Το Ταμείο Ανάκαμψης και η ταχεία αξιοποίησή του είναι η μεγάλη ευκαιρία για να προωθηθούν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις για την ελληνική οικονομία, να έρθει πιο γρήγορα η επενδυτική βαθμίδα για τα ελληνικά ομόλογα και να διασφαλιστεί βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτό επισημαίνει

 

σε συνέντευξή του στη «Ναυτεμπορική» ο Filippo Tadei, executive director της Goldman Sachs. Παράλληλα χτυπάει καμπανάκι για τον διπλό κίνδυνο πληθωρισμού και πανδημίας συνολικά για την ευρωπαϊκή οικονομία στις αρχές του 2022, περιμένοντας πιο δυναμική πορεία στο δεύτερο εξάμηνο.

Εκτίμηση της Goldman Sachs είναι ότι η ΕΚΤ θα υπογραμμίσει την ανάγκη για ευελιξία, αναγνωρίζοντας ότι η μετάβαση από το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς PEPP στο τακτικό πρόγραμμα APP θα γίνει ομαλά με κάποιου είδους «γέφυρα», προκειμένου να στηριχθούν η ελληνική και άλλες οικονομίες και να αποτραπεί η αστάθεια στην αγορά.

Σημειώνει πάντως ότι όσο θα μειώνεται η στήριξη της νομισματικής πολιτικής, την επόμενη πενταετία η δημοσιονομική πολιτική θα είναι πιο σημαντική από ποτέ. Είναι ένα μεταβαλλόμενο πλαίσιο στο οποίο η Νότια Ευρώπη δεν θα χάνει, αλλά θα κερδίζει διαφορετικού είδους στήριξη.

Η ελληνική κυβέρνηση και οι αναλυτές έχουν ανεβάσει αισθητά τον πήχη για την ανάπτυξη της φετινής χρονιάς, ενώ εκτιμούν ότι η δυναμική ανάκαμψη θα συνεχιστεί και το 2022. Ωστόσο, υπάρχει έντονη αβεβαιότητα για την εξέλιξη της πανδημίας και τον αντίκτυπό της. Ποια είναι η πρόβλεψη της Goldman Sachs;

«Συμμεριζόμαστε την εποικοδομητική άποψη για την ελληνική οικονομία. Η συνεχής και άνευ προηγουμένου στήριξη από το Ταμείο Ανάκαμψης, ένας στέρεος ρυθμός εμβολιασμών και μία σταθερή κυβέρνηση είναι όλα απαραίτητα συστατικά για μία γρήγορη ανάκαμψη και μία βιώσιμη ανάπτυξη στη συνέχεια. Ωστόσο, εξαιτίας της νέας έξαρσης της Covid έχουμε υποβαθμίσει κατά 0,4% την πρόβλεψή μας για την παγκόσμια ανάπτυξη - κάτι που εν μέρει θα αντισταθμιστεί από ισχυρότερη ανάπτυξη το 2023. Η Ευρωζώνη φαίνεται να τα πηγαίνει σχετικά καλύτερα σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, με βραδύτερη ανάπτυξη στο πρώτο μισό του 2022, που θα καλυφθεί από την ισχυρότερη ανάπτυξη στο δεύτερο μισό. Δεδομένης της αβεβαιότητας που συνδέεται με τη μετάλλαξη Όμικρον, ο σημερινός κίνδυνος συνολικά για την ευρωπαϊκή οικονομία είναι υψηλότερος στις αρχές του 2022. Σε κάθε περίπτωση η αναζωπύρωση της Covid μπορεί να ανακόψει την ταχύτητα της ανάκαμψης, να την καθυστερήσει, αλλά είναι απίθανο να αφαιρέσει την ευκαιρία».

Η ενεργειακή κρίση και ο υψηλός πληθωρισμός επίσης συνιστούν σοβαρό κίνδυνο για τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Πιστεύετε ότι τα μέτρα που λαμβάνονται από τις κυβερνήσεις είναι αρκετά; Θα μπορούσε να υπάρξει μία πιο ισχυρή απάντηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο;

«Βλέπουμε τις κυβερνήσεις να επενδύουν ολοένα και περισσότερους δημοσιονομικούς πόρους για να μετριάσουν τον αντίκτυπο των ενεργειακών τιμών στα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις. Η Ιταλία ανακοίνωσε ότι σχεδόν θα διπλασιάσει, στα 4 δισ. ευρώ, τη στήριξη για το 2022. Στην Ευρώπη η απάντηση στην κρίση έχει λάβει δύο διαφορετικές κατευθύνσεις: χώρες όπως η Ιταλία, η Γαλλία και η Ισπανία έχουν εκμεταλλευθεί τον δημοσιονομικό χώρο που έχουν για να μειώσουν φόρους και τέλη στις ενεργειακές τιμές. Άλλες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, έχουν παράσχει σημαντική άμεση στήριξη σε νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι η πρώτη απάντηση πολιτικής, αυτή δηλαδή που περιλαμβάνει χαμηλότερους φόρους και τέλη, έχει τον ισχυρότερο αποπληθωριστικό αντίκτυπο. Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι το σοκ των ενεργειακών τιμών δεν είναι απλώς ένα πρόβλημα πληθωρισμού, αλλά επίσης ένας “φόρος” στο διαθέσιμο εισόδημα, που κατά μέσο όρο είναι 0,3% στην Ευρωζώνη. Δεν είναι τεράστιο το ποσό, αλλά μπορεί κανείς πολύ καλά να δει ότι η απάντηση των κυβερνήσεων μπορεί να ενισχυθεί περαιτέρω εάν οι ενεργειακές τιμές αυξηθούν ξανά στις αρχές του 2022. Το πραγματικό ερώτημα είναι εάν η μείωση των επενδύσεων στην ενέργεια και τα εμπορεύματα θα δημιουργήσουν μία αρνητική επίδραση στην προσφορά που θα έχει μεγαλύτερη διάρκεια από ό,τι οι ανησυχίες για την Covid. H πράσινη μετάβαση είναι μία μετάβαση για την οποία δεν έχουμε διασφαλίσει τα απαιτούμενα επίπεδα παραγωγής ενέργειας».

Ο συνδυασμός νέων lockdowns και υψηλών τιμών συνιστά μία δύσκολη εξίσωση για την ΕΚΤ. Τι θα πρέπει να περιμένουμε στο μέτωπο της νομισματικής πολιτικής την επόμενη χρονιά;

«Η ίδια αβεβαιότητα που όλοι αντιμετωπίζουμε ισχύει και για τους αξιωματούχους στην κεντρική τράπεζα. Είναι λοιπόν λογικό να περιμένουμε ένα επιφυλακτικό μήνυμα από την ΕΚΤ, αλλά υπάρχουν κάποια δεδομένα που ξεχωρίζουν.

Πρώτον, η προοπτική του πληθωρισμού. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου διατηρούν την πεποίθηση ότι η σημερινή έξαρση του πληθωρισμού είναι εν πολλοίς προσωρινή και ότι ο δείκτης θα υποχωρήσει κάτω από τον στόχο του 2% έως τα τέλη του 2022, αλλά ορισμένοι αξιωματούχοι της ΕΚΤ έχουν δώσει έμφαση στον ανοδικό κίνδυνο των προοπτικών του πληθωρισμού υπογραμμίζοντας την ανάγκη για ευελιξία στην πολιτική.

Το δεύτερο έχει να κάνει με την ακολουθία της πολιτικής. Σε αντίθεση με την Τράπεζα της Αγγλίας, που συζητά αύξηση των επιτοκίων πριν λήξει το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων, η στρατηγική της ΕΚΤ έχει ξεκαθαρίσει ότι τα επιτόκια είναι εργαλεία που προσφέρουν guidance για το μέλλον. Αυτό σημαίνει ότι είναι εξαιρετικά απίθανο να έχουμε κάποια κίνηση στα επιτόκια πριν τερματιστούν τα προγράμματα αγοράς κρατικών ομολόγων. Η αλλαγή αυτής της ακολουθίας θα ήταν μία δραστική ανατροπή του πλαισίου πολιτικής της ΕΚΤ.

Τρίτον, η πρόεδρος Λαγκάρντ και άλλα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου βλέπουν περιορισμένο αντίκτυπο της Covid στην ευρωπαϊκή οικονομία και έχουν επαναβεβαιώσει ότι το PEPP είναι ένα έκτακτο πρόγραμμα αντιμετώπισης της πανδημίας, που έχει προγραμματιστεί να λήξει τον Μάρτιο του 2022.

Επομένως, περιμένουμε από την ΕΚΤ να είναι επιφυλακτική, να υπογραμμίσει την ανάγκη για ευελιξία, αναγνωρίζοντας ότι η μετάβαση από το PEPP (μέσω του οποίου σήμερα αγοράζει κρατικά ομόλογα ύψους 70 δισ. ευρώ μηνιαίως) στο τακτικό πρόγραμμα APP (που έχει οριστεί στα 20 δισ. ευρώ τον μήνα) θα είναι ομαλή με κάποιου είδους “γέφυρα” για να αποφύγει την αστάθεια στην αγορά. Μετά τη “γέφυρα” αυτή περιμένουμε το APP να συνεχιστεί έως τα τέλη του 2023 και την αύξηση των επιτοκίων να μην έρχεται πριν από το 2024».

Η Ελλάδα και άλλες χώρες της λεγόμενης περιφέρειας έχουν μέχρι στιγμής βρει ισχυρή στήριξη από την πολιτική της ΕΚΤ, που διατηρεί σε χαμηλά επίπεδα τις αποδόσεις των ομολόγων. Θα διατηρηθεί αυτή η στήριξη;

«Αυτή η στήριξη έχει έναν στόχο και χτίστηκε πάνω σε δύο παραδοχές. Ο στόχος είναι να αποφευχθεί ο κατακερματισμός και να διατηρηθεί η ενιαία αγορά ως το πιο σημαντικό επίτευγμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Οι δύο παραδοχές ήταν το άνευ προηγουμένου πλήγμα στην οικονομική δραστηριότητα εξαιτίας της πανδημίας και οι υποτονικές προοπτικές του πληθωρισμού. Ο στόχος εξακολουθεί να είναι εκεί, αλλά οι δύο παραδοχές σιγά σιγά αλλάζουν. Εν τω μεταξύ, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ενεργοποιήσει άνευ προηγουμένου δημοσιονομική στήριξη, αδιανόητη σε μέγεθος και εύρος πριν από την ύφεση που προκάλεσε η Covid. H δημοσιονομική στήριξη από το Ταμείο Ανάκαμψης έχει πολύ ξεκάθαρη περιφερειακή στόχευση, με τον Νότο (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα) να είναι στο προσκήνιο προσελκύοντας σχεδόν το 65% των 550 δισ. Μόνο για την Ελλάδα το πρόγραμμα προσφέρει δημοσιονομική στήριξη έως και το 18% του ΑΕΠ σε 5 χρόνια. Είναι άνευ προηγουμένου πόροι για τη χρηματοδότηση επενδύσεων σε στρατηγικούς τομείς, τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό της οικονομίας και την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία. Καθώς η νομισματική στήριξη θα μειώνεται, τουλάχιστον στη μορφή που την έχουμε δει έως τώρα, εισερχόμαστε σε έναν κόσμο όπου η δημοσιονομική πολιτική θα είναι για τα επόμενα πέντε χρόνια στην Ευρώπη πιο σημαντική από ό,τι ήταν εδώ και δεκαετίες. Είναι ένα εξελισσόμενο πλαίσιο πολιτικής, στο οποίο η Νότια Ευρώπη δεν θα χάνει, αλλά θα κερδίζει μία διαφορετικού είδους στήριξη».

Τα ελληνικά ομόλογα εξακολουθούν να είναι σε καθεστώς junk. Πόσο σύντομα μπορούμε να περιμένουμε να ανέβουν στην επενδυτική βαθμίδα;

«Όλα εξαρτώνται από την ικανότητα της χώρας να μπει στο μονοπάτι διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Πρέπει να πω -και συγγνώμη εάν επαναλαμβάνομαι- ότι το Ταμείο Ανάκαμψης προσφέρει ένα μοναδικό παράθυρο ευκαιρίας να το πετύχει αυτό πιο σύντομα παρά αργά. Αυτό επίσης δημιουργεί και μεγαλύτερη ευθύνη στην ικανότητα της κυβέρνησης να διασφαλίσει την κατάλληλη εφαρμογή. Ένα καθυστερημένο Ταμείο Ανάκαμψης θα είναι ένα αποτυχημένο Ταμείο Ανάκαμψης».

Εάν είχατε μία συμβουλή για την ελληνική κυβέρνηση, ποια θα ήταν αυτή;

«Δεν είναι ο ρόλος μας να δίνουμε συμβουλές σε μία κυβέρνηση. Έχω μάθει από προσωπική εμπειρία ότι η διακυβέρνηση είναι μία από τις πιο δύσκολες δουλειές που μπορεί να ανατεθεί σε κάποιον. Επιτρέψτε μου απλώς να ευχηθώ καλή τύχη στην ελληνική κυβέρνηση στο έργο της να βοηθήσει τη χώρα, να αξιοποιήσει την ευκαιρία που προσφέρεται από την ευρωπαϊκή στήριξη. Νομίζω όλοι έχουμε ανάγκη από την τύχη αυτή».

*(Από τη Ναυτεμπορική)