Παρά τις συστηματικές προσπάθειες από περιβαλλοντικές οργανώσεις, διεθνείς οργανισμούς ορισμένες κυβερνήσεις (μεταξύ των οποίων και η Ελληνική) εξοβελισμού του άνθρακα ως βασικού καυσίμου στην ηλεκτροπαραγωγή και στην βιομηχανία, αυτός εξακολουθεί να αποτελεί βασική επιλογή για πολλές χώρες. Πρόκειται σαφώς για όλο τον υπόλοιπο κόσμο, εκτός Ευρώπης, που είναι πολύ μεγαλύτερος σε πληθυσμό και αναπτύσσεται γρήγορα (σε αντίθεση με την Ευρώπη, η οικονομία της οποίας είναι σε γενικές γραμμές στάσιμη), προσβλέποντας σε φθηνή και άφθονη ενέργεια που μόνο τα ορυκτά καύσιμα μπορούν να προσφέρουν στις ποσότητες που είναι απαραίτητες αλλά και σε ανταγωνιστικές τιμές

Όπως αποκαλύπτει η πρόσφατη έκδοση της ΒΡ, το Statistical Review of World Energy (εδώ) αν και η παγκόσμια κατανάλωση άνθρακα ήταν μειωμένη το 2020 κατά 4,2% σε σύγκριση με το 2019, (όπως γενικότερα ήταν μειωμένη κατά 4,5% η παγκόσμια ενεργειακή κατανάλωση λόγω Covid 19) με αντίστοιχη μείωση στην παραγωγή κατά 5,2%, εντούτοις ο άνθρακας κάλυψε το 27,2 % της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης (primary energy consumption). Με το πετρέλαιο να ευθύνεται για το 31,48 % της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης, το φυσικό αέριο το 24,72%, η πυρηνική ενέργεια για το 4,30%,τα υδροηλεκτρικά έργα για το 6,6% και τις υπόλοιπες ΑΠΕ μόλις το 5,7% . Η παράθεση των ανωτέρω στοιχείων δείχνει με τον πλέον εύγλωττο τρόπο το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό ενέργειας που καλύπτει σήμερα ο άνθρακας (μεγαλύτερο από αυτό του φυσικού αερίου) σε παγκόσμιο επίπεδο παρά τα ποικίλα μέτρα που λαμβάνονται εδώ και χρόνια για τον περιορισμό στην χρήση του, με κορυφαίο την υιοθέτηση του κόστους εκπομπών CO2 μέσω των αγορών διαπραγμάτευσης ρύπων (emission trading markets)

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο άνθρακας, ιδιαίτερα σε ό, τι αφορά την ηλεκτροπαραγωγή, παραμένει κορυφαία επιλογή σε πολυπληθείς χώρες με αυξημένες ενεργειακές ανάγκες, όπως η Ινδία, η Κίνα, η Ινδονησία, η Μαλαισία, η Ιαπωνία κ. ά. Με την παρατηρούμενη οικονομική ανάκαμψη στις περισσότερες χώρες της ΝΑ Ασίας, η ζήτηση για φορτία άνθρακα (thermal coal) εμφανίζεται αυξημένη με αποτέλεσμα η τιμή για τον άνθρακα προέλευσης Αυστραλίας (το benchmark για την τεράστια Ασιατική αγορά) να έχει εκτοξευθεί στα $150 τον τόνο, το υψηλότερο επίπεδο από το 2008, έχοντας ανατιμηθεί κατά 86%. Σε παρόμοια επίπεδα κυμαίνεται και η τιμή για τον Νοτιοαφρικανικό άνθρακα, έχοντας και αυτός ανατιμηθεί κατά 44% σε σύγκριση με τον περασμένο έτος.

πηγή: Institute of Energy for SE Europe (IENE), “Energy Weekly Report”, No. 274, July 29, 2021

Η ανοδική πορεία των τιμών άνθρακα τον τοποθετεί στο επίκεντρο του κύματος ανατιμήσεων των ενεργειακών πρώτων υλών που εκδηλώθηκε το α΄ εξάμηνο του 2021, με αυτόν να συναγωνίζεται μόνο με το αργό πετρέλαιο, η ανατίμηση του οποίου ξεπερνά το 65% σε σύγκριση με το 2020 και στις δυο όχθες του Ατλαντικού. Την στιγμή κατά την οποία οι ΑΠΕ, ιδιαίτερα μονάδες αιολικών και φωτοβολταϊκών, προσπαθούν να καλύψουν μια διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση σε αρκετές χώρες, μεγάλοι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής, που εισφέρουν φορτία βάσης και χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα όπως ο άνθρακας, έρχονται να καλύψουν το κενό που προκύπτει. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές σε περιόδους peak demand όπως η σημερινή, λόγω καύσωνα, όπου μονάδες φυσικού αερίου και λιγνίτη ασχέτως υψηλού κόστους καλούνται από τον Διαχειριστή με διαδικασία override να καλύψουν το μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης.

Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα αλλά παγκοσμίως ιδίως σε χώρες όπως η Κίνα, Ινδία και ΗΠΑ με αποτέλεσμα να έχει αυξηθεί η ζήτηση για φορτία thermal coal. Η περίπτωση της Κίνας είναι λίαν χαρακτηριστική, όπου μια παρατεταμένη περίοδος ανομβρίας το πρώτο τρίμηνο του έτους έθεσε εκτός λειτουργίας πολλές μεγάλες υδροηλεκτρικές μονάδες με αποτέλεσμα να αυξηθεί η ζήτηση στο δίκτυο μεγάλο τμήμα της οποίας καλείται τώρα να καλυφθεί από μονάδες άνθρακα. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι, παρά τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης των ΑΠΕ στην Κίνα (863 TWh το 2020 σε σύγκριση με 742 TWh το 2019) ο άνθρακας υπερτερεί κατά πολύ (4917,7 TWh το 2020 και 4849,7 TWh το 2019). Με την κατασκευή νέων μονάδων άνθρακα της τάξης των 40-50 GW τον χρόνο να αποτελεί σταθερό στόχο στο πλαίσιο του τρέχοντος 5 έτους προγράμματος, όπως και η διατήρηση του πλαφόν των 1100 GW συνολικής εγκατεστημένης ισχύος (εδώ).

Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση του ΙΕΑ, η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας σε παγκόσμιο επίπεδο δεν πρόκειται να υποχωρήσει εύκολα αφού οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για αύξηση 5% και 4% το 2021 και 2022 αντίστοιχα, σε σύγκριση με πτώση 1% που παρατηρήθηκε το 2019 λόγω του παρατεταμένου lockdown στις περισσότερες χώρες λόγω κορωνοϊού. Αναφορικά με την ζήτηση ηλεκτρισμού που παράγεται από ανθρακικές μονάδες, οι εκτιμήσεις του ΙΕΑ αναφέρουν ότι αυτή θα φθάσει το 5% εφέτος και 3% το 2022.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι παρά τον συστηματικό πόλεμο που γίνεται κατά του άνθρακα με στόχο να εξοβελισθεί από το παγκόσμιο σύστημα ηλεκτροπαραγωγής, προκειμένου να μειωθούν οι εκπομπές στο πλαίσιο αντιμετώπισης της Κλιματικής Αλλαγής, κυβερνήσεις και εταιρείες επιμένουν στην χρήση του γιατί ακόμα και με υψηλό κόστος ανά τόνο CO2, στοιχίζει πιο φθηνά η παραγωγή ηλεκτρισμού, ενώ σε πολλές περιπτώσει αποτελεί την μόνη λύση για εξασφάλιση φορτίων βάσης. Γι’ αυτό δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη η πρόβλεψη ότι το 2040 ο άνθρακας θα εξακολουθεί να καλύπτει το 12% με το 22% της παγκόσμιας ζήτησης ενέργειας, ανάλογα με τις πολιτικές που θα εφαρμοσθούν.

Συμπερασματικά, και όπως αποδεικνύεται καθημερινά στην πράξη, η ενεργειακή μετάβαση αποτελεί μια μακρόσυρτη και αρκετά ακριβή υπόθεση. Όσοι προσπαθούν δε να εκβιάσουν καταστάσεις επιταχύνοντας τους ρυθμούς και θέτοντας εξωπραγματικούς στόχους (λ. χ. το ευρωπαϊκό Fit-for-55), το μόνο που κάνουν είναι να δημιουργούν οικονομικά ασύμφορες συνθήκες και έτσι να υποσκάπτουν την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή που υποτίθεται ότι έχουν ταχθεί να υπηρετούν.