέματος δηλ. αξιοποίηση υποθαλάσσιων ενεργειακών πόρων ισχύει το άρθρο 4 περίπτωση θ) της ΣΛΕΕ[32] όπου αποτελούν σαφή συντρέχουσα αρμοδιότητα μεταξύ ΕΕ και κρατών μελών της ΕΕ και σαφώς αποκλειστικά αρμόδιο δικαστήριο είναι το ΔΕΕ[33]. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της ως Θεματοφύλακας της εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου στις χώρες μέλη της ΕΕ όπως προβλέπονται ρητώς στο άρθρο 258 ΣΛΕΕ μπορεί να κινήσει διαδικασία παραπομπής κατά της Ελλάδος στο ΔΕΕ με το επιχείρημα ότι η οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών εντάσσεται σαφώς στην συντρέχουσα αρμοδιότητα ΕΕ και κράτους μέλους και αυτό θα αποτελεί αποκλειστική δικαστική αρμοδιότητα του ΔΕΕ και οποιαδήποτε παράκαμψη της δικαστικής δωσιδικίας του ΔΕΕ προς όφελος του άρθρου 287 της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας περί αρμοδιότητας του διεθνούς δικαστηρίου της Χάγης θα αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του υπερισχύοντος και άμεσα εφαρμοστέου ενωσιακού δικαίου, επίσης του άρθρου 282 της  Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας αλλά και της πάγιας πλέον νομολογίας του πρώην Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων  (ΔΕΚ) και νυν Δικαστηρίου της ΕΕ (ΔΕΕ) της 30ης Μαΐου 2006 στην υπόθεση C-459/03, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιρλανδίας.

Τεκμηριώνεται από τα παραπάνω, ότι κάθε δικαστική απόφαση των διεθνών δικαστηρίων του άρθρου 287 παράρτημα VII και VIII της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας που αφορούν ως διάδικα μέρη χώρα μέλος της ΕΕ βλ. Ελλάδα και Κύπρος αλλά και διάδικο μέρος χώρα μέλος της ΕΕ με άλλο διάδικο μέρος υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ βλ. Τουρκία και Αλβανία θα μπορούσε να κηρυχθεί άκυρη. Ειδικά οι υποψήφιες χώρες προς ένταξη στην ΕΕ θα έχει αποδειχθεί ότι δεν θα έχουν εκπληρώσει πλήρως το κοινοτικό κεκτημένο που αποτελεί προϋπόθεση πριν την τυπική ένταξη τους στην ΕΕ αλλά και ρητή υποχρέωση απορρέουσα από τις Συμφωνίες Σύνδεσης τους με την πρώην ΕΟΚ και την ΕΕ.  Με άλλα λόγια εάν η Τουρκία και η Αλβανία ωστόσο προβούν με την Ελλάδα σε δικαστική επίλυση θαλάσσιας διαφοράς στα δικαστήρια του άρθρου 287 παράρτημα VII και VIII της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας τότε το Συμβούλιο Σύνδεσης της κάθε Συμφωνίας Σύνδεσης δύναται να κινήσει την διαδικασία παραπομπής των χωρών αυτών στο ΔΕΕ για παραβίαση των Συμφωνιών Σύνδεσης οι οποίες είναι υποχρεωτικές και στο προ-ενταξιακό στάδιο με δοτή αρμοδιότητα του ΔΕΕ για επίλυση τέτοιας διαφοράς που θα αφορά θαλάσσια ζώνη. Επίσης το ίδιο θα ισχύσει και από την πλευρά της χώρας μέλους της ΕΕ όπως η Ελλάδα ως θιγόμενη χώρα εφόσον το Συμβούλιο Σύνδεσης δεν στέρξει στο αίτημα της και η διαδικασία προσφυγής θα είναι η ίδια όπως παραπάνω. Για χώρες μέλη της ΕΕ βλ. Ελλάδα, η προσφυγή που θα μπορέσει να  ασκήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της Ελλάδος στο ΔΕΕ θα θεμελιώνεται  στην παραβίαση του ενωσιακού δικαίου του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ. Λαμβανομένου υπόψη όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι για τον καθορισμό θαλασσίων ζωνών μεταξύ των χωρών μελών της ΕΕ βλ. Ελλάδα και Κύπρο λόγω πλέον της συντρέχουσας αρμοδιότητας μεταξύ ΕΕ και χωρών μελών της ΕΕ από την επικύρωση της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας το 1998 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αλλά και από την Συνθήκη της Λισαβώνας του Δεκεμβρίου 2007 αναγνωρίστηκε η συντρέχουσα αρμοδιότητα μεταξύ ΕΕ και χωρών μελών της ΕΕ και της συναφούς αποκλειστικής αρμοδιότητας του ΔΕΕ αλλά και της καθιέρωση πάγιας νομολογίας του πρώην  ΔΕΚ και νυν ΔΕΕ του 2006, η μόνη αποδεκτή λύση είναι η δικαστική εφαρμογή του άρθρου 273 της ΣΛΕΕ δηλ. την υπογραφή συνυποσχετικού διαιτησίας μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου βάσει της νομολογίας-σταθμός του ΔΕΕ την 12η Σεπτεμβρίου 2017, C-648/15 στην περίπτωση Αυστρίας κατά Γερμανίας όπου έγινε αποδεκτή η αποκλειστική αρμοδιότητα του ΔΕΕ.[34] Στην περίπτωση αυτή η Κύπρος αλλά και η Ελλάδα για να θεμελιώσουν το παραδεκτό της προσφυγής του άρθρου 273 της ΣΛΕΕ θα μπορούσαν να επικαλεστούν τόσο την μη τελεσφόρηση της πολιτικής ή διπλωματικής προσπάθειας οριοθέτησης ΑΟΖ τον Δεκέμβριο του 2003 χωρίς και την συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως εκπρόσωπος της ΕΕ όπως επιβάλλεται όσο και την ταυτόχρονη οριοθέτηση ΑΟΖ τον Δεκέμβριο του 2003 μεταξύ Κύπρου και Αιγύπτου σε πλησίον θαλάσσιο τμήμα.[35]

Στην περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 273 της ΣΛΕΕ[36] ενώπιον του ΔΕΕ με διάδικους την Ελλάδα και την Κύπρο θα είναι δικαστικώς εφικτή η προσεπίκληση και τρίτων χωρών όπως η Τουρκία, Αίγυπτος και Λιβύη ως τρίτες παρεμβαίνουσες χώρες με την επίκληση και απόδειξη έννομου συμφέροντος. Στην περίπτωση αυτή οι χώρες αυτές ως τρίτες παρεμβαίνουσες, καθώς επίσης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως εκπρόσωπος της ΕΕ αλλά και οι χώρες μέλη της ΕΕ μπορούν να καταθέσουν τις γραπτές προτάσεις τους. Μπορούν επίσης οι τρίτες παρεμβαίνουσες αυτές χώρες και να μην θελήσουν να συμμετάσχουν στην διαδικασία μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου του άρθρου 273 της ΣΛΕΕ και οι δύο εκδοχές είναι εξίσου πιθανές, Ωστόσο, στην δεύτερη εκδοχή η μη συμμετοχή των τρίτων αυτών χωρών θα σημαίνει απόφαση του ΔΕΕ με ερημοδικία και το δικαστικό δεδικασμένο περί μεθοδολογίας οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών δηλ.  εφαρμογή της μέσης γραμμής θα ισχύσει και σε κάθε μελλοντική δικαστική διαφορά περί θαλασσίων ζωνών εφόσον καταστούν διάδικοι στο ΔΕΕ. Σε περίπτωση που συμμετάσχουν οι τρίτες αυτές χώρες, οι χώρες μέλη της ΕΕ και η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως εκπρόσωπος της ΕΕ λόγω της συντρέχουσας αρμοδιότητας θα καταθέσουν τις προτάσεις τους και το ΔΕΕ θα κληθεί να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει πλέον ως ενωσιακό δίκαιο τα επίμαχα και σημαντικά άρθρα 3, 15 και 121 παρ. 2 της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας[37], ενώ νομολογίες των διεθνών δικαστηρίων του άρθρου 287 και παράρτημα VII και VIII της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας δεν θα ληφθούν καθόλου υπόψη, διότι η ΕΕ αποτελεί αυτόνομη δικαιοταξία σύμφωνα με την νομολογία-σταθμός του πρώην ΔΕΚ του 2006 στην άνω αναφερθείσα περίπτωση Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ιρλανδίας. Είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί ότι η  Συνθήκη της Λωζάνης της 24ης  Ιουλίου 1923[38] δεν έχει επικυρωθεί από την ΕΕ ως αναπόσπαστο τμήμα της ενωσιακής δικαιοταξίας και ως εκ τούτου, οποιαδήποτε δικαστική επίκληση αυτής από την Τουρκία στο ΔΕΕ στην επί της ουσίας εξέταση της υπόθεσης δεν θα γίνει αποδεκτή λόγω ένστασης απαραδέκτου που θα δικαιούνται να καταθέσουν οι υπόλοιποι συμμετέχοντες στην διαδικασία στο ΔΕΕ και με τον τρόπο αυτόν ζητήματα περί γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο και της γεωπολιτικής επινόησης περί γαλάζιας πατρίδα της Τουρκίας που εδράζονται στην λανθασμένη  ερμηνεία του περιεχομένου της Συνθήκης της Λωζάνης δεν θα έχουν νομική υπόσταση και δεν θα συμπεριληφθούν από το ΔΕΕ στην δικαστική απόφαση. Σε μία τέτοια περίπτωση η θέση της Τουρκίας θα καταστεί δυσχερής.

Τέλος είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί ότι τόσο ο Γενικός Εισαγγελέας[39] που θα επιφορτιστεί της υπόθεσης τόσο στις γραπτές προτάσεις του όσο και το ΔΕΕ στην επί της ουσίας εξέταση της υπόθεσης θα δεσμευθούν νομικά από το άρθρο 4 περίπτωση γ) περί οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής της ΣΛΕΕ[40]. Αυτό ερμηνεύεται ότι τα νησιά όπως το σύμπλεγμα του Καστελόριζου συμπεριλαμβανομένου και την Στρογγύλη, η Γαύδος αλλά και κάθε άλλο  νησί και βραχονησίδα που αναγνωρίζεται στην Ελλάδα, αλλά και το νησί της Κύπρου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως εκπρόσωπος της ΕΕ και οι χώρες μέλη της ΕΕ θα δεσμεύονται από το ενωσιακό δίκαιο και θα υποχρεούνται να τα αποδεχθούν ως ελληνική θαλάσσια επικράτεια αλλά το ίδιο θα συμβεί και με την Κύπρο και θα θεωρούνται αναπόσπαστα τμήματα της επικράτειας της ΕΕ.

Ως απόδειξη της παραπάνω νομικής θεμελίωσης, η Ελλάδα και η Κύπρος χρηματοδοτούνται από την ΕΕ για την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή αυτών των περιοχών ως ελληνική θαλάσσια επικράτεια και ως επίσης κυπριακή επικράτεια και η ΕΕ υποχρεούται να αποδεχθεί δικαστικά αυτή την ενωσιακή υποχρέωση που απορρέει άμεσα από το πρωτογενές και άμεσα εφαρμοστέο ενωσιακό δίκαιο. Είναι πρόδηλο ότι στο ΔΕΕ σκέψεις περί μερικής επήρειας ΑΟΖ στο σύμπλεγμα του Καστελόριζου, της Γαύδου ή και της Κύπρου ακόμη δεν θα έχουν νομική υπόσταση, διότι το ενωσιακό δίκαιο είναι σαφέστατο και contra legem ερμηνεία του άρθρου 4 περίπτωση γ) περί οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής της ΣΛΕΕ[41] δεν επιτρέπεται να γίνει στο ΔΕΕ, διότι είναι ένα κατεξοχήν νομικό δικαστήριο και χώρες όπως η Γαλλία και η Δανία που διατηρούν νησιά στην κυριαρχία τους και βρίσκονται πολλά ναυτικά μίλια μακριά τους, οι χώρες αυτές βρίσκονται ακριβώς στο ίδιο καθεστώς ενισχύσεως όπως η Ελλάδα και η Κύπρος από την ΕΕ.

  1. V. Συμπέρασμα

Εν είδη επιλόγου, το παρόν άρθρο σκιαγράφησε τον πρόδηλο δικαστικό δρόμο στο ΔΕΕ βάσει του υπερισχύοντος ενωσιακού δικαίου που μπορούσαν να επιλέξουν η Ελλάδα με την Κύπρο ως χώρες μέλη της ΕΕ σχετικά με μία ενδεχόμενη δικαστική οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών ενώ η περίπτωση του διεθνούς δικαστηρίου της Χάγης εκ προοιμίου θα χαρακτηριζόταν ως αναρμόδιο για περίπτωση οριοθέτησης μεταξύ χωρών μελών της ΕΕ Βλ. Ελλάδα και Κύπρος σε σχέση με υποψήφιες προς ένταξη χώρες στην ΕΕ Βλ. Τουρκία και Αλβανία, διότι θα παραβιαζόταν η συντρέχουσα αρμοδιότητα της ΕΕ με τα κράτη μέλη της ΕΕ με την υποχρεωτική μη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην δικαστική αυτή διαδικασία βάσει του άρθρου 34 παράγραφος 1 του του κανονισμού λειτουργίας του διεθνές δικαστηρίου της Χάγης.

*Δρ. Νομικής Πανεπιστημίου του Αμβούργου και μεταδιδακτορικός ερευνητής στο ΕΚΠΑ, στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών

 

[1] Eckes, Ch., The autonomy of the EU legal order, p. 3, university of Amsterdam, Digital Academic Repository, publication in 2020. https://pure.uva.nl/ws/files/52957913/EWLR_4_1.pdf.

[2] http://publications.europa.eu/resource/cellar/62bbe30e-c1e5-42fa-92ad-e79d234a1458.0004.03/DOC_1

[3] https://www.icj-cij.org/statute.

https://eur-lex.europa.eu/EL/legal-content/summary/international-agreements-and-the-eu-s-external-competences.html.

[4] https://eur-lex.europa.eu/EL/legal-content/summary/international-agreements-and-the-eu-s-external-competences.html.

[5] Ibid.

[6] https://www.un.org/depts/los/convention_agreements/texts/unclos/unclos_e.pdf.

[7] βλ. Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 179/5 της 23/06/1998 σ. 0003 -  https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX%3A21998A0623%2801%29

[8] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:62003CJ0459

[9] https://www.un.org/depts/los/convention_agreements/texts/unclos/unclos_e.pdf.

[10] The European Union (EU) acquis is the collection of common rights and obligations that constitute the body of EU law, and is incorporated into the legal systems of EU Member States. The EU acquis evolves continuously over time. https://eur-lex.europa.eu/EN/legal-content/glossary/acquis.html.

[11] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:62003CJ0459, I - 4680

[12] https://eur-lex.europa.eu/EL/legal-content/summary/treaty-on-the-functioning-of-the-european-union.html.

[13] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=celex:12016E216.

[14] Ibid.

[15] Ibid.

[16] Ibid.

[17] https://eur-lex.europa.eu/resource.html?uri=cellar:f8e2f9f4-75c8-4f62-ae3f-b86ca5842eee.0008.02/DOC_2&format=PDF and https://eur-lex.europa.eu/EN/legal-content/summary/stabilisation-and-association-agreement-with-albania.html

[18] https://eur-lex.europa.eu/EL/legal-content/summary/treaty-on-the-functioning-of-the-european-union.html.

[19] Είναι η δήλωση της κυβέρνησης επί των προγραμματικών δηλώσεων μετά τις εκλογές την 25 Ιουνίου 2023.

[20] https://eur-lex.europa.eu/EL/legal-content/summary/treaty-on-the-functioning-of-the-european-union.html.

[21] https://www.un.org/depts/los/convention_agreements/texts/unclos/unclos_e.pdf.

[22] Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «το κοινοτικό κεκτημένο συνιστά το κοινό υπόβαθρο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που συνδέει το σύνολο των κρατών μελών ως Ευρωπαϊκή Ένωση»,(http://europa.eu/legislation_summaries/glossary/community_acquis_el.htm).

[23] Πολιτικά κριτήρια κατά της Τουρκίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Κοπεγχάγης την 13 Δεκεμβρίου 2002.

[24] βλ. Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 179/5 της 23/06/1998 σ. 0003 -  https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX%3A21998A0623%2801%29

[25] Βλ. άρθρο 25 παράγραφος 2 της Συμφωνίας Σύνδεσης ΕΟΚ-Τουρκίας την 12η Σεπτεμβρίου 1963 και Συμφωνία Σύνδεσης ΕΕ-Αλβανίας την 26η Φεβρουαρίου 2009.

[26] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:62003CJ0459.

[27] https://www.europarl.europa.eu/delegations/en/d-tr/documents/eu-texts.

[28] https://eur-lex.europa.eu/EL/legal-content/summary/international-agreements-and-the-eu-s-external-competences.html

[29] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:12012E/TXT

[30] https://www.europarl.europa.eu/about-parliament/el/in-the-past/the-parliament-and-the-treaties/treaty-of-lisbon.

[31] https://www.europarl.europa.eu/delegations/en/d-tr/documents/eu-texts.

[32] https://eur-lex.europa.eu/EL/legal-content/summary/treaty-on-the-functioning-of-the-european-union.html.

[33] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:32009D0332.

[34] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:32009D0332.

[35] Κοντέλας, Ι., «Γεωπολιτικοί Ανταγωνισμοί στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και Οριοθέτηση Α.Ο.Ζ.», ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ, Διπλωματική Εργασία για το Προπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών, Χίος, Φεβρουάριος 2015, σελ. 35, https://hellanicus.lib.aegean.gr/bitstream/handle/11610/9684/file0.pdf?sequence=1

[36] https://eur-lex.europa.eu/EL/legal-content/summary/treaty-on-the-functioning-of-the-european-union.html.

[37] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX%3A21998A0623%2801%29.

[38] https://www.mfa.gr › docs › diethneis_symvaseis.

[39] https://curia.europa.eu/jcms/jcms/Jo2_7026/en. Ο Γενικός Εισαγγελέας (11 στο σύνολο) δεν είναι μέλος του Δικαστηρίου. Υποβάλλει εισήγηση σε κάθε υπόθεση, που ονομάζεται πρόταση. Είναι κι αυτός ανεξάρτητος και ο ρόλος του είναι να συνεπικουρεί το Δικαστήριο στη λήψη απόφασης. Δε συμμετέχει στη διάσκεψη για τη λήψη απόφασης.

[40] https://eur-lex.europa.eu/EL/legal-content/summary/treaty-on-the-functioning-of-the-european-union.html.

[41] https://eur-lex.europa.eu/EL/legal-content/summary/treaty-on-the-functioning-of-the-european-union.html.