Με κοινή ανακοίνωσή τους, κολοσσοί διεθνούς βεληνεκούς ένωσαν τη φωνή τους με όλους όσοι απευθύνουν έκκληση στις κυβερνήσεις του κόσμου να χρηματοδοτήσουν μια πράσινη ανάκαμψη, όταν η πανδημία λήξει. Οι εν λόγω όμιλοι, συνολικής αξίας 2,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, οι οποίοι ξεπερνούν τους 150 και ανάμεσά τους συγκαταλέγονται οι Adobe και Unilever μεταξύ πολλών άλλων,

 

ζητούν από τις πολιτικές ηγεσίες να διασφαλίσουν πως η απόκρισή τους στην πανδημία «βασίζεται σε τολμηρές δράσεις για την κλιματική αλλαγή, δίνοντας προτεραιότητα στη μετάβαση σε μια πράσινη οικονομία, συνδυάζοντας πολιτικές και προγράμματα ανάκαμψης με τα τελευταία επιστημονικά δεδομένα».

Οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο προετοιμάζουν πακέτα διάσωσης ύψους τρισεκατομμυρίων δολαρίων και οι επιλογές που θα κάνουν για το πού θα διοχετευθούν τα εν λόγω κονδύλια θα επηρεάσουν το περιβάλλον τις επόμενες δεκαετίες. Το αίτημα για μια αντιρρυπογόνο ανάκαμψη έχει διατυπωθεί ήδη από θεσμικούς επενδυτές, διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και υψηλόβαθμους αξιωματούχους σε υπουργεία Οικονομικών και κεντρικές τράπεζες. «Ανεξαρτήτως της πανδημίας, η κλιματική αλλαγή θα συνεχιστεί. Θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε αυτήν την ευκαιρία που μας δίνεται για την επανεκκίνηση της οικονομίας και την ανάκαμψή της, οπότε να εφαρμόσουμε στρατηγικές που συνάδουν με τους στόχους αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής», επισημαίνει η Ανίκα Μπρέσκι, πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος της φινλανδικής εταιρείας χάρτου και συσκευασίας Stora Enso. Η ανακοίνωση συντάχθηκε από την πρωτοβουλία «Στόχοι βασισμένοι στην επιστήμη» (ISBT), όργανο που συγκροτήθηκε από τον ΟΗΕ και άλλους διεθνείς περιβαλλοντικούς οργανισμούς για να βοηθήσει τις εταιρείες να εναρμονιστούν με τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα. Η πρωτοβουλία αυτή συνεργάζεται με άνω των 800 επιχειρήσεων, που δεσμεύθηκαν να καταρτίσουν ή έχουν ήδη καταρτίσει σχέδια για τη δραστική περικοπή των εκπομπών ρύπων τις προσεχείς δεκαετίες.

Εάν οι κυβερνήσεις εναρμονίσουν τις πολιτικές τους με τις επιστήμες που μελετούν το κλίμα, οι προαναφερθείσες επιχειρήσεις θα δαπανήσουν λιγότερα για την επίτευξη των στόχων μείωσης της υπερθέρμανσης του πλανήτη, όπως επισήμανε ο Πολ Σίμπσον, επικεφαλής του μη κερδοσκοπικού οργανισμού CDP, ο οποίος έχει αναλάβει τη δημοσιοποίηση των στοιχείων διεθνώς για τον αντίκτυπο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στο περιβάλλον. Λόγου χάριν, για μια εταιρεία η μείωση των εκπομπών ρύπων σημαίνει ότι πρέπει να τροποποιήσει τον στόλο των οχημάτων της που φέρουν μηχανές εσωτερικής καύσεως και, αντ’ αυτών, θα πρέπει να τα αντικαταστήσει με ηλεκτρικά. Εάν, τώρα, μια κυβέρνηση χρηματοδοτούσε την κατασκευή υποδομών με σταθμούς φόρτισης και επιδοτούσε αυτά τα οχήματα, τότε και η εταιρεία θα δαπανούσε λιγότερα στη μετάβασή της. «Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως θα ήταν φθηνότερο για τις επιχειρήσεις, αλλά η ουσία είναι πως θα ήταν πιο γρήγορο, εάν οι δαπάνες τους εναρμονίζονταν με τους στόχους μείωσης της θερμοκρασίας του πλανήτη», επισημαίνει ο κ. Σίμπσον, ο οποίος συμμετέχει και στην πρωτοβουλία ISBT.

Αντιστοίχως, η δράση για την ανάκαμψη μετά τον κορωνοϊό αποτελεί μια ευκαιρία για τις κυβερνήσεις να απομακρυνθούν από την επιδότηση των ορυκτών καυσίμων και να στηρίξουν την καθαρή ενέργεια, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο Κιμ Χέλστρομ, υπεύθυνος κλιματικής στρατηγικής στη Ηennes & Mauritz (Η&Μ). Ο γνωστός σουηδικός όμιλος ένδυσης συνυπέγραψε την ανακοίνωση - έκκληση προς τις κυβερνήσεις και ένας από τους περιβαλλοντικούς του στόχους είναι να τροφοδοτεί αποκλειστικά με ανανεώσιμη ενέργεια τις δραστηριότητές του έως το 2030.

Εν κατακλείδι, αναφέρεται ότι σχεδόν τα δύο τρίτα των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έκκληση έχουν την έδρα τους στην Ευρώπη και αυτό καταδεικνύει πως εκεί υπάρχουν και οι αυστηρότερες περιβαλλοντικές προδιαγραφές. Στόχος της Ε.Ε. είναι να επιτύχει μηδενικούς ρύπους έως το 2050, οπότε οι επιχειρήσεις πρέπει να συμμορφωθούν με αυτόν.

*(BLOOMBERG-Aναδημοσίευση από την Καθημερινή)