Τα γεγονότα των τελευταίων μηνών και ιδιαίτερα τα έκτακτα Συμβούλια των Υπουργών Ενέργειας της 24ης Νοεμβρίου και της 13ης Δεκεμβρίου στις Βρυξέλλες έδειξαν με τον πλέον ανάγλυφο τρόπο τις μεγάλες δυσκολίες που υπάρχουν στην υλοποίηση του στόχου που έχει τεθεί από τα περισσότερα κράτη για τον έλεγχο τιμών στην Ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου. Ως γνωστό 15 κράτη μέλη της ΕΕ, με την Ελλάδα να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, υποστηρίζουν την θέση περί επιβολής ενός ανώτατου ορίου («πλαφόν», όπως έχει επικρατήσει) στην τιμή του φυσικού αερίου που προκύπτει από την καθημερινή διαπραγμάτευση στα δέκα βασικά gas trading hubs της Ευρώπης

το πλέον γνωστό από τα οποία είναι αυτό της Ολλανδίας, το TTF (δηλ. το Title Transfer Facility). Με το συγκεκριμένο hub να έχει επικρατήσει τα τελευταία χρόνια ως το σημείο αναφοράς (benchmark) για τις τιμές αερίου στην Ευρώπη.

Ενώ η προσπάθεια ελέγχου της τιμής αερίου στην Ευρώπη δεν έχει ακόμα καρποφορήσει – με την ΕΕ να έχει συγκαλέσει μία ακόμα συνάντηση σε επίπεδο υπουργών στις 19 Δεκεμβρίου στοχεύοντας σε μια τελική διαπραγμάτευση – εν τω μεταξύ, προχώρησε η επιβολή ανώτατου ορίου τιμής σε διεθνές επίπεδο για εξαγωγές Ρωσικού πετρελαίου μετά από συντονισμένες προσπάθειες της Ουάσιγκτον και των Βρυξελλών στο πλαίσιο των G7. Έτσι, από την Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου ισχύει όχι μόνο απαγόρευση εξαγωγών Ρωσικού πετρελαίου που θα έχει αποκτηθεί σε τιμές άνω των $ 60 το βαρέλι αλλά και η πλήρης απαγόρευση των δια θαλάσσης εξαγωγών Ρωσικού αργού προς την Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο των μέτρων που έχει ανακοινώσει η ΕΕ ήδη από τον περασμένο Μάιο. Προσωρινή εξαίρεση μέχρι τις αρχές Φεβρουαρίου 2023 έχει λάβει η εξαγωγή Ρωσικών πετρελαϊκών προϊόντων (ντίζελ, μαζούτ κ. ά.).

Κεντρική Ευρώπη και αγωγοί

Σχεδόν μόνιμη εξαίρεση από πλευράς όγκου και τιμής έχουν οι Ρωσικές εξαγωγές αργού προς την Κεντρική Ευρώπη μέσω του εκτενούς δικτύου αγωγών Ντρούζμπα, διά του οποίου μεταφέρονται καθημερινά 1,2 εκατ. βαρέλια. Το πετρέλαιο αυτό διοχετεύεται σε διυλιστήρια στην Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία, Πολωνία και Γερμανία. Η ποσότητα αυτή δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη καθώς αντιπροσωπεύει σχεδόν το 30% των συνολικών εξαγωγών αργού της Ρωσίας βάσει στοιχείων για το πρώτο δεκάμηνο του 2022. Η εξαίρεση αυτή είναι ενδεικτική των τεράστιων δυσκολιών που υπάρχουν στην αποδέσμευση της Ευρώπης από τον Ρωσικό ενεργειακό εναγκαλισμό.

Κι αυτό γιατί, στην περίπτωση του Ρωσικού αργού που εξάγεται στην Ευρώπη μέσω του αγωγού Ντρούζμπα, προκειμένου να αντικατασταθεί, θα πρέπει να κατασκευασθεί ένα νέο σύστημα εναλλακτικών αγωγών που θα τροφοδοτούνται από τέρμιναλ σε Αδριατική, Αιγαίο και Βαλτική που θα χρειαστεί 5 και πλέον χρόνια να κατασκευασθεί με ένα εκτιμώμενο κόστος άνω των € 25 δισεκ. Είναι δε εξαιρετικά αμφίβολο εάν η σημερινή ηγεσία της ΕΕ, εγκλωβισμένη στον κορσέ των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει στο πλαίσιο της πολιτικής του NetZero50, θα θελήσει να χρηματοδοτήσει την κατασκευή αγωγών στο κέντρο της Ευρώπης αφού θεωρεί ότι το καύσιμο αυτό πρέπει το συντομότερο να εκλείψει από το ενεργειακό μείγμα. Όμως, ο αγωγός Ντρούζμπα αποτελεί στην πράξη την Ρωσική ενεργειακή λαβή στην Ευρώπη μέσω της οποίας η Μόσχα μπορεί να εκβιάσει καταστάσεις και ίσως τελικά αποδειχθεί η Αχίλλειος πτέρνα του ευρωπαϊκού ενεργειακού συστήματος.

Μη ασφάλισης των φορτίων αργού

Ένα ακόμα πιο ισχυρό μέτρο στην προσπάθεια μείωσης και ελέγχου των εσόδων της Ρωσίας από εξαγωγές πετρελαίου – που είναι ο απώτερος στόχος της επιβολής πλαφόν στις πετρελαϊκές τιμές- αποτελεί η παράλληλη με το πλαφόν απόφαση περί μη ασφάλισης των φορτίων αργού σε περίπτωση που αυτό έχει αγορασθεί σε τιμές άνω των $ 60 το βαρέλι. Το μέτρο αυτό ήδη αποδεικνύεται πλέον αποτελεσματικό εάν κρίνουμε από την συμφόρηση πετρελαιοφόρων πλοίων τις τελευταίες ημέρες στα στενά του Βοσπόρου τα οποία οι Τουρκικές αρχές θέλουν να ελέγξουν για την ισχύ και νομιμότητα των εγγράφων ναυτασφάλισης εν όψει των νέων μέτρων.

Σήμερα, είναι τα στενά των Δαρδανελίων και αύριο θα είναι η διώρυγα του Σουέζ και Παναμά και άλλα περάσματα όπου η δια θαλάσσης ελεύθερη μεταφορά ενεργειακών φορτίων θα παρενοχλείται συστηματικά σε μια απέλπιδα προσπάθεια ελέγχου της ροής του Ρωσικού αργού και προϊόντων, όπως παρατηρούν διεθνείς αναλυτές αυτό μοιραία θα οδηγήσει σε περιορισμό της προμήθειας και άνοδο των τιμών μεσοπρόθεσμα.

Παράδοξο χαρακτηριστικό

Τόσο η προσπάθεια επιβολής ανώτατου ορίου στην αγορά αερίου στην Ευρώπη όσο και η επιβολή πλαφόν στην τιμή του πετρελαίου έχουν ένα κοινό και παράδοξο χαρακτηριστικό. Αποβλέπουν μεν στον περιορισμό των εσόδων της Ρωσίας από εξαγωγές ενέργειας αλλά όχι στον πλήρη αποκλεισμό της, αφού η Δύση και η παγκόσμιος αγορά έχουν ανάγκη το Ρωσικό πετρέλαιο και αέριο που μαζί καλύπτουν περίπου το 20% της παγκόσμιας ενεργειακής προμήθειας. Στη δε περίπτωση της Ευρώπης, η υιοθέτηση πλαφόν αποβλέπει παράλληλα στην τιθάσευση των τιμών (προς όφελος του καταναλωτή) αφού είναι έτσι δομημένο το ενεργειακό της σύστημα όπου οι αυξήσεις στις τιμές του αερίου πέρα από ένα όριο να έχουν άμεσες και αρνητικές επιπτώσεις στην διαμόρφωση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας.

Η μέχρι σήμερα εμπειρία από την αστυνόμευση των πετρελαιοπαραγωγών χωρών για την τήρηση των κατά καιρούς επιβαλλόμενων κυρώσεων (βλέπε Ιράν, Βενεζουέλα) είναι μάλλον αρνητική γιατί τα κράτη αυτά καταφέρνουν, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, να εξάγουν αξιόλογες ποσότητες διατηρώντας, έστω και οριακά, τις εισροές πολύτιμου συναλλάγματος. Στη δε περίπτωση της Ρωσίας, η αντοχή της σε περιοριστικά μέτρα είναι απείρως ισχυρότερη αφού από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία έχει με μεγάλη επιτυχία αναπροσανατολίσει τις εξαγωγές της προς Ινδία, Πακιστάν, Κίνα και Τουρκία, δημιουργώντας νέες αγορές αν και αυτό σήμαινε την πώληση αργού, κυρίως ποικιλία Urals, προσφέροντας γενναίες εκπτώσεις που φθάνουν και το 25% της τρέχουσας τιμής Brent.

Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, σε συνδυασμό με την άνοδο των τιμών πετρελαίου και αερίου, είναι ότι η Μόσχα το πρώτο 10μηνο του 2022 είχε συνολικά έσοδα από εξαγωγές πετρελαίου και φ. αερίου έφθασαν τα $191 δις. έχοντας σημειώσει άνοδο συν 38% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο το 2021. Οι εκτιμήσεις είναι ότι το 2022 η Ρωσία θα έχει πετύχει συνολικές εξαγωγές υδρογονανθράκων αξίας $220 δις.

Το επόμενο στάδιο

Επόμενο στάδιο στην νέα πετρελαιοεξαγωγική πολιτική της Μόσχας είναι ο απόλυτος έλεγχος των εξαγωγών μέσω της αποκλειστικής μεταφοράς αργού και προϊόντων με Ρωσικής ιδιοκτησίας τάνκερς και η ασφάλιση των φορτίων από εγχώριες ασφαλιστικές σε σύμπραξη με Κινεζικές τράπεζες. Αυτή την στιγμή οι Ρωσικές πετρελαϊκές διαθέτουν ένα στόλο από 110 τάνκερς όλων των τύπων (VLCC, Suezmax, Aframax) ενώ ο στόχος είναι όπως αυτός αυξηθεί στα 240 πλοία μέχρι το τέλος του 2023.

Η ισχύς του πλαφόν στο πετρέλαιο σήμανε και την υποχώρηση των διεθνών τιμών αργού με μαζική πώληση συμβολαίων τις τελευταίες εβδομάδες καθώς πλησιάζαμε στην ημερομηνία-ορόσημο. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι οι αγορές είχαν ήδη προεξοφλήσει μεγάλο μέρος των απωλειών λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι οι Ρωσικές πετρελαϊκές πωλούσαν το αργό αρκετά κάτω από τα $ 60 το βαρέλι, έχοντας εδώ και καιρό αποφασίσει ότι τους ενδιαφέρει η διασφάλιση του μεριδίου τους στην διεθνή αγορά και όχι τόσο οι υψηλές τιμές. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι η ποικιλία του Ρωσικού Urals τις τελευταίες μέρες διαπραγματεύετο στην ζώνη $48 – $50 το βαρέλι. Εν τω μεταξύ, τις τελευταίες ημέρες η τιμή του Brent υποχώρησε κατά $ 10 το βαρέλι, με αυτή να κινείται πλέον στην ζώνη των $79 – $80 το βαρέλι, έχοντας χάσει το 35% της αξίας του κατά το τελευταίο εξάμηνο.

Η εκστρατεία των 15

Σε ότι αφορά το αέριο και την εκστρατεία από 15 χώρες του Ευρωπαϊκού μπλοκ για τον καθορισμό ανώτερης τιμής στο ΤΤF φαίνεται ότι θα υπάρξει σύγκλιση για πλαφόν – που τώρα βαφτίζεται δυναμικό όριο προσφορών- στα € 180-200 ανά μεγαβατώρα και την δημιουργία κατάλληλου μηχανισμού παρακολούθησης της εξέλιξης των τιμών. Σύμφωνα με τον προτεινόμενο μηχανισμό, με την ενεργοποίηση του πλαφόν οι εντολές αγοράς για παράγωγα στο TTF για περίοδο από έναν έως τρεις μήνες δεν θα γίνονται δεκτές είτε εάν κινούνται πάνω από το όριο των 200 ευρώ/MWh είτε εάν οι προσφερόμενες τιμές έχουν αποκλίνει κατά 30ευρώ/MWh, από την τιμή αναφοράς του LNG, αναλόγως με το ποια από τις δύο τιμές είναι υψηλότερη. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι διευρύνεται η εμβέλεια του διορθωτικού μηχανισμού πέρα από τα month ahead συμβόλαια προκειμένου να περιοριστούν οι πιθανότητες παράκαμψης του, αλλά και οι πρακτικές αρμπιτράζ.

Η εισαγωγή price caps και των μάλλον πολύπλοκων μηχανισμών που τα συνοδεύουν, τόσο στο πετρέλαιο όσο και στο αέριο, αποτελούν ριψοκίνδυνες καινοτομίες σε αρκετά ώριμες, και κυρίως χρηματιστηριακές αγορές. Γι’ αυτό, μένει να αποδειχθεί στην πράξη εάν τελικά θα αποφέρουν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Σε κάθε περίπτωση, είναι βέβαιο ότι η εισαγωγή τους θα επιταχύνει την αποσύνδεση της Ρωσικής ενέργειας από τους δυτικούς καταναλωτές.