Μια αισιόδοξη οπτική στην ανάγνωση της οικονομικής αποδιοργάνωσης από την ενεργειακή κρίση και την έκρηξη των τιμών καταθέτει στην «Κ» ο καθηγητής Οικονομικής Ιστορίας, διευθυντής του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια στη Νέα Υόρκη, Aνταμ Τουζ, ο οποίος αρνείται να υιοθετήσει τον όρο της κρίσης. Αντιθέτως, δηλώνει προσηλωμένος στην εκτίμηση για παροδικό πληθωρισμό προβλέποντας αποκλιμάκωση των τιμών μέσα σε 12 μήνες. Βλέπει μάλιστα όφελος από την επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης και τελικά την απεξάρτηση από «αναξιόπιστους και απωθητικούς» παρόχους ορυκτών καυσίμων.

Εξάλλου, δεν ανησυχεί για μια νέα περιπέτεια χρέους στην Ευρωζώνη, υιοθετώντας το καλό σενάριο παρά τις πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία. Στις παραδοχές του επικαλείται ως σύμμαχο τις αγορές, τις οποίες μέχρι στιγμής δεν κυριεύει πανικός. Εμφανίζεται όμως ανήσυχος για την Ελλάδα, η οποία καλείται να ανταποκριθεί στις έκτακτες χρηματοδοτικές ανάγκες παρά το δυσθεώρητο χρέος της. Γι’ αυτό και εφιστά τη δέουσα προσοχή στη γρήγορη διευθέτηση κάθε εκκρεμότητας στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων. Αλλά και στην αξιοποίηση μιας ευδιάκριτης ευκαιρίας: Η Ελλάδα να γίνει κόμβος για τη μετάβαση της Ευρώπης στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

– Ανήκετε στους οικονομολόγους που θεωρούν ότι η τρέχουσα κατάσταση δεν συνιστά κρίση με την κλασική της έννοια. Ποιο είναι το σκεπτικό σας και ποια είναι η δική σας πρόβλεψη για το σενάριο της ύφεσης;

– Μια κρίση είναι μια στιγμή θεμελιώδους πρόκλησης, μια στιγμή απόφασης. Σε γεωπολιτικούς όρους, αντιμετωπίζουμε σαφώς μια κρίση ως αποτέλεσμα της επίθεσης της Ρωσίας στην Ουκρανία. Oμως, σε γενικότερους όρους, η παγκόσμια οικονομία δεν αντιμετωπίζει συνθήκες κρίσης. Η ισχύς της ανάκαμψης το 2021 και στις αρχές του 2022 ήταν σημαντική. Τώρα αντιμετωπίζουμε την προοπτική μιας ήπιας ύφεσης. Ας ελπίσουμε ότι το σοκ στις παγκόσμιες αγορές ενέργειας –κυρίως στην αγορά φυσικού αερίου– θα οδηγήσει τους βασικούς καταναλωτές, ιδίως την Ευρώπη, να διαφοροποιήσουν τις πηγές εφοδιασμού και να επιταχύνουν την ενεργειακή μετάβαση.

– Πού εντοπίζετε τις λύσεις για την τιθάσευση της ενεργειακής κρίσης και της πληθωριστικής πρόκλησης; Για να μη χρησιμοποιήσω λοιπόν τον όρο της κρίσης σε αυστηρά οικονομικούς όρους.

– Οι λύσεις για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης βρίσκονται σε βραχυπρόθεσμα οικονομικά μέτρα, που σημαίνει στοχευμένες αυξήσεις τιμών για τους καταναλωτές που μπορούν να τις αντέξουν και, σε ακραίες περιπτώσεις, δελτίο. Μεσοπρόθεσμα, η Ευρώπη πρέπει να επιδιώξει τη διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασμού και ελαφρώς πιο μακροπρόθεσμα πρέπει να προωθήσει τη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, έτσι ώστε να μειώσουμε την εξάρτηση από αναξιόπιστους και απωθητικούς παρόχους ορυκτών καυσίμων. Είναι υπερβολή να μιλάμε για πληθωριστική κρίση. Η Ευρώπη αντιμετωπίζει ένα σοκ στις τιμές κυρίως από την ενέργεια και τα τρόφιμα. Αυτό το σοκ πιθανότατα θα μετριαστεί μέσα στους επόμενους 12 μήνες. Η επικείμενη ύφεση θα μειώσει περαιτέρω την πληθωριστική πίεση. Παραμένω αφοσιωμένος στην εκτίμηση ότι το πρόβλημα θα είναι προσωρινό. Αναμένω ότι η πληθωριστική έκρηξη θα μετριαστεί σημαντικά μέχρι το 2023.

– Ανησυχείτε για τις εξελίξεις στον δημοσιονομικό τομέα;

– Το αν οι δημοσιονομικές πιέσεις καθίστανται πραγματικό ζήτημα στην Ευρώπη εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο επιτρέπεται ή δεν επιτρέπεται στην ΕΚΤ να διαχειρίζεται τις αγορές ομολόγων. Δεδομένης της συνολικής δημοσιονομικής θέσης της Ευρώπης, δεν υπάρχουν άμεσοι λόγοι ανησυχίας. Προφανώς, υπάρχουν ορισμένες μεμονωμένες χώρες οι οποίες βρίσκονται σε μια εύθραυστη κατάσταση. Η Ιταλία είναι στρατηγική περίπτωση. Αλλά με λογικές πολιτικές στις εθνικές πρωτεύουσες, συνεργατική δράση σε ευρωπαϊκό επίπεδο και σαφή ηγεσία από την ΕΚΤ, δεν υπάρχουν πραγματικά λόγοι να φοβόμαστε μια επανάληψη της κρίσης στην Ευρωζώνη.

– Πώς «διαβάζετε» τη συμπεριφορά των αγορών στις σημερινές συνθήκες, οι οποίες μεταξύ άλλων ενέχουν την αύξηση των επιτοκίων;

– Προφανώς οι αγορές είναι νευρικές και έχουμε δει πόσο γρήγορα θα αντιδράσουν σε κακές ειδήσεις με άνοδο των spreads. Αλλά μέχρι στιγμής δεν έχουμε δει πανικό. Οι αγορές συνεχίζουν να τιμολογούν για σημαντική επιβράδυνση του πληθωρισμού το επόμενο έτος. Δεν τιμολογούν για μια κρίση χρέους της Ευρωζώνης. Επειτα από πολλά χρόνια εμπειρίας, η de facto υπόθεση είναι ότι όποιες πιέσεις προκύψουν μπορούν και θα αντιμετωπιστούν. Αυτό φαίνεται ρεαλιστικό.

– Η Ιταλία είναι πολύ μεγάλη για να αποτύχει. Θεωρείτε ότι οι πολιτικές εξελίξεις στη χώρα προκαλούν δυνητικό ρίσκο για το ιταλικό χρέος;

– Σαφώς και το κάνουν. Ομως η ιταλική δεξιά δεν έχει αυτή τη στιγμή την ευρωσκεπτικιστική διάθεση που είχε πριν από μερικά χρόνια. Το 2018 είδαμε πώς το ιταλικό και ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα απορροφά ένα αληθινό λαϊκιστικό ξέσπασμα. Οι εξουσίες του Ιταλού προέδρου, τα ένστικτα επιβίωσης της ιταλικής πολιτικής τάξης και η διπλωματία της Κομισιόν δούλεψαν μαζί για να εκτονώσουν την κατάσταση. Σε δύο από τα δεξιά κόμματα –τη Lega και τη Forza Italia– υπάρχει ένα σημαντικό βάρος της ιδιαίτερα κυρίαρχης επιχειρηματικής γνώμης που θα απαιτήσει να ακουστεί και δεν θα υποστηρίξει μια αντιπαράθεση. Δύο πράγματα θα μπορούσαν να ανατρέψουν αυτή τη σχετικά αισιόδοξη εκτίμηση. Πρώτον, μια νέα κρίση –π.χ. αύξηση των προσφύγων– και αντίστοιχη αποτυχία της Ε.Ε. να ενεργήσει με αλληλεγγύη προς την Ιταλία. Δεύτερον, μια προκλητικά σκληρή στάση άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Η διευκόλυνση από το Βερολίνο ήταν βασικό στοιχείο στη σταθεροποίηση του 2018. Θα ήλπιζε να την ξαναδεί κανείς.

– Πώς αξιολογείτε τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας; Βλέπετε περισσότερα θετικά ή αρνητικά ρίσκα στην περίπτωση της Ελλάδας;

– Για την Ελλάδα η προοπτική θα πρέπει να ανησυχεί. Εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές ενέργειας, ο πληθωρισμός αυξάνεται και η υπόλοιπη ευρωπαϊκή οικονομία κινείται προς επιβράδυνση το δεύτερο εξάμηνο του 2022 και μέσα στο 2023. Αυτό δημιουργεί επώδυνα διλήμματα για τη δημοσιονομική πολιτική, η οποία εξακολουθεί να περιορίζεται από τα ζητήματα του ελληνικού χρέους και συγχρόνως από το 2020 καλείται να ανταποκρίνεται στις έκτακτες ανάγκες της συγκυρίας. Για να αυξηθεί ο ρυθμός ανάπτυξης μακροπρόθεσμα, θα πρέπει να υλοποιηθεί η ατζέντα των μεταρρυθμίσεων η οποία είναι ευρέως γνωστή και έχει συζητηθεί για περισσότερο από μια δεκαετία. Πολλά απομένουν να γίνουν. Αλλά η βασική προτεραιότητα, σε έναν κόσμο με πληθωρισμό που κυμαίνεται πάνω από το 10%, θα πρέπει να είναι η προστασία του βιοτικού επιπέδου εκείνων που βρίσκονται στη χειρότερη κατάσταση. Aλλωστε, το 30% του πληθυσμού παραμένει σε κίνδυνο φτώχειας. Η προστασία αυτών των ανθρώπων πρέπει να είναι η βασική βραχυπρόθεσμη προτεραιότητα. Μακροπρόθεσμα, πρέπει οπωσδήποτε να είναι φιλοδοξία της ελληνικής πολιτικής να αναλάβει έναν πιο σημαντικό ρόλο ως κόμβος για τη μετάβαση της Ευρώπης στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Η μελέτη του
Ο καθηγητής Ανταμ Τουζ διδάσκει και ερευνά την ιστορία του 20ού αιώνα και τη σύγχρονη ιστορία, με ιδιαίτερη έμφαση στην οικονομική πτυχή της, εκτείνοντας τη μελέτη του από την Ευρώπη μέχρι την άλλη όχθη του Ατλαντικού. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του είναι το «Πολιτική οικονομία μιας κατάρρευσης. Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις που άλλαξαν τον κόσμο».

*Από την Καθημερινή