Η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία άλλαξε άρδην το σκηνικό στην παγκόσμια οικονομία και στις Γεωπολιτικές εξελίξεις. Και είναι τέτοια η έκταση της αλλαγής, που ακόμα και στην περίπτωση της όποιας «καλλίτερης» 

συνδιαλλαγής στον Ουκρανικό πόλεμο, οι μεταβολές είναι μη αναστρέψιμες ώστε μπορούμε να μιλάμε για ένα νέο πλαίσιο σχέσεων και επιδιώξεων στους τομείς της ενέργειας, της οικονομίας και των Διεθνών σχέσεων, αλλά και γενικότερα.

Στον τομέα της ενέργειας

Ένα, από τα πρώτα αποτελέσματα της Ρωσικής εισβολής, ήταν η απόφαση της Ευρώπης για την ενεργειακή της απεξάρτηση από τη Ρωσία, πράγμα καθόλου εύκολο μπροστά σε μία παγιωμένη κατάσταση απρόσκοπτης και φθηνής ενέργειας τις προηγούμενες δεκαετίες.

Υφιστάμενοι δρόμοι ενεργειακής τροφοδοσίας από την Ρωσία εγκαταλείφθησαν, (παρόλο που στοίχησαν τεράστια ποσά), νέοι ενεργειακοί δρόμοι και προμηθευτές αναζητήθηκαν, αλλά και πηγές ενέργειας (άνθρακας, λιγνίτης), που είχαν εγκαταλειφθεί, λόγω της πράσινης μετάβασης, ήρθαν ξανά στην επιφάνεια, για να καλύψουν, έστω και προσωρινά, την ενεργειακή ένδεια, που ξαφνικά ενέσκηψε στην Ευρώπη.

Έτσι η Ευρώπη εξαγγέλλει νέα ενεργειακή στρατηγική (Μάϊος 2022) και με βάση τον σχεδιασμό του RepowerEU των Βρυξελλών, επιταχύνει τους μηχανισμούς πράσινης μετάβασης, διαφοροποιεί τις πηγές προμήθειας ενέργειας, ενισχύει τους μηχανισμούς εξοικονόμησης ενέργειας, επενδύει στις νέες τεχνολογίες και διακόπτει την τροφοδοσία της με Ρωσικό άνθρακα και πετρέλαιο (εκτός μικρών εξαιρέσεων), ενώ περιορίζει σε μεγάλο βαθμό και τις ροές του Φυσικού Αερίου από τη Ρωσία, με σκοπό να τις περιορίσει εξ ολοκλήρου το 2030.

Ως εκ τούτου, το νέο τοπίο διαμορφώνεται, πλέον, από υψηλές τιμές ενέργειας, από αβεβαιότητα για επαρκή τροφοδοσία της ενεργειακής αγοράς και από έναν έντονο αγώνα για την πράσινη μετάβαση.

Μια πράσινη μετάβαση, όμως, που απαιτεί ένα μακρύ χρονικό διάστημα για να υλοποιηθεί, αφού και πολλά νέα δίκτυα πρέπει να κατασκευασθούν και νέες εξελιγμένες τεχνολογίες να αναπτυχθούν.

Η ανάγκη της πράσινης μετάβασης φέρνει, επίσης στο προσκήνιο, την ανάγκη της απεξάρτησης του Δυτικού κόσμου από το μονοπώλιο των σπάνιων γαιών, (που απεγνωσμένα χρειάζονται για τις νέες μορφές τεχνολογίας), και το οποίο σήμερα είναι στα χέρια λίγων Χωρών και κυρίως της Κίνας.

Στον τομέα της οικονομίας

Η Ρωσική εισβολή ήρθε, ακριβώς, σε συνέχεια της υποχώρησης της πανδημίας και ενώ η παγκόσμια οικονομία είχε αρχίσει να αναπτύσσεται ξανά.

Η προσπάθεια όμως εκμετάλλευσης, εκ μέρους της Ρωσίας, της ενεργειακής της δύναμης, δημιούργησε έντονη δυσπιστία για κάθε είδους εξαρτήσεις και στον ενεργειακό και στον οικονομικό τομέα, με αποτέλεσμα, την έξαρση του προστατευτισμού, την ως εκ τούτου υποχώρηση της παγκοσμιοποίησης και συνακόλουθα τα προβλήματα στο εμπόριο και στην εφοδιαστική αλυσίδα.

Έτσι, και ενώ στο προηγούμενο διάστημα η παγκόσμια κοινότητα αναζητούσε τις φθηνότερες πηγές πρώτων υλών και προϊόντων, τώρα η νέα βασική της επιδίωξη είναι η αναζήτηση, κυρίως, αξιόπιστων πηγών τροφοδοσίας.

Η Ρωσική εισβολή και η αβεβαιότητα ενεργειακής τροφοδοσίας επέφεραν υψηλό ενεργειακό κόστος, που με τη σειρά του επηρέασε το κόστος παραγωγής αλλά και το κόστος εφοδιασμού, με αποτέλεσμα υψηλές τιμές προϊόντων και την εμφάνιση ενός υψηλού πληθωρισμού σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ένας πληθωρισμός με συγκυριακά μεν χαρακτηριστικά, αλλά ικανός όμως, να σημάνει οικονομικό συναγερμό, αφού το χρήμα έγινε ακριβότερο με αποτέλεσμα να αυξηθεί σημαντικά το συνολικό παγκόσμιο Δημόσιο και Ιδιωτικό χρέος, λόγω ακριβώς των μέτρων που αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν οι κεντρικές τράπεζες για τον περιορισμό του πληθωρισμού.

Τόσο έντονες ήταν μάλιστα οι επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία που το φαινόμενο των μέτρων προστασίας των εθνικών αγορών εμφανίστηκε ακόμα και μεταξύ των Δυτικών συμμάχων (ΗΠΑ και ΕΕ), αφού οι ΗΠΑ αποφάσισαν σημαντική επιδότηση των δικών τους βιομηχανιών, προκαλώντας την σφοδρή αντίδραση της ΕΕ και την απάντησή της με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή στήριξης της δικής της πράσινης βιομηχανίας (net-zero industry).

Η κρίση όμως δυσπιστίας σε εξαρτήσεις επαναφέρει στο προσκήνιο τις σημαντικές οικονομικές και εμπορικές εξαρτήσεις της Δύσης με την Κίνα, με αποτέλεσμα την επιλογή της μεταφοράς και μετεγκατάστασης σειράς παραγωγικών δραστηριοτήτων εκτός Κίνας.

Η ανταγωνιστικότητα λοιπόν και στην παγκόσμια οικονομία αυξάνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό πράγμα που έχει σημαντικές επιπτώσεις και στις Διεθνείς Σχέσεις.

Στον τομέα των Διεθνών Σχέσεων

Το τέλος της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης (με προεξάρχουσα τη Γερμανία) από τη Ρωσία, συνιστά μία τεράστια γεωπολιτική αλλαγή. 

Μία επίσης πολύ μεγάλη γεωπολιτική αλλαγή είναι η νέα αποδυναμωμένη θέση της Ρωσίας στην παγκόσμια κοινότητα μετά την εισβολή της στην Ουκρανία. 

Αυτά που απεκόμισε, τουλάχιστον προς το παρόν, η Ρωσία από την εισβολή της συνοψίζονται στα εξής: 

  • Ενεφάνησε στρατιωτική αδυναμία στο πεδίο με ότι αυτό συνεπάγεται
  • Έχασε ενεργειακά τον μεγαλύτερο και πλέον αξιόπιστο πελάτη της
  • Συρρικνώνεται οικονομικά και χάνει την πρόσβασή της σε Δυτικά προϊόντα και κυρίως σε εκείνα της υψηλής τεχνολογίας που έχει ανάγκη η οικονομία της και ιδιαίτερα ο ενεργειακός τομέας της
  • Συσπείρωσε τους αντιπάλους της, την Δύση και το ΝΑΤΟ, που το οδήγησε, ακόμη πιο κοντά στα σύνορά της, με την είσοδο σε αυτό της Σουηδίας και της Φιλανδίας
  • Δημιούργησε εσωτερικές αντιδράσεις στη χώρα, ρωγμές στην εμπιστοσύνη προς την πολιτική Ηγεσία και καχυποψία των συμμάχων της
  • Εγκαινίασε στα Διεθνή πράγματα έναν νέο ψυχρό πόλεμο με ότι συνεπάγεται αυτό σε εξοπλισμούς και στην Διεθνή Οικονομία

Ωστόσο ο πόλεμος στην Ουκρανία ανέδειξε ακόμη περισσότερο τα προϋπάρχοντα προβλήματα στο παγκόσμιο σκηνικό.  

Ήδη από πριν, Ρωσία, Κίνα και Ιράν, για τους δικούς τους προφανείς πολιτικούς λόγους, υποστηρίζουν (και τώρα πιο έντονα) την δημιουργία ενός πολυπολικού παγκόσμιου συστήματος, ενός δηλαδή συστήματος χωρίς την κυρίαρχη Ηγεμονία της Δύσης και κυρίως των ΗΠΑ. 

Από την άλλη μεριά η Δύση προβάλλει τα δικά της πλεονεκτήματα της Δημοκρατίας και των ελευθεριών της Δυτικής κοινωνίας απέναντι στον αυταρχισμό (και τα συνεπακόλουθά του) που διέπει τα καθεστώτα των τριών αυτών χωρών (Ρωσία, Κίνα, Ιράν). 

Πέρα όμως από τον πόλεμο στην Ουκρανία, ήδη, σε παγκόσμιο επίπεδο (και πιο συγκεκριμένα μεταξύ Κίνας και Δύσης) εισερχόμαστε, σαν παγκόσμια κοινότητα, σε ένα διαρκή ανταγωνισμό που χαρακτηριστικά του θα είναι:

  • Ο αγώνας για τους εξοπλισμούς
  • Ο εμπορικός πόλεμος και οι οικονομικές κυρώσεις
  • Ο πόλεμος προπαγάνδας

Ο νικητής σε αυτό τον ανταγωνισμό θα καθορισθεί κυρίως από το ποιος θα επικρατήσει στο Οικονομικό πεδίο. Ένα πεδίο όπου η Δύση κυριαρχεί στον τομέα των υπηρεσιών, της πληροφορίας και της τεχνολογίας, ενώ στον βιομηχανικό τομέα βρίσκεται εξαρτώμενη σε ένα σημαντικό βαθμό από Τρίτες χώρες και ιδίως την Κίνα. 

Σε αυτή την απεξάρτηση στοχεύει πλέον η Δύση και όλα αυτά μαζί οδηγούν στο ξήλωμα της παγκοσμιοποίησης, στην άνοδο του προστατευτισμού που με τη σειρά τους θα προλειάνουν το έδαφος για ακόμα μεγαλύτερες συγκρούσεις στο μέλλον.

Το ερώτημα είναι τι θα μπορούσε να αντιστρέψει αυτή την τάση. Ακόμη κι ένας συμβιβασμός στον πόλεμο της Ουκρανίας, δεν αρκεί.

Η διελκυστίνδα μεταξύ Κίνας και Δύσης στον οικονομικό τομέα θα καθορίσει εν πολλοίς την νέα παγκόσμια πραγματικότητα.

*Ο κ. Χρήστος Δήμας είναι Μέλος ΔΕ και Πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής Γεωπολιτικής του ΙΕΝΕ