Γιατί η Επόμενη Κρίση με την Τουρκία Είναι Θέμα Χρόνου

Γιατί η Επόμενη Κρίση με την Τουρκία Είναι Θέμα Χρόνου
Του Καθηγ. Γιάννη Βαληνάκη*
Τρι, 7 Δεκεμβρίου 2021 - 10:00

Το ότι η Τουρκία διέρχεται μια πολλαπλή κρίση είναι γενικά γνωστό. Στην οικονομική της αποδυνάμωση και την ολοένα και πιο αυταρχική της διακυβέρνηση προστίθεται τα τελευταία χρόνια και η απομάκρυνσή της από τη Δύση. Παρασυρμένοι από ένα πανηγυρικό  εφησυχασμό και λανθασμένους υπολογισμούς πολλοί στη χώρα μας πίστεψαν στην αποτελεσματικότητα

των «νέων συμμαχιών», στον «απομονωμένο Ερντογάν» και στην «ισχυρή αποτροπή» που οικοδομήσαμε. Δυστυχώς, δεν εκμεταλλευθήκαμε επαρκώς και όσο ήταν καιρός τις ευκαιρίες που παρουσιάστηκαν, και τώρα ο διεμβολισμός ορισμένων τουλάχιστον συμμαχιών μας από τον ευέλικτο Τούρκο Πρόεδρο, κινδυνεύει να οδηγήσει σε επικίνδυνες και επώδυνες ατραπούς. Εσωτερικές κρίσεις σε αυταρχικά καθεστώτα γνωρίζουμε ότι συχνά εξάγονται με επιθετικότητα απέναντι στους γείτονες. 

Η επόμενη κρίση με την Τουρκία είναι θέμα χρόνου. Το «σύστημα Ερντογάν» προετοιμάζει μεθοδικά τα επόμενα κτυπήματα σε βάρος του Ελληνισμού (Ελλάδας και Κυπριακής Δημοκρατίας):

1. Στήνει το διεθνές και εσωτερικό σκηνικό με το νέο αφήγημα που «δικαιολογεί» την επόμενη φάση της τουρκικής επιθετικότητας. Εσωτερικά παρουσιάζεται μια «διεθνής ιμπεριαλιστική συνωμοσία κατά της νέας και ισχυρής Τουρκίας» που αναγκάζει τον πρόεδρό της σε ένα νέο αγώνα της Ανεξαρτησίας. Εξωτερικά, η Τουρκία απειλείται από μια «αδύναμη» μεν Ελλάδα αλλά που «ενθαρρύνεται σε αυθάδη επιθετικότητα και εξοπλίζεται κατά της Τουρκίας». Οι «προκλήσεις των ελληνοκυπριακών γεωτρήσεων» στην ΑΟΖ θα αποτελέσουν απλώς τη σπίθα.

2. Αποδυναμώνει μεθοδικά και συστηματικά τις νέες ελληνικές «συμμαχίες».  Ην. Αραβικά Εμιράτα, Αίγυπτος, Ισραήλ και Σαουδική Αραβία πολιορκούνται στενά —και δυστυχώς όχι χωρίς ανταπόκριση—με επιθέσεις φιλίας και τουρκικά «δώρα». Η εντυπωσιακότερη στροφή έγινε από το Άμπου Ντάμπι με την πύκνωση των επαφών που επί δεκαετία παρέμεναν εχθρικές και την πρόσφατη δέσμευση επένδυσης 10 δισ. δολ. σε τουρκικές επιχειρήσεις και αξίες. Κακώς εκπλήσσεται η Αθήνα με τη θεαματική αυτή  στροφή (που ασφαλώς και δεν είναι απλώς οικονομική ),όταν ήταν ήδη προ μηνών ορατή και προβλέψιμη. Ούτε δημοσιεύθηκε εξάλλου μέχρι σήμερα η διμερής συμφωνία αμυντικής συνδρομής, ούτε κυρώθηκε ποτέ. Τα «αυστηρά μηνύματα» στην Άγκυρα θα στέλνονταν πραγματικά με κοινές στρατιωτικές ασκήσεις σε νησιά που η Τουρκία απειλεί και θεωρεί αποστρατικοποιημένα, όχι στο Μυρτώο και τον Ευβοϊκό.  Η διεθνής ρευστότητα (ειδικά μετά την πτώση του αφγανικού καθεστώτος) αλλά και η εγγενής αστάθεια σχέσεων στη Μ. Ανατολή έπρεπε να είχαν οδηγήσει σε ταχέα και απτά αποτελέσματα (κι όχι απλώς σε γενικόλογες διακηρύξεις φιλίας) όσο ακόμη μαινόταν η εχθρότητα Άγκυρας- Αμπού Ντάμπι. 

Χάθηκαν συνεπώς (ίσως και ανεπιστρεπτί) ευκαιρίες και μοιραία θα ακολουθήσουν και άλλες παρόμοιες εκπλήξεις: η στροφή του Ισραήλ προετοιμάζεται μεθοδικά στο παρασκήνιο και δειλά προμηνύματα εμφανίζονται και στο Ριάντ. Η πλέον όμως επικίνδυνη στροφή που διαγράφεται στον ορίζοντα είναι του Καΐρου. Αδυνατούμε να αντιληφθούμε ότι οι πάγοι με την Άγκυρα λιώνουν καθημερινά με συστηματική πρόοδο εκατέρωθεν και η μέρα που θα ξημερώσουμε «αιφνιδιαστικά» με τουρκο-αιγυπτιακή συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ δεν είναι στη σφαίρα του απίθανου. 

3. Όπως σε κάθε ελληνο-τουρκική κρίση, έτσι και στην επόμενη, η Άγκυρα θα εγκλωβίσει με «έξυπνες» προκλήσεις την Ελλάδα στο δίλημμα «απαντώ και η κρίση κλιμακώνεται» ή «υποχωρώ διακριτικά» παραπέμποντας στις (υποτονικές) διεθνείς καταγγελίες της Τουρκίας (που όμως δεν την πτοούν). Προσδοκώντας «από μηχανής Θεούς» (δυτική συμπαράσταση, νέες συμμαχίες, κατάρρευση Ερντογάν και τουρκικής οικονομίας, παραίτηση της Τουρκίας από τις διεκδικήσεις της —γράφτηκε κι αυτό…), η πατρίδα του Οδυσσέα φαίνεται να έχει ξεμείνει από ιδέες και »έξυπνες» κινήσεις.  

4. Με την Ελλάδα να αναμένει την απόδοση του εξοπλιστικού της προγράμματος σε 2-3 χρόνια και το αντίστοιχο τουρκικό να συμπιέζεται αντίστροφα, δεν είναι αναμενόμενο ο αντίπαλός μας να σπεύσει να επωφεληθεί του παράθυρου ευκαιρίας που διαβλέπει; Ιδίως όταν προσωπικά ο Ερντογάν πιέζεται από τον χρόνο για να αναμετρηθεί με την ιστορία και τον Ατατούρκ ενόψει της εκατονταετίας από τη Λωζάνη.

5. Εθελοτυφλούμε επικίνδυνα σε σχέση και με τον «απομονωμένο» Ερντογάν. Διεθνώς η Τουρκία είναι στρατιωτικά και διπλωματικά πολύ ισχυρότερη (σε σχέση με πριν από πχ 10 χρόνια). και πολλοί σπεύδουν και θα σπεύσουν να την ενισχύσουν. Ας συνειδητοποιήσουμε νηφάλια ότι κι αν οι σχέσεις της με τμήμα (ΗΠΑ, Γαλλία) της Δύσης είναι χειρότερες, αυτό συμβαίνει γιατί δεν έχουν (ακόμη;) αποδεχθεί τη φιλοδοξία της να είναι μια αυτόνομη Μεγάλη Δύναμη. Και πάνω απ’ όλα ότι η κριτική που δέχεται απ’ τη Δύση αφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα, την αυταρχική της διακυβέρνηση και την επιλεκτική της σύμπλευση με τη Ρωσία, κι όχι (όπως θα έπρεπε όμως να εξασφαλίσουμε!) την επιθετικότητά της κατά Ελλάδας και Κύπρου. 

Συμπερασματικά, ο ορίζοντας (ουχί τυχαία) έχει ξανά σκοτεινιάσει και όχι μόνο δεν φαίνεται να αξιοποιούμε αποτελεσματικά τις όποιες συμφωνίες, συμμαχίες και ευκαιρίες, αλλά βαδίζουμε μάλλον απροετοίμαστοι προς τη νέα κρίση που επαπειλείται. Ούτε οι εξοπλισμοί που θα προστεθούν μελλοντικά, ούτε οι δημόσιες δηλώσεις εφησυχασμού που γίνονται επαρκούν. Αν μάλιστα συνυπολογιστεί  η αρνητική πρακτική που ακολουθήσαμε στα επεισόδια με τα ερευνητικά σκάφη L’Atalante και Nautical Geo αλλά και η αποκήρυξη του «χάρτη της Σεβίλης», οι οιωνοί κάθε άλλο παρά άριστοι φαίνονται. Με «ιδέες της στιγμής» δεν αντιμετωπίζεται ένας απειλητικός, ισχυρός και ευέλικτος γείτονας. Χρειαζόμαστε άμεσα πολύ περισσότερα και πάνω απ’όλα μια νηφάλια και «έξυπνη« στρατηγική αντιμετώπισης των κινδύνων που οι εξελίξεις εγκυμονούν. 

 

*Λίγα λόγια για τον καθηγητή Γιάννη Βαληνάκη, Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κέντρου Αριστείας/ ΕΚΠΑ και πρώην υφυπουργού Εξωτερικών.

 

Ο Γιάννης Βαληνάκης είναι Πρόεδρος του Κέντρου Αριστείας Jean Monnet του Πανεπιστημίου Αθηνών. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955 και σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διεθνές δίκαιο και πολιτική επιστήμη στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Ολοκλήρωσε τρία μεταπτυχιακά προγράμματα DEA: στη διεθνή πολιτική, στην αμυντική πολιτική και στην ιστορία των διεθνών σχέσεων, στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (Παρίσι Ι). Στο ίδιο Πανεπιστήμιο αναγορεύθηκε διδάκτορας των διεθνών σχέσεων με άριστα το 1981.  Ανέπτυξε μια πολυσχιδή δραστηριότητα, τόσο ως Καθηγητής Πανεπιστημίου, όσο και στην πολιτική στην οποία συμμετείχε για ένα διάστημα (2004-2009) ως Υφυπουργός Εξωτερικών και Βουλευτής Δωδεκανήσου.

Εξελέγη Επίκουρος Καθηγητής το 1984 στο Τμήμα Νομικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και το 1988 Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών στο γνωστικό αντικείμενο «Διεθνείς Σχέσεις». Το 1992 εξελέγη Καθηγητής στο ίδιο Πανεπιστήμιο, ενώ το 1994 Καθηγητής της Έδρας Jean Monnet στην Ευρωπαϊκή Πολιτική και Διπλωματία. Το 2013 τιμήθηκε με την ανώτατη πανεπιστημιακή διάκριση της Έδρας Jean Monnet “Ad Personam” από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δίδαξε ή εργάστηκε ως ερευνητής σε πολλά Πανεπιστήμια και Κέντρα στην Ελλάδα, τη Νέα Υόρκη (Institute for East West Studies), τις Βρυξέλλες (Centre for European Studies), το Λονδίνο (London School of Economics), το Παρίσι (Institute for EU Security Studies) και την Κύπρο (Κοσμήτορας της Νομικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Νεάπολις).

Διηύθυνε δεκάδες ερευνητικά προγράμματα και ομάδες, στην Ελλάδα και το εξωτερικό και τιμήθηκε με επιστημονικά και διοικητικά καθήκοντα σε πολλούς ερευνητικούς τομείς. Διετέλεσε Γενικός Διευθυντής στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής ΕΛΙΑΜΕΠ (1988-1998) καθιερώνοντάς το διεθνώς μεταξύ των πιο δραστήριων think tanks της Ευρώπης, και εμπνευστής μεταξύ άλλων και των Διεθνών Σεμιναρίων Χάλκης, στα οποία εκπαιδεύτηκαν εκατοντάδες νέοι επιστήμονες και πολιτικοί της Ευρώπης.

Διετέλεσε, επίσης, Senior Fellow στο London School of Economics (European Institute) (2011-2013) και Senior Fellow στο Ινστιτούτο Μελετών για θέματα ασφαλείας της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης (1997-1998). Είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Centre for European Studies, στις Βρυξέλλες (από το 2009), της Επιστημονικής Επιτροπής του Fondation Chirac στο Παρίσι (από το 2011), της Επιστημονικής Επιτροπής του Κέντρου Ευρωπαϊκών Σπουδών Παν/μίου Kadir Has στην Κων/πολη (από το 2010), της Διεθνούς Επιτροπής για την Συνεργασία στον Εύξεινο Πόντο (2010-2011) και της Επιστημονικής Επιτροπής του European View. Ήταν, επίσης, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Robert Schumann (1999-2001), του Διεθνούς Κέντρου Μελετών Ευξείνου Πόντου (ΔΙΚΕΜΕΠ)και άλλων ερευνητικών φορέων. Έχει γράψει δεκάδες βιβλία και επιστημονικά άρθρα που δημοσιεύθηκαν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

 

Διαβάστε ακόμα