Το κόστος χρηματοδότησης άνθρακα έχει αυξηθεί την τελευταία δεκαετία, καθώς οι επενδυτές απαιτούν αποδόσεις τέσσερις φορές υψηλότερες από την απόδοση που απαιτείται από έργα ανανεώσιμης ενέργειας για να δικαιολογήσουν τον κίνδυνο επένδυσης σε ορυκτά καύσιμα, καθώς ο κόσμος κινείται προς καθαρότερες πηγές ενέργειας.

Μελέτη του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης διαπίστωσε ότι την ίδια περίοδο το κόστος της επένδυσης σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως αιολικά πάρκα και ηλιακές συστοιχίες, έχει μειωθεί καθώς οι τεχνολογίες καθαρής ενέργειας αποδεικνύουν ότι μπορούν να είναι οικονομικά αποδοτικές και επικερδείς επενδύσεις.
Η έρευνα ανέλυσε το κόστος χρηματοδότησης ενεργειακών έργων παρακολουθώντας τα «περιθώρια δανείων» που προσφέρονται από τους δανειστές, τα οποία καθορίζουν πόσο υψηλά αναμένουν ότι οι αποδόσεις τους θα καλύψουν τον κίνδυνο επένδυσης.

Οι επενδυτές συνήθως απαιτούν έργα αιολικής και ηλιακής ενέργειας για να αποφέρουν τουλάχιστον 10% έως 11% για να λάβουν υπόψη τον χαμηλό κίνδυνο της επένδυσης. Όμως, για επενδύσεις σε άνθρακα, οι αποδόσεις πρέπει να εκτοξευτούν στο 40% για να δικαιολογήσουν τον αυξανόμενο κίνδυνο να παραμείνει σε λειτουργία ένα έργο με υψηλό ρυπογόνο αποτύπωμα, καθώς οι κυβερνήσεις αυξάνουν τις ενεργειές τους για το κλίμα.

Η έκθεση ταξινόμησε το κόστος χρηματοδότησης για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για μια πενταετή περίοδο από το 2010 έως το 2014 σε σύγκριση με το κόστος δανείου μεταξύ 2015 και 2020. Διαπίστωσε ότι το κόστος χρηματοδότησης των ηλιακών εκμεταλλεύσεων έχει μειωθεί κατά 20%, ενώ τα κόστη χρηματοδότησης στα χερσαία και τα υπεράκτια τα αιολικά πάρκα μειώθηκαν κατά 15% και 33%, αντίστοιχα.

Ωστόσο, οι επενδυτές απαιτούν υψηλότερες αποδόσεις από έργα άνθρακα, γεγονός που έχει προκαλέσει αύξηση του κόστους χρηματοδότησής τους. Τα περιθώρια δανείων για σταθμούς παραγωγής ενέργειας και ανθρακωρυχεία έχουν αυξηθεί απότομα, στο 38% και στο 54%, αντίστοιχα.