Αισθητή ήταν η πτώση της αμόλυβδης βενζίνης στην αντλία που καταγράφεται την τελευταία εβδομάδα μετά την υποχώρηση των διεθνών τιμών πετρελαίου, με τη μέση τιμή να διαμορφώνεται στα 2,043 ευρώ το λίτρο από 2,405 ευρώ που ήταν στα μέσα Ιουλίου

Όμως το επίπεδο αυτό των τιμών συνεχίζει να είναι ακόμα ιδιαίτερα υψηλό σε σχέση με την ίδια χρονική περίοδο πέρυσι που ήταν στα 1,690 ευρώ το λίτρο, αρκετά πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία που ήλθε και επιδείνωσε την ενεργειακή κρίση που ήδη είχε ξεκινήσει από το περασμένο καλοκαίρι. Μιας κρίσης που προέκυψε από την απότομη αύξηση της ζήτησης μετά την πανδημία του κορωνοϊού, καθώς η παγκόσμια οικονομία εισήλθε σε φάση ανάκαμψης ενώ παρατηρούντο σοβαρές δυσλειτουργίες σε πολλές τροφοδοτούσες αλυσίδες ιδιαίτερα στην βιομηχανία.

Ωστόσο όπως δείχνει η ανάλυση πολύ πρόσφατων στοιχείων από την διεθνή αγορά η σημερινή κάμψη στις τιμές στην αντλία ίσως αποδειχθεί τελείως προσωρινή αφού ήδη καταγράφονται λίαν ανησυχητικά σημάδια στον παγκόσμιο ενεργειακό ορίζοντα. Χωρίς να θέλουμε να χαρακτηριστούμε ως μάντεις κακών οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι καθώς τελειώνει η ανέμελη (για αρκετούς, όχι όμως για όλους) περίοδος του καλοκαιριού η πετρελαϊκή αγορά θα βρεθεί αντιμέτωπη με δυο καθοριστικά, για την περαιτέρω πορεία της, στοιχεία.

Το πρώτο έχει να κάνει με την εμφανή πλέον αυξητική τάση στην ζήτηση όπου σύμφωνα με το μηναίο δελτίο της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας (ΙΕΑ) το 2022 πρόκειται να είναι ανεβασμένη κατά 2.1 εκατ. βαρ/ημέρα, δηλ. + 380 χιλ. βαρέλια σε σύγκριση με προηγούμενες προβλέψεις. Δηλαδή, συνολικά η παγκόσμια ζήτηση εκτιμάται ότι θα φθάσει στα 99.7 εκατ. βαρ/ημέρα, έχοντας σχεδόν αποκατασταθεί στα επίπεδα του 2019 που είχε φθάσει τα 100.6 εκατ. βαρ/ημέρα. Εξίσου θετικές είναι οι εκτιμήσεις για την παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου για το 2023 όπου αυτή προβλέπεται να διαμορφωθεί στα 101.8 εκατ. βαρ/ημέρα. Να υπενθυμίσουμε ότι το το 2020 και 2021 λόγω κορωνοϊού η διεθνής ζήτηση είχε κάνει βουτιά στα 91.5 και 97.6 εκατ. βαρ/ημέρα αντίστοιχα.

Οι παράγοντες που οδηγούν αυξητικά την ζήτηση πρέπει να αναζητηθούν τόσο στην αναμενόμενη ανάκαμψη της Κινεζικής οικονομίας, παρά τα προβλήματα με την επανεμφάνιση του κορωνοϊού, την συνεχιζόμενη οικονομική ανάπτυξη στην Βόρειο Αμερική, παρά τον υψηλό πληθωρισμό αλλά και στην αλλαγή καυσίμου (από φυσικό αέριο σε ντίζελ) για πολλές βιομηχανίας αλλά και στην ηλεκτροπαραγωγή στην Ευρώπη λόγω της εκτόξευσης των τιμών αερίου στο πλαίσιο της ευρύτερης αντιπαράθεσης με την Ρωσία, (οι τιμές του αερίου στο ΤΤF στην Ολλανδία την περασμένη Παρασκευή έκλεισαν στα € 257.4 /MWh και είναι υψηλότερες κατά 12 φορές με αυτές στο Α τρίμηνο του 2021).

Μαζί με την ανακάμπτουσα ζήτηση έχουμε και αυξημένη παγκόσμια παραγωγή η οποία τον Ιούλιο αυξήθηκε κατά 1.4 εκατ. βαρ/ημέρα για να φθάσει τα 100.5 εκατ.βαρ, η υψηλότερη από τον Ιανουάριο του 2020. Η επιπλέον παραγωγή επετεύχθη μετά την ολοκλήρωση εργασιών συντήρησης και επισκευών στην Βόρειο Θάλασσα, στον Καναδά και στο Καζακστάν και αύξηση της παραγωγής από πλευράς Σ. Αραβίας στο πλαίσιο προηγούμενης συμφωνίας για αύξηση της παραγωγής από τις χώρες του OPEC+.

Όμως, όπως φανερώνουν τα στοιχεία του ΙΕΑ και του ίδιου του OPEC η περαιτέρω αύξηση της παραγωγής του καρτέλ παρουσιάζει ουσιαστικές δυσκολίες αφού τόσο τα κράτη μέλη του OPEC+ όσο και αυτά εκτός δεν διαθέτουν σήμερα ικανά αποθέματα, ενώ η παραγωγική τους βάση παραμένει στάσιμη, πράγμα που δεν τους επιτρέπει να αυξήσουν σημαντικά την προμήθεια ώστε να καλύψουν την αυξημένη ζήτηση από τις πετρελαιοεισαγωγικές χώρες. Ενδεικτικό της δύσκολης κατάστασης είναι τα στοιχεία που αναφέρονται στην πλεονάζουσα η εφεδρική παραγωγική δυναμικότητα ( δηλ. στο spare capacity) η οποία για τις χώρες του OPEC-10 έχει φθάσει στο επίπεδο των 2.7 εκατ. βαρ./ημέρα ενώ για τον OPEC+ είναι λίγο παραπάνω στα 3.7 εκατ. βαρέλια. Όμως στην πράξη η ουσιαστική εφεδρική παραγωγή που μπορεί να κινητοποιηθεί μέσα σε λίγες ημέρες ανέρχεται μόλις σε 2.0 εκατ. βαρ/ ημέρα και προέρχεται από δυο μόνο κράτη, την Σ. Αραβία και τα ΗΑΕ. Όπως σημειώνουν ανώτερα στελέχη πετρελαϊκών εταιρειών « αυτό είναι ένα επικίνδυνα χαμηλό επίπεδο spare capacity σε μια παγκόσμια αγορά της τάξης των 100 εκατ. βαρελιών την ημέρα ενώ την τελευταία φορά που συνέβη αυτό οδηγηθήκαμε σε μεγάλες πετρελαϊκές κρίσεις όπως το 1973 και το 1979»

Η σημερινή ανάλυση δεν θα ήτο πλήρης αν αποφεύγαμε να μιλήσουμε για τα συνολικά αποθέματα ( stocks) των καταναλωτριών χωρών τα οποία αποτελούνται από αυτά της βιομηχανίας των χωρών του Ο.Ο.Σ.Α., από το πετρέλαιο σε μεταφορά εν πλω και από αυτά των χωρών εκτός Ο.Ο.Σ.Α. Σε παγκόσμιο επίπεδο τα αποθέματα έφθασαν τα 7.7 δισεκ. βαρέλια, αρκετά κάτω από την κορύφωση στα 8.7 δισεκ. βαρέλια που είχαν φθάσει το Β τρίμηνο του 2020, λόγω απότομης μείωσης στην ζήτηση λόγω της πανδημίας. Καθώς μειωνόντουσαν τα αποθέματα αυξάνετο η τιμή, έτσι που φθάσαμε στα $ 120 το βαρέλι για το Brent στα τέλη Μαΐου με αρχές Ιουνίου. Όποτε ξεκίνησε εκ νέου η ενίσχυση των αποθεμάτων που νομοτελειακά σε λίγες εβδομάδες οδήγησε στην μείωση των τιμών. Ενδεικτικά τον Ιούνιο τα αποθέματα των χωρών του Ο.Ο.Σ.Α αυξήθηκαν κατά 6.2 εκατ. βαρέλια φθάνοντας συνολικά στα 2681 εκατ. βαρέλια, που καλύπτουν 58.5 ημέρες κατανάλωσης, αρκετά χαμηλότερα πάντως από τον μέσο όρο 5ετιας που ήταν στα 2980 εκατ. βαρέλια

Διακύμανση Brent 6 μηνών

 

Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι όλον τον Ιούνιο και μέρος του Ιουλίου η αγορά πλημμύρισε με πετρέλαιο ως αποτέλεσμα της κοινής απόφασης του ΙΕΑ και της Αμερικανικής κυβέρνησης που λήφθηκε τον περασμένο Μάρτιο, να αποδεσμεύσουν ικανές ποσότητες από τα κρατικά αποθέματα, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να παρέμβουν στην αγορά και να ωθήσουν τις τιμές προς τα κάτω. Πράγματι τον Ιούνιο οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαϊκές χώρες αποδέσμευσαν 33.6 εκατ. βαρέλια από το Strategic Petroleum Reserve ( SPR) και από κρατικά αποθέματα αντίστοιχα. Παρόμοιου μεγέθους ποσότητες είχαν αποδεσμευθεί τον Απρίλιο και Μάιο, με εμφανές αποτέλεσμα την μείωση της τιμής από το επίπεδο των $ 120 το βαρέλι στα τέλη Μαΐου στα $ 92 στις 17 Αυγούστου.

Διακύμανση Brent μίας εβδομάδας

 

Σήμερα το πρωί το μηναίο συμβόλαιο του Brent, του διεθνούς benchmark, πωλείτο στα $ 97.70 το βαρέλι στο ICE του Λονδίνου ενώ το Αμερικανικό WTI διαπραγματεύετο στα $ 88.91 το βαρέλι στο NYMEX της Ν. Υόρκης. Τέλος, να σημειώσουμε, όπως εξ άλλου φαίνεται και στο γράφημα, ότι παρατηρείται μια ανάκαμψη στις τιμές του αργού από τις αρχές της προηγούμενης εβδομάδας με μια μέση αύξηση $ 3.0 το βαρέλι. Παράγοντες της αγοράς παρατηρούν ότι μέσα στις επόμενες εβδομάδες πρόκειται να ενισχυθούν οι ανοδικές τάσεις στις τιμές καθώς θα αυξάνεται η ζήτηση, κυρίως για ντίζελ, από την βιομηχανία στην Ευρώπη ενώ τα διυλιστήρια θα εξαρτώνται κυρίως από τις χώρες του Κόλπου για τις αυξημένες ανάγκες τους με την Ρωσική παραγωγή πλέον να κατευθύνεται στις αγορές της Ασίας μετά το ευρωπαϊκό embargo.