Την στιγμή που κυβέρνηση και αντιπολίτευση και σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος ευρίσκονται απόλυτα αφοσιωμένοι στον προεκλογικό αγώνα και η χώρα για μια ακόμα φορά, εν μέσω πολιτικών και οικονομικών σκανδάλων, διάγει περίοδο εσωστρέφειας, οι διεθνείς γεωπολιτικές εξελίξεις τρέχουν και αναπόφευκτα αργά ή γρήγορα θα επηρεάσουν και την Ελλάδα

Με την χώρα μας να είναι απόλυτα εξαρτώμενη από εισαγωγές ενέργειας - εισάγει περισσότερο από το 74% της ενέργειας που καταναλώνει - και μάλιστα από ορυκτά καύσιμα το ενδιαφέρον για το τι γίνεται στον διεθνή ενεργειακό χώρο δεν είναι ακαδημαϊκό αλλά απόλυτα πρακτικό. 

Με την διακύμανση των τιμών σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο να επηρεάζει άμεσα τα δημόσια οικονομικά.

Αρκεί να θυμίσουμε ότι το 2022 λόγω της ενεργειακής κρίσης και της γεωπολιτικής αστάθειας, παρατηρήθηκαν οι υψηλότερες τιμές ενέργειας των τελευταίων χρόνων, εκτοξεύθηκε το έλλειμμα εξωτερικών συναλλαγών σε πρωτόγνωρα επίπεδα, στα €18 δισεκ. (βλ. εδώ), με το 70% να οφείλεται στις εισαγωγές ενέργειας (πετρέλαιο, αέριο, ηλεκτρισμός). Άρα, έχουμε κάθε λόγο να ανησυχούμε με την πορεία των διεθνών τιμών ενέργειας και πώς αυτές μπορούν, εάν αυξηθούν περαιτέρω, να υπονομεύσουν την εύθραυστη οικονομική ανάπτυξη, που στο μεγαλύτερο ποσοστό της βασίζεται στην αύξηση της κατανάλωσης και μάλιστα στην εισαγόμενη τουριστική. Αλλά η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού κάθε άλλο παρά οικονομική ασφάλεια παρέχει στην χώρα αφού τα μάλλον εύκολα έσοδα του μπορεί να εκλείψουν από την μια ημέρα στην άλλη (βλέπε επιδημίες, φυσικές καταστροφές, εμπόλεμες καταστάσεις, κλπ).

Διάγραμμα 1: Διακύμανση τιμών πετρελαίου τύπου Brent τον τελευταίο μήνα

Πηγές: ICE, Financial Times

Τούτων λεχθέντων, οι προβλέψεις για το πώς στην σημερινή συγκυρία θα εξελιχτούν πρωτίστως οι τιμές του πετρελαίου και δευτερευόντως αυτές του φυσικού αερίου, αποτελεί θέμα μεγάλου ενδιαφέροντος όχι μόνο για το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης αλλά και για τους καταναλωτές, ιδιαίτερα τις επιχειρήσεις και την βιομηχανία. Σήμερα όμως ευρισκόμαστε προ ενός παραδόξου, όπως αυτά που κατά διαστήματα χαρακτηρίζουν την διεθνή αγορά πετρελαίου, αφού παρά την σημαντική μείωση της παραγωγής πετρελαίου από το καρτέλ του OPEC+ που ανακοινώθηκε αίφνης ανήμερα Κυριακή (2/4), οι τιμές, που ανέκαμψαν μόνο προσωρινά για λίγες ημέρες, έκτοτε έχουν πάρει την κατιούσα. Με την τιμή του Brent, του διεθνούς benchmark, να διαπραγματεύεται στο επίπεδο των $80 με $82 το βαρέλι τις τελευταίες ημέρες, δηλαδή στα επίπεδα προ της ανακοίνωσης του OPEC+.

Η ανωτέρω απόφαση του πετρελαϊκού καρτέλ, η οποία και είχε πολλαπλούς αποδέκτες και ιδιαίτερο σημειολογικό ενδιαφέρον και σχολιάστηκε καταλλήλως από την στήλη (εδώ), αφορά μια ποσότητα 1.66 εκατ. βαρ./ημέρα και περιλαμβάνει περικοπές 500 χιλιάδων βαρελιών που είχαν ήδη ανακοινωθεί από την Ρωσία από τον περασμένο Φεβρουάριο. Με τις περικοπές αυτές να προστίθενται στα 2 εκατ. βαρ./ημέρα που είχαν ανακοινωθεί τον περασμένο Οκτώβριο.

Άρα, στην πράξη μιλάμε για συνολικές περικοπές 3.6 εκατ. βαρ./ημέρα μέσα σε 6 μήνες. Τα νούμερα αυτά αποκτούν ενδιαφέρον και έχουν νόημα μόνο εάν λάβουμε υπόψη μας μερικές σταθερές της διεθνούς αγοράς. Όπως λχ. τα μεγέθη που αφορούν στη ζήτηση και προσφορά, τα οποία, σύμφωνα με τον ΙΕΑ, για το 2022 διαμορφώθηκαν στα 99.9 εκατ. βαρ./ημέρα και 101.1 εκατ. βαρ./ημέρα αντίστοιχα. Με τον ΙΕΑ αλλά και τον ίδιο τον OPEC να προβλέπουν σταθερή αύξηση της ζήτησης για όλο το τρέχον έτος, έτσι που στο σύνολό της αυτή να φθάσει στα + 2 εκατ. βαρ./ημέρα και να διαμορφωθεί τελικά στα 101.9 εκατ. βαρ./ημέρα για το 2023, δηλ. σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.

Διάγραμμα 2: Παγκόσμια συνολική πετρελαϊκή ζήτηση

 

Πηγή: IEA Oil Market Report (April 2023)

Και εδώ ξεκινούν τα παράδοξα με την πορεία της πετρελαϊκής αγοράς και όχι μόνο, αφού αυτή επηρεάζεται αναπόφευκτα από τις ευρύτερες γεωπολιτικές εξελίξεις. Παράδοξο πρώτο, είναι αυτή η ίδια απόφαση του OPEC+ (στον οποίο από το 2016 συμμετέχει και η Ρωσία που ως γνωστό έχει συνάψει στρατηγική σχέση συνεργασίας με την Μόσχα) αφού αντίθετα στην κοινή λογική αποφασίζει να μειώσει την παραγωγή, ενώ αυξάνεται η παγκόσμια ζήτηση. Η βασική αιτιολογία του καρτέλ ότι δήθεν προχώρησε σε μείωση της παραγωγής ως ένα προληπτικό μέτρο με στόχο να επιφέρει σταθερότητα στην αγορά, δηλ. να κρατήσει τις τιμές σε ένα ευνοϊκό για αυτό επίπεδο, δεν ευσταθεί απόλυτα αφού με δεδομένη την αυξητική δυναμική της αγοράς αργά ή γρήγορα η ζήτηση θα υπερκάλυπτε κατά πολύ την προσφορά και άρα οι τιμές θα επηρεάζονται ανοδικά.

Διάγραμμα 3: Παγκόσμια πετρελαϊκή προσφορά και ζήτηση

 

Πηγή: IEA Oil Market Report (April 2023)

Παράδοξο δεύτερο, η συμπεριφορά της αγοράς αφ´ ης στιγμής ανακοινώθηκε η απόφαση του OPEC+ για μείωση της παραγωγής. Η εκτόξευση των τιμών μέσα σε τρεις ημέρες από τα $78 το βαρέλι στα $85 και λίγο αργότερα στα $87, και ακολούθως μέσα σε λίγες ημέρες ταχεία πτώση στα $80 το βαρέλι. Υποστηρίζει μια μερίδα αναλυτών ότι αυτή η πορεία λούνα πάρκ (πιο συγκεκριμένα το τρενάκι που ανεβοκατεβαίνει τις ράγες με τα πλήθη να ουρλιάζουν από την έκσταση και τον φόβο) είναι ως αποτέλεσμα αφενός των αρνητικών εκτιμήσεων για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας που προέκυψαν εν τω μεταξύ, όπως αυτές εκφράστηκαν πρόσφατα από το ΔΝΤ (τελευταία πρόβλεψη για μέση παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη στο +2.8% για το 2023 έναντι +3.5% περυσινής εκτίμησης), και αφετέρου η συνειδητοποίηση για αργή ανάκαμψη της Κινεζικής οικονομίας για το τρέχον έτος (πρόβλεψη για αύξηση του ΑΕΠ στο +5.2% έναντι αρχικών εκτιμήσεων για +4.5%).

Με την πλέον πιθανή εξήγηση να ευρίσκεται σε αυτό που παρατηρούν έμπειροι παίκτες της διεθνούς αγοράς, δηλαδή της χρονικής υστέρησης μεταξύ της λήψης της απόφασης του OPEC+ και της περιόδου κατά την οποία αρχίζουν να εφαρμόζονται οι περικοπές και να λείπουν βαρέλια από την ημερήσια αφορά. Στη καλύτερη περίπτωση, αυτό δεν θα συμβεί πριν τα τέλη Μαΐου, αφού τότε οι μεγάλοι παραγωγοί θα μειώσουν την παραγωγή τους ή απλά θα καθυστερήσουν στην πράξη τις εξαγωγές τους. Για αυτό, ο ΙΕΑ στην τελευταία του μηνιαία έκθεση (Oil Market Report) κάνει λόγο για ένα κενό που αναμένει ότι θα δημιουργηθεί μεταξύ παραγωγής και ζήτησης το Β’ εξάμηνο του 2022. Με τον διεθνή οργανισμό να προβλέπει ότι αυτό το κενό μπορεί να φθάσει ακόμα και τα 1.4 εκατ. βαρ./ημέρα.

Επειδή το «κενό» το απεχθάνεται η φύση αλλά και οι σύγχρονες αγορές, ας μην εκπλαγούμε εάν δούμε τις τιμές πετρελαίου να αυξάνονται σταθερά και σε πρωτόγνωρα επίπεδα καθώς θα μπαίνουμε στο β’ εξάμηνο του 2023. Με άλλα λόγια, «θα κλάψουν μανούλες».