Η Rosneft, η ρωσική πετρελαϊκή που ελέγχεται από το Κρεμλίνο, προειδοποίησε πριν από δυο ημέρες τις BP και Royal Dutch Shell ότι με τις αποφάσεις τους για περιορισμό των δραστηριοτήτων τους στο πετρέλαιο και την στροφή τους στις ΑΠΕ πρόκειται να δημιουργήσουν «υπαρξιακή κρίση» στην προμήθεια πετρελαίου σε παγκόσμιο επίπεδο κάτι που αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές, αφού η ζήτηση σύμφωνα με τις προβλέψεις τους θα εξακολουθήσει να αυξάνεται κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια

Ο Didier Casimiro, ένα από τα κορυφαία στελέχη της Rosneft, δήλωσε ότι οι εθνικές εταιρείες πετρελαίου, δηλαδή οι NOC’s, θα αποκτήσουν υπέρογκο μερίδιο στην αγορά εάν οι μεγάλοι ενεργειακοί παίκτες μειώσουν τις επενδύσεις, καθώς οι ελλείψεις εφοδιασμού είναι σχεδόν αναπόφευκτες, καθώς αναμένεται η ζήτηση να επιστρέψει σε προ-πανδημικά επίπεδα.

«Νομίζω ότι για να απομακρυνθείς από την βασική σου δραστηριότητα, αυτό δηλαδή που επιδιώκουν να πράξουν, είναι απαράδεκτο και θα χρειαστεί κάποιος να επέμβει. Κάποιος θα πρέπει να αναλάβει αυτή την ευθύνη », δήλωσε ο κ. Casimiro στο Financial Times Commodities Global Summit.

«Η στάση των BP και Shell αποτελεί μια σοβαρή απειλή για τον εφοδιασμό της αγοράς. Είναι μια υπαρξιακή απειλή και θα οδηγήσει σε περαιτέρω αστάθεια τις τιμές. . . θα έλθει μια κρίσιμη στιγμή (προμήθειας), και θα υπάρξει μεγάλη μεταβλητότητα τιμών, και ναι υψηλότερες τιμές. "

Τα ανωτέρω σχόλιά απεικονίζουν το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ των κρατικών πετρελαϊκών εταιρειών και των ενεργειακών παικτών που έχουν βοηθήσει στη διαμόρφωση της σύγχρονης πετρελαϊκής βιομηχανίας καθώς ευρωπαϊκές επιχειρήσεις όπως η BP, η Shell, η γαλλική Total και η ιταλική Eni δεσμεύονται να επανατοποθετηθούν επενδυτικά και να κατευθύνουν τις δραστηριότητες τους προς τις ΑΠΕ και τις καθαρές ενεργειακές τεχνολογίες γενικότερα.

Η BP, η οποία κατέχει μερίδιο 20% στη Rosneft ως κληρονομιά των επενδύσεών της στη Ρωσία μετά το 1990, δήλωσε ότι θα παράγει λιγότερο πετρέλαιο και φυσικό αέριο στο μέλλον και θα επενδύσει μόνο σε έργα με υψηλή απόδοση υπό την καθοδήγηση του νέου Διευθύνοντος Συμβούλου της κ. Bernard Looney. Ως γνωστόν η εταιρεία και οι συνεργάτες της αντιμετώπισαν πιέσεις από επενδυτές, ακτιβιστές και το ευρύ κοινό για να μειώσουν το ανθρακικό τους αποτύπωμά λόγω Κλιματικής Αλλαγής και να επενδύσουν σε αιολικά και ηλιακά έργα και έργα υδρογόνου. Ωστόσο, η κίνηση αυτή δεν έχει τύχει ευρείας υποδοχής, με την τιμή της μετοχής της BP να κατρακυλά, και να έχει φτάσει στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 25 ετών, την περασμένη Πέμπτη στα 232,40p.

Η μεγάλη πτώση της μετοχής δεν ήταν μοναδική για την BP. Άλλες πετρελαϊκές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων των μεγαλύτερων αμερικανικών εταιρειών που μένουν πιστές στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, υπέστησαν επίσης πτώση της τιμής της μετοχής τους λόγω της εκτεταμένης αβεβαιότητας για το μέλλον της αγοράς ενέργειας και του πετρελαίου ειδικότερα.

Οι αναλυτές επισημαίνουν ότι κρατικές εταιρείες πετρελαίου όπως η Rosneft, οι οποίες αντλούν περίπου το 6% της παγκόσμιας παραγωγής αργού, θα μπορούσαν να επωφεληθούν εάν οι ευρωπαϊκές ενεργειακές εταιρείες εγκαταλείψουν τα ορυκτά καύσιμα όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Ωστόσο, ενδέχεται να αντιμετωπίσουν μια σοβαρότερη μακροπρόθεσμη απειλή σε περίπτωση αιχμής της ζήτησης πετρελαίου τα επόμενα χρόνια, με τους υδρογονάνθρακες να αποτελούν τη βασική πηγή εσόδων για χώρες όπως η Ρωσία, η Σαουδική Αραβία και η Νιγηρία.

Ο De La Rey Venter, επικεφαλής της Integrated Gas Ventures της Shell, υπογράμμισε ότι υπάρχει μια μικρή αμφιβολία για το εάν «η ζήτηση για προϊόντα πετρελαίου τελικά θα μειωθεί», αλλά παραδέχτηκε ότι υφίσταται σημαντική αβεβαιότητα ως προς το χρόνο που αυτό θα συμβεί.«Είτε είναι αυτή η δεκαετία ή η επόμενη αυτά όλα είναι εικασίες», σημείωσε ο κ. Venter στο συνέδριο των FT.

Η στροφή των μεγάλων ενεργειακών παικτών μακριά από το πετρέλαιο συμπίπτει με την απότομη πτώση των τιμών, καθώς ο κορωνοϊός έχει πιέσει τη ζήτηση σχεδόν κατά 10% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πέρυσι . Ορισμένοι αναλυτές έχουν προειδοποιήσει ότι η πανδημία ίσως να έχει επιφέρει μια σταθερότητα σε χαμηλότερα επίπεδα κατανάλωσης πετρελαίου, αφού οι άνθρωποι πετούν και ταξιδεύουν πολύ λιγότερο.

Ωστόσο, ένα σημαντικό μέρος της βιομηχανίας εξακολουθεί να πιστεύει ότι η ζήτηση πετρελαίου θα επανακάμψει μόλις τεθεί υπό έλεγχο η πανδημία, δημιουργώντας προβλήματα εάν οι επενδύσεις σε νέα παραγωγή παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα.

Η προ κορωνοϊού αγορά πετρελαίου των 100 εκατ. βαρελιών/ ημέρα απαιτούσε 3m-5m b / d νέες προμήθειες κάθε χρόνο για να αναπληρώνοντας τα εξαντληθέντα κοιτάσματα. Είναι φανερό ότι στην μετά Covid-19 εποχή οι απαιτήσεις θα είναι αρκετά χαμηλότερες.

Τέλος, ο Dr Fatih Birol, επικεφαλής του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, προειδοποίησε, ότι οι χώρες που εξαρτώνται από το πετρέλαιο πρέπει να επικεντρωθούν στη διαφοροποίηση των οικονομιών τους, καθώς ο κίνδυνος αιχμής στη ζήτηση ήταν υπαρκτός. «Ποτέ δεν ήταν τόσο επείγον όσο είναι σήμερα», είπε ο κ. Birol. «Δεν θα υπάρχει χώρα παραγωγούς πετρελαίου ή φυσικού αερίου που δεν θα επηρεαστεί από τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια».