Θετικές προοπτικές για την οικονομία, με επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης το 2024, διαβλέπει ο πρώτος αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και την Ανάπτυξης (EBRD) Γιούργκεν Ρίγκτερινκ, καθώς εκτιμά ότι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης θα μετριάσουν τους όποιους εξωγενείς κινδύνους. Η μακροοικονομική σταθερότητα και οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν τα τελευταία χρόνια, λέει, αναγνωρίζονται

από τους επενδυτές και εφόσον η επόμενη κυβέρνηση εξακολουθήσει την αναπτυξιακή και φιλική προς τις επενδύσεις πολιτική, θα γίνουν και τα επόμενα βήματα προς την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας τους επόμενους μήνες. Ο ίδιος εκφράζει, εξάλλου, αισιοδοξία ότι η χώρα θα διατηρήσει τη μεταρρυθμιστική της πορεία και μετά τις εκλογές.

Στη συνέντευξή του στην «Κ», ο κ. Ρίγκτερινκ, ο οποίος έρχεται στην Ελλάδα προκειμένου να συμμετάσχει στο 8ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών στις 26-29 Απριλίου, προαναγγέλλει την υπογραφή μιας ακόμη σημαντικής δανειακής συμφωνίας της EBRD στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης, για ένα καινοτόμο πράσινο έργο, όπως το χαρακτηρίζει. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι άλλωστε, σύμφωνα με τον ίδιο, το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας.

Παράλληλα, πάντως, ο κ. Ρίγκτερινκ βλέπει και αδυναμίες που παραμένουν στο ελληνικό επενδυτικό τοπίο: η διακυβέρνηση είναι ασθενές σημείο, λέει, ενώ περαιτέρω μεταρρυθμίσεις χρειάζονται στη δικαιοσύνη και στη δημόσια διοίκηση.

Αντίστοιχα, στον τραπεζικό τομέα, ενώ έχει γίνει σημαντική πρόοδος στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων με τον «Ηρακλή», οι προσπάθειες πρέπει να συνεχιστούν, καθώς το ποσοστό τους εξακολουθεί να είναι υψηλό. Επίσης, μεγάλη πρόκληση για τις τράπεζες συνιστά η ανάγκη κάλυψης ενός μεγάλου ελλείμματος, 8 δισ. ευρώ, σε ίδια χρηματοδοτικά μέσα.

Η τράπεζα έχει εντολή να παραμείνει έως το τέλος του 2025 στην Ελλάδα, όπου κατ’ εξαίρεση δραστηριοποιήθηκε από το 2015. Προτεραιότητές της, λέει ο κ. Ρίγκτερινκ, είναι οι εξής: η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του ιδιωτικού τομέα, η πράσινη μετάβαση και ο χρηματοπιστωτικός τομέας.

– Πώς βλέπετε τα θεμελιώδη των ελληνικών τραπεζών, των οποίων είστε και μέτοχος; Υπάρχει ικανοποιητική πρόοδος σε ό,τι αφορά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και την κερδοφορία τους;

– Τα θεμελιώδη μεγέθη των ελληνικών τραπεζών έχουν βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο της βελτίωσης της ελληνικής οικονομίας και της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) σε μονοψήφιο ποσοστό. Ο «Ηρακλής», το κυβερνητικό σχήμα προστασίας ενεργητικού, υπήρξε εν πολλοίς επιτυχής, βοηθώντας στη διαγραφή των μη εξυπηρετούμενων στοιχείων από τους ισολογισμούς των τραπεζών, μέσω τιτλοποιήσεων. Τούτων λεχθέντων, παρά τη σημαντική πρόοδο, οι τοπικές τράπεζες εξακολουθούν να έχουν υψηλότερα επίπεδα ΜΕΔ σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ε.Ε. και συνεπώς πρέπει να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους.

Αφ’ ότου επενδύσαμε αρχικά στην ανακεφαλαιοποίηση των 4 συστημικών τραπεζών το 2015, συνεχίσαμε να τις υποστηρίζουμε μέσω επενδύσεων σε εργαλεία κάλυψης των ελάχιστων απαιτήσεων για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL), καθώς και σε «καινοτόμες» δομές, όπως οι συνθετικές τιτλοποιήσεις που αποσκοπούν στην ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης. Το Πρόγραμμα Διευκόλυνσης Εμπορίου (TFP) της τράπεζάς μας παρέμεινε πολύ ισχυρό έχοντας διευκολύνει συναλλαγές συνολικού ύψους 3 δισ. ευρώ. Οι συνολικές μας επενδύσεις στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην Ελλάδα ξεπερνούν το 1 δισ. ευρώ.

– Ποιες θα λέγατε ότι είναι οι επόμενες προκλήσεις για το τραπεζικό σύστημα; Ενόψει της αποεπένδυσής τους, θεωρείτε ότι οι μετοχές τους είναι ελκυστικές;

– Με την προσπάθεια για μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε εξέλιξη, σε συνδυασμό με το μεγάλο έλλειμμα των 8 δισ. ευρώ σε ίδια χρηματοδοτικά μέσα (bail-in-able), που πρέπει να καλυφθεί έως το 2025, οι ελληνικές τράπεζες μετατόπισαν το επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους στη βελτιστοποίηση του κεφαλαίου τους, για να υποστηρίξουν την εφαρμογή της αναπτυξιακής τους στρατηγικής, με στόχο την αύξηση της κερδοφορίας τους. Επιπλέον, η πρόσβαση στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου για τους Ελληνες εκδότες εμποδίστηκε για μια σειρά από λόγους, περιλαμβανομένου του καθεστώτος μη επενδυτικής βαθμίδας, αλλά και της μειωμένης όρεξης των επενδυτών, δεδομένης της τρέχουσας μεταβλητότητας στις αγορές.

– Εκτιμάτε ότι το δανειακό σκέλος του Ταμείου Ανάκαμψης θα συμβάλει στην ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων στην Ελλάδα; Ποια είναι τα επόμενα έργα, στα οποία εσείς θα συμμετάσχετε;

– Οπωσδήποτε. Θεωρούμε ότι το Ταμείο Ανάκαμψης θα συμβάλει στην ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων στην Ελλάδα και είμαστε πολύ ευτυχείς που υποστηρίζουμε την προσπάθεια.

Το ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας εναρμονίζεται σε μεγάλο βαθμό με τη στρατηγική μας για τη χώρα. Δεδομένης της εστίασής μας στον ιδιωτικό τομέα και χάρη στις αξιοσημείωτες επιδόσεις μας στον συνδυασμό επενδύσεων, τεχνικής βοήθειας και δεσμεύσεων πολιτικής για την προώθηση βιώσιμης ανάπτυξης, είμαστε ένας φυσικός εταίρος στην προσπάθεια της Ελλάδας να αντιμετωπίσει την πρόκληση της αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, συμμορφούμενη με τις προδιαγραφές υψηλής ποιότητας και εντός του στενού χρονικού πλαισίου που επιβάλλει ο Κανονισμός του Ταμείου.

Επίσης, είμαστε ο πρώτος εταίρος που υπέγραψε επιχειρησιακή σύμβαση για τη διαχείριση και τη διάθεση δανειακών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Σε λιγότερο από ένα χρόνο πετύχαμε να ολοκληρώσουμε επιτυχώς 3 συναλλαγές, για τη διάθεση ποσοστού άνω του 20% των 500 εκατ. ευρώ που διαχειριζόμαστε, υποστηρίζοντας τις επιχειρήσεις ΟΤΕ, «Χατζόπουλος» και «Παπουτσάνης».

Oι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης θα μετριάσουν τους όποιους εξωγενείς κινδύνους για την ελληνική οικονομία.
Η συνεργασία μας επικεντρώνεται σε 5 περιοχές προτεραιότητας: πράσινη μετάβαση, ψηφιοποίηση, εξαγωγικός προσανατολισμός, οικονομίες κλίμακας και καινοτομία (έρευνα και ανάπτυξη). Σύντομα θα ανακοινώσουμε και την τέταρτη συμφωνία μας στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης, για την οποία είμαστε πολύ υπερήφανοι, καθώς πρόκειται για ένα καινοτόμο πράσινο έργο.

– Ποιες είναι οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και πότε βλέπετε να επιτυγχάνεται η επενδυτική βαθμίδα; Σε ποιους τομείς θεωρείτε ότι τα προβλήματα παραμένουν;

– Η οικονομία επιβραδύνεται, αλλά η συνολική εικόνα παραμένει θετική. Το 2023 προβλέπεται μια επιβράδυνση, που αντανακλά τις παγκόσμιες εξελίξεις (αύξηση του ΑΕΠ 1,5%, σύμφωνα με τις τελευταίες μας εκτιμήσεις), αλλά το 2024 ο ρυθμός θα επιταχυνθεί στο 3%.

Η υλοποίηση έργων που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης, τόσο με δάνεια, όσο και με επιχορηγήσεις, προχωρεί καλά και μετριάζει τους κινδύνους από τις παγκόσμιες και τις περιφερειακές αναταράξεις.

Τα επιτεύγματα της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια σε όρους μακροοικονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης και η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων αναγνωρίζονται όλο και περισσότερο από τους διεθνείς επενδυτές. Περαιτέρω κινήσεις στην κατεύθυνση της τελικής επίτευξης της επενδυτικής βαθμίδας είναι πιθανές τους επόμενους μήνες, υπό την προϋπόθεση ότι η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές θα συνεχίσει την αναπτυξιακή και φιλική προς τις επενδύσεις πολιτική.

– Ανησυχείτε για ενδεχόμενο εκλογικό κίνδυνο, που θα καθυστερήσει ή θα ανατρέψει μεταρρυθμίσεις;

– Με ικανοποίηση είδαμε ότι η Ελλάδα πήρε τα απαραίτητα μέτρα και ανέλαβε τις πολιτικές δεσμεύσεις που βελτίωσαν την ανθεκτικότητα της οικονομίας της και ενίσχυσαν τη χρηματοπιστωτική της σταθερότητα τα τελευταία χρόνια, οδηγώντας στην επιτυχή ολοκλήρωση του καθεστώτος ενισχυμένης εποπτείας της Ε.Ε. τον προηγούμενο χρόνο.

Οι προσπάθειες των τελευταίων κυβερνήσεων έθεσαν τη βάση για τα επόμενα χρόνια και παραμένουμε αισιόδοξοι ότι η χώρα θα διατηρήσει τη μεταρρυθμιστική της πορεία και θα συνεχίσει με τα καλά αποτελέσματα που πέτυχε μέχρι τώρα.

– Θα επανεξετάσετε την παρουσία σας στην Ελλάδα μετά το 2025;

– Το 2018 αποδεχθήκαμε το αίτημα των ελληνικών αρχών να παρατείνουμε το έργο μας στη χώρα. Σταθμίζοντας την πρόοδο που σημείωσε η Ελλάδα και την ανάγκη για περαιτέρω στήριξη, οι μέτοχοί μας αποφάσισαν να περιορίσουν την περαιτέρω δέσμευση της EBRD μέχρι το τέλος του 2025.

Τώρα επικεντρωνόμαστε στο πώς θα μπορέσουμε να υποστηρίξουμε περαιτέρω την ελληνική οικονομία έως το τέλος της εντολής μας.

– Ποια είναι τα μελλοντικά επενδυτικά σας σχέδια εδώ;

– Θα διοχετεύσουμε επενδύσεις σε περιοχές όπου η υποστήριξή μας είναι περισσότερο απαραίτητη, τονώνοντας την ανταγωνιστικότητα του ιδιωτικού τομέα, υποστηρίζοντας τη μετάβαση σε μια πιο πράσινη οικονομία και εξελίσσοντας περαιτέρω τον χρηματοπιστωτικό τομέα και τις αγορές κεφαλαίου. Αυτές θα είναι οι τρεις κύριες προτεραιότητές μας στην Ελλάδα.

Οι δεσμεύσεις πολιτικής που έχουμε αναλάβει αναμένεται να συμπληρώσουν τις επενδύσεις και να βοηθήσουν τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και την προώθηση των οικονομικών μεταρρυθμίσεων, αλλά και να ενισχύσουν τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, περιλαμβανομένων των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Επίσης, θα συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε στενά με την ελληνική κυβέρνηση για να υποστηρίξουμε την εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της χώρας και την επακόλουθη παροχή χρηματοδότησης στην ελληνική οικονομία.

Μεγάλο πλεονέκτημα στην πράσινη ενέργεια

– Δεδομένης της δραστηριοποίησής σας για πολλά χρόνια στις ιδιωτικές επενδύσεις στην Ελλάδα, πού βλέπετε συγκριτικά πλεονεκτήματα και ποια είναι τα εμπόδια για τους επενδυτές;

– Aφ’ ότου ξεκινήσαμε να επενδύουμε στην Ελλάδα, πριν από 8 χρόνια, σημειώθηκε αξιοσημείωτη πρόοδος. Η χώρα έχει ήδη πραγματοποιήσει σημαντικά βήματα για την αναμόρφωση της οικονομίας της και τον μετασχηματισμό της σ’ έναν ελκυστικό επενδυτικό προορισμό.

Ενα από τα κύρια συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας είναι οι προοπτικές της στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η Ελλάδα είναι προικισμένη με άφθονο ήλιο και ανέμους, που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν ενέργεια όχι μόνο για τις δικές της ανάγκες, αλλά και για εξαγωγές σε άλλες χώρες.

Η πράσινη μετάβαση παραμένει κορυφαία προτεραιότητα για την EBRD και την ελληνική κυβέρνηση και θα εξακολουθήσουμε να υποστηρίζουμε τα πράσινα έργα στη χώρα. Τον προηγούμενο χρόνο, περισσότερες από τις μισές επενδύσεις μας στην Ελλάδα είχαν περιβαλλοντικά οφέλη. 

Στηρίξαμε μερικά από τα πιο φιλόδοξα σχέδια της χώρας, από επενδύσεις σε πράσινα ομόλογα έως την υποστήριξη ανανεώσιμων πηγών και πράσινων κτιρίων.

Οι φιλοδοξίες της Ελλάδας μπορούν να ικανοποιηθούν, αν αξιοποιήσει στο μέγιστο όλες τις διαθέσιμες χρηματοδοτικές πηγές για την επιτάχυνση της κλιμάκωσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η διακυβέρνηση παραμένει ένα ασθενές σημείο της Ελλάδας, σε σύγκριση με πολλούς από τους εταίρους της στην Ε.Ε., ενώ περαιτέρω πρόοδος χρειάζεται σε περιοχές όπως η δημόσια διοίκηση και η δικαστική μεταρρύθμιση. 

Τα κυβερνητικά σχέδια για την ψηφιακή μετάβαση κάνουν ήδη τη διαφορά και πιθανότατα η εφαρμογή τους θα επιταχυνθεί, καθιστώντας τη χώρα ακόμη πιο ελκυστική για τους επενδυτές.

*Από την Καθημερινή