Στην ετήσια έκθεση που δημοσιεύτηκε χθες (18/6), η νορβηγική Rystad Energy υποβάθμισε την εκτίμησή της για την παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου κατά μία ποσότητα που υπερβαίνει τα αποδεδειγμένα αποθέματα της Σαουδικής Αραβίας, καθώς η κρίση της πανδημίας του κορωνοϊού επιταχύνει τις πιο μακροπρόθεσμες διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά

Πιο συγκεκριμένα, η Rystad Energy δήλωσε ότι η εκτίμησή της για τα ανακτήσιμα πετρελαϊκά αποθέματα, δηλ. τις ποσότητες που θα μπορούσαν να εξαχθούν από τη γη, δεδομένων των περιορισμών της τεχνολογίας και της ζήτησης, έχει μειωθεί από το 2019 κατά 282 δισ. βαρέλια στα 1.9 τρισ. βαρέλια, καθώς οι καταναλωτικές συνήθειες αλλάζουν και οι εταιρείες πετρελαίου περιορίζουν τα ερευνητικά τους σχέδια. Τα αποδεδειγμένα αποθέματα της Σαουδικής Αραβίας, του δεύτερου μεγαλύτερου παραγωγού πετρελαίου στον κόσμο, φτάνουν τα 267 δισ. βαρέλια.  

 

Ο κ. Per Magnus Nysveen, επικεφαλής ανάλυσης στη Rystad Energy, αναφερόμενος στην υποθετική στιγμή της μέγιστης πετρελαϊκής παραγωγής, τόνισε ότι «το peak oil είναι τώρα λίγο πιο κοντά, συνηθίζοντας να λέμε ότι το peak oil θα συμβεί γύρω στο 2030. Τώρα λέμε ότι θα μπορούσε να συμβεί το 2027 ή το 2028».

Παγκοσμίως, η κατανάλωση αργού μειώθηκε έως και το 1/3 στην κορύφωση της πανδημίας του κορωνοϊού τον περασμένο Απρίλιο, καθώς τα lockdowns και οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί ανάγκασαν τους ανθρώπους να μείνουν στο σπίτι, προσθέτει η Rystad Energy. Η πετρελαϊκή ζήτηση έχει αρχίσει να ανακάμπτει, αλλά ολοένα και περισσότερο διαμορφώνεται η άποψη σε ολόκληρο τον κλάδο ότι ο αντίκτυπος της πανδημίας μπορεί να διατηρηθεί και τα επόμενα χρόνια. «Οι άνθρωποι δεν θα είναι πλέον πρόθυμοι να ταξιδέψουν αεροπορικώς για κάποιο χρονικό διάστημα», προσθέτει ο κ. Nysveen, με αποτέλεσμα να υπάρξει μείωση της ζήτησης για αεροπορικά καύσιμα (jet fuels). Παράλληλα, η απότομη πτώση των τιμών του αργού θα προκαλέσει την μείωση της δραστηριότητας για γεωτρήσεις στο εγγύς μέλλον, οδηγώντας σε μία αύξηση των τιμών μεταξύ 2023 και 2025. Η Rystad Energy υποστηρίζει ότι η πτώση της πετρελαϊκής ζήτησης, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη περιβαλλοντική συνείδηση ​​μεταξύ των επενδυτών, αναμένεται να αποθαρρύνει τους παραγωγούς πετρελαίου να επενδύσουν σε πιο απομακρυσμένες περιοχές, που σημαίνει ότι οι περιοχές που προηγουμένως αναμενόταν να διερευνηθούν για πετρέλαιο θα παραμείνουν «ανέγγιχτες».

Επίσης, σχετική μοντελοποίηση του διεθνούς οίκου αξιολόγησης Moody's δείχνει ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου ενδέχεται να μην επιστρέψει στα επίπεδα του 2019 τουλάχιστον μέχρι το 2025. Ο οίκος αξιολόγησης τόνισε ότι υπάρχει πιθανότητα η ζήτηση να μην επιστρέψει καθόλου στα επίπεδα του περασμένου έτους. «Η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου μπορεί να απαιτήσει αρκετό χρόνο για να ανακάμψει, εξαιτίας του συνδυασμού της ασθενέστερης οικονομικής ανάπτυξης, της απανθρακοποίησης και των αλλαγών στη συμπεριφορά, αυξάνοντας την πιθανότητα να επήλθε κορύφωση της ζήτησης το 2019», δήλωσε ο κ. James Leaton, ανώτερο στέλεχος της Moody's.

Εξάλλου, την περασμένη εβδομάδα, η βρετανική εταιρεία πετρελαίου BP δήλωσε ότι η πανδημία αναμένεται να επισπεύσει τη μετάβαση σε πιο «καθαρές» μορφές ενέργειας, καθώς απομείωσε την αξία των περιουσιακών της στοιχείων κατά $17.5 δισ. Πρόκειται για  επιβεβαιωμένα αποθέματα (booked reserves) σε δύσκολα κοιτάσματα, τα οποία δεν σκοπεύει να αναπτύξει, προβλέποντας μείωση της τιμής του αργού, αλλά και της ζήτησης. Ο νέος διευθύνων σύμβουλος της BP, κ. Bernard Looney, δήλωσε πρόσφατα στους Financial Times ότι η κορύφωση της ζήτησης πετρελαίου ενδέχεται να έχει ήδη περάσει.