Εάν κάτι μας δίδαξε η τρέχουσα κρίση που προήλθε από τα απαραίτητα μέτρα που λήφθηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού είναι ότι σε δύσκολες ώρες όταν δίδονται κυριολεκτικά μάχες για την επιβίωσή μας ως κοινωνία και ως έθνος είμαστε μόνοι ή περίπου μόνοι. Δηλαδή, εμείς έχουμε την ευθύνη και την πρωτοβουλία των κινήσεων προκειμένου να δράσουμε όπως πιστεύουμε καλύτερα,

να αξιοποιήσουμε με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο τα εφόδια που διαθέτουμε ώστε να αμυνθούμε και να διαφυλάξουμε ό,τι πολυτιμότερο έχουμε. Στην προκειμένη περίπτωση, να προστατεύσουμε όσο γίνεται πλέον αποτελεσματικά την υγεία του πληθυσμού μειώνοντας στο ελάχιστο τον αριθμό των θυμάτων και δημιουργώντας τις κατάλληλες συνθήκες που εμποδίζουν την εξάπλωση της πανδημίας.

Αυτή ήταν μια μάχη που εν πολλοίς κερδήθηκε, εάν κρίνουμε την πορεία μας σε σχέση με άλλες χώρες ανά την υφήλιο, ιδιαίτερα από τον πολύ μικρό αριθμό θυμάτων που είχαμε και την ισοπέδωση, σε σύντομο χρονικό διάστημα, της υγειονομικής καμπύλης. Η επιτυχία, σε πολύ μεγάλο βαθμό, έγκειται στο γεγονός ότι υπήρξε εγκαίρως ένα επιτελικό σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης βασισμένο σε ιατρική γνώση και εμπειρία, μια κυβέρνηση αποφασισμένη να το εφαρμόσει μέχρι κεραίας και να μην φεισθεί των απαραίτητων δαπανών προκειμένου να αποφευχθεί η οικονομική κατάρρευση, ενώ υπήρξε απόλυτη πρωτοβουλία κινήσεων σε εθνικό επίπεδο χωρίς ουδεμία εξάρτηση ή λογοδοσία σε τρίτους, στην προκειμένη περίπτωση στην γραφειοκρατία των Βρυξελλών που σε μια περίοδο κρίσης φάνηκε πραγματικά κατώτερη των περιστάσεων.

Με την ενέργεια σήμερα σε όλες τις εκφάνσεις της να αποτελεί κορυφαίο κοινωνικό αγαθό και ισάξιο σε ένα βαθμό με την υγεία (αφού η στέρησή της υποσκάπτει άμεσα και απόλυτα το όποιο υγειονομικό και κοινωνικό σύστημα), η εξασφάλιση και αδιάλειπτη παροχή της αποτελεί άμεση προτεραιότητα και είναι στρατηγικής σημασίας για την οικονομία και την εθνική ασφάλεια. Υπό αυτή την έννοια, η χώρα μας έχει υποχρέωση, πέρα από τα όποια σχέδια, στόχους και δεσμεύσεις της ΕΕ, να είναι σε θέση να οργανώσει και να εφαρμόσει την δική της ενεργειακή πολιτική, η οποία θα αποβλέπει στην καλύτερη δυνατή (δηλ. άνετη και ασφαλή τροφοδοσία με ανταγωνιστικό κόστος) εξυπηρέτηση των αναγκών της και την διασφάλιση της τροφοδοσίας της με τα απαραίτητα καύσιμα είτε αυτά αφορούν τους υδρογονάνθρακες είτε τον ηλεκτρισμό.

Σήμερα και μετά από πολλά χρόνια προσπαθειών για την εκμετάλλευση των εγχώριων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), το ενεργειακό μείγμα της Ελλάδας (δηλ. η συνολική παροχή πρωτογενούς ενέργειας, σύμφωνα με στοιχεία του ΙΕΑ του 2018) εξακολουθεί να κυριαρχείται (κατά 46%) από το πετρέλαιο που το εισάγουμε αποκλειστικά με ένα ετήσιο κόστος που ξεπερνά τα €5.0 δισ. Το υπόλοιπο μέρος του ενεργειακού ισοζυγίου καλύπτεται από το φυσικό αέριο (18%) που, επίσης, εισάγουμε εξ’ ολοκλήρου, τις ΑΠΕ (13%), τον ηλεκτρισμό (3%) και τον λιγνίτη (20%) που χρησιμοποιείται κυρίως στην ηλεκτροπαραγωγή. Και ενώ μέχρι πρότινος η παραγωγή ηλεκτρισμού αποτελούσε μια καθαρά ελληνική υπόθεση, με το μεγαλύτερο μέρος του να παράγεται από τον εγχώριο λιγνίτη και τα υδροηλεκτρικά με μικρή χρήση ΑΠΕ, η κατάσταση τους τελευταίους 18 μήνες έχει αλλάξει άρδην.

Με το κόστος της λιγνιτικής παραγωγής να έχει ανατιμηθεί σημαντικά λόγω του υψηλού κόστους των ρύπων και υπό την πίεση των Βρυξελλών για απανθρακοποίηση, η συμμετοχή του στο ηλεκτροπαραγωγικό μείγμα το Α’ τετράμηνο του 2020 μειώθηκε στο 13%, με το υπόλοιπο να κατανέμεται ανάμεσα στο εισαγόμενο φυσικό αέριο (33%), τις ΑΠΕ (28%), τα υδροηλεκτρικά (4%) και τις εισαγωγές ηλεκτρισμού από τις γειτονικές χώρες (22%). Ενώ επί σειρά ετών οι εισαγωγές ήταν ελάχιστες (5%-8%) και κάλυπταν κυρίως εποχιακές ανάγκες και φορτία εξισορρόπησης του συστήματος, σήμερα αυτές έχουν κορυφωθεί καθότι συμφέρουν οικονομικά.

Η διαφοροποίηση, για να μην πούμε αλλοίωση, του ενεργειακού ισοζυγίου τα τελευταία χρόνια και παρά την σταθερή διείσδυση των ΑΠΕ στο μείγμα της τελικής ενεργειακής κατανάλωσης, έχουν οδηγήσει σε ιδιαίτερα αυξημένες εισαγωγές ενέργειας, υποσκάπτοντας με αυτόν τον τρόπο την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας και οδηγώντας τις τιμές σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, καθιστώντας πολλά εγχώρια βιομηχανικά προϊόντα μη ανταγωνιστικά.

Εάν θεωρήσουμε τις εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου μαζί με αυτές των εισαγωγών ηλεκτρισμού, ο βαθμός ενεργειακής εξάρτησης της χώρας έχει κυριολεκτικά εκτοξευθεί, έτσι που σήμερα να υπερβαίνει το 75% και να θεωρείται από τους υψηλότερους στην ΕΕ, με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στο 54%. Με την Ελλάδα να έχει λάβει την συνειδητή απόφαση να στραφεί στο φυσικό αέριο ως το καύσιμο που θα χρησιμοποιηθεί την περίοδο της ενεργειακής μετάβασης, αντικαθιστώντας τον λιγνίτη, η χρήση του οποίου, βάσει κυβερνητικού σχεδιασμού, προβλέπεται να έχει μηδενισθεί μέχρι το 2028, έχουμε κάθε λόγο να επιθυμούμε την αξιοποίηση των αξιόλογων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων που έχουν εντοπισθεί στον ελλαδικό χώρο. Επιπλέον, οι έρευνες και η παραγωγή υδρογονανθράκων ενισχύουν την γεωστρατηγική θέση της χώρας και το πολιτικό και οικονομικό της εκτόπισμα.

Χάρη στην προεργασία που έχει γίνει από το 2011 και εντεύθεν, όταν έγινε η επανέναρξη στην ερευνητική προσπάθεια (βλέπε Ν. 4001/2011), υπάρχουν σήμερα 11 νέες παραχωρήσεις σε ηπειρωτικές και θαλάσσιες περιοχές επιπλέον αυτής του Πρίνου, που μετά από 40 χρόνια συνεχούς λειτουργίας εξακολουθεί να παράγει πετρέλαιο και μάλιστα χωρίς την παραμικρή ρύπανση ή περιβαλλοντική επίπτωση. Βάσει των σεισμικών ερευνών που έχουν πραγματοποιηθεί, έχουν εντοπισθεί συγκεκριμένες και πολλά υποσχόμενες γεωλογικές δομές που αντιστοιχούν σε κοιτάσματα με εκτιμώμενο συνολικό δυναμικό της τάξεως των 19.5 δισ. ισοδύναμων βαρελιών πετρελαίου, μεγάλο μέρος των οποίων αφορούν φυσικό αέριο (υπολογίζονται άνω του 1.5 τρισ. κυβικών μέτρων αερίου) όταν η Ελλάδα σήμερα εισάγει 5.0 δισ. κυβ. μέτρα και πολύ σύντομα εκτιμάται ότι θα καταναλώνει 10.0 δισ. κυβ. μέτρα. Με τις παραχωρήσεις να έχουν αναληφθεί, βάσει συμβάσεων, από μερικές από τις μεγαλύτερες διεθνείς εταιρείες (ExxonMobil, Total, Repsol) και με την συμμετοχή στις κοινοπραξίες των ΕΛΠΕ και της Energean, υπάρχουν πολύ σοβαρές πιθανότητες οι έρευνες, που θα πρέπει να επιταχυνθούν όσο είναι καιρός, να οδηγήσουν στον εντοπισμό σημαντικών και εμπορικά εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων.

Η εκμετάλλευση των όποιων κοιτασμάτων, ειδικά αυτών στο Ιόνιο και νότια της Κρήτης, θα είναι, σύμφωνα με εκτιμήσεις, ικανά να ικανοποιήσουν πλήρως όχι μόνο τις εγχώριες ανάγκες αλλά και να εξαχθούν στις ευρωπαϊκές αγορές, βοηθώντας στην διαφοροποίηση της προμήθειας της ΕΕ.

Συμπερασματικά, η Ελλάδα έχει σήμερα κάθε δυνατότητα να χαράξει την δική της ενεργειακή πολιτική, απόλυτα εναρμονισμένη με αυτή της ΕΕ, αλλά δίδοντας έμφαση στην ανάπτυξη των εγχώριων ενεργειακών πηγών, με βασικό άξονα τις ΑΠΕ και το φυσικό αέριο, έτσι ώστε σε σύντομο χρονικό διάστημα να μπορέσει να ανακτήσει πρωτοβουλία κινήσεων και να μειώσει την επικίνδυνα υψηλή ενεργειακή της εξάρτηση. Όπως και με την κρίση του κορωνοϊού έτσι και η υπόθεση της ενέργειας αποτελεί εθνική προτεραιότητα, η οποία πρέπει να συσπειρώσει τις πολιτικές δυνάμεις και την επιστημονική κοινότητα, ώστε η χώρα να μπορέσει να αξιοποιήσει το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα που διαθέτει, καθιστώντας την ενέργεια παράγοντα οικονομικής ανάπτυξης (εξασφαλίζοντας άφθονη και φθηνή ενέργεια) και πυλώνα της εθνικής ασφάλειας.

*Λίγα λόγια για τον κ. Κωνσταντίνο Σταμπολή

Είναι Πρόεδρος και Εκτελεστικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ), Ιδρυτής και Διευθυντής του Energia.gr