H πανδημία του COVID-19 καταγράφει ήδη άνω των 267.000 χιλιάδων θανάτων και άνω των 3,6 εκατ. κρουσμάτων παγκοσμίως. Οι επερχόμενες συνέπειες και μια επιδιωκόμενη ποσοτικοποίηση αυτών συγκρίνονται με τις συνέπειες της μεγάλης ύφεσης του 1930 και του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου. Ειδικότερα για την Ελλάδα ο κορωνοϊός ήρθε μετά από μια 10ετή περίοδο κρίσης και βαθιάς ύφεσης. O ενεργειακός τομέας καλείται ταυτόχρονα να ανακάμψει από τις συνέπειες της πανδημίας και να μετασχηματιστεί εκ βάθρων σύμφωνα με τις επιταγές του Green Deal για την αντιμετώπιση της Κλιματικής Αλλαγής.

 

Το μεγάλο ερώτημα είναι εάν κατά την διάρκεια της επερχόμενης οικονομικής κρίσης οι φορείς της αγοράς θα χρησιμοποιήσουν διαθέσιμους πόρους για περιορισμό κόστους και αύξηση αποδοτικότητας ή για την υλοποίηση των απαιτούμενων επενδύσεων μείωσης εκπομπών CO2. Δεν είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι για την αντιμετώπιση του COVID-19 τα κράτη ενήργησαν με διαφορετικές στρατηγικές, ανεξάρτητα και αυτόνομα, όταν μια εκ των βασικών προϋποθέσεων της ενεργειακής μετάβασης τουλάχιστον για την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η ενοποίηση των αγορών ενέργειας μεταξύ διαφορετικών κρατών.

Οι πρώτες προβλέψεις αναλυτών και οργανισμών αναμένουν ότι η παγκόσμια ενεργειακή ζήτηση εκτός του ότι θα μειωθεί κατά 6% το 2020, θα καθυστερήσει πολλά έτη για να επανέλθει στα προ COVID-19 επίπεδα, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη πιθανό νέο κύμα της νόσου μετά το καλοκαίρι. Η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου εκτιμάται ότι θα μειωθεί για το 2020 κατά 9 εκατ. βαρέλια/ημέρα, επισπεύδοντας το oil peak demand ορισμένα χρόνια νωρίτερα από την πρόβλεψη για το 2025. Αντίθετα όλοι παραδέχονται ότι ο τομέας των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έδειξε να μένει αλώβητος από την πανδημία (με εξαίρεση την εφοδιαστική αλυσίδα και logistics νέων έργων). Αυτό όμως που ενδεχομένως παραβλέπουμε ότι για την εκτιμώμενη μείωση των εκπομπών CO2 κατά 8% το 2020, απαιτήθηκε ο καθολικός περιορισμός της δραστηριότητας δισεκατομμυρίων ανθρώπων, αποδεικνύοντας στην πράξη την θεμελιώδη εξάρτηση που έχουμε ακόμα από τα ορυκτά καύσιμα.

Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν έχουν φθάσει ακόμα το απαιτούμενο επίπεδο ανταγωνιστικότητας για να αντικαταστήσουν πλήρως τα ορυκτά καύσιμα, ενώ οι πολιτικές ενίσχυσης αυτών (πχ επιδοτήσεις – εμπορία ρύπων) εξακολουθούν να επιβαρύνουν το κόστος ενέργειας. Επιπλέον δεν αρκεί να αυξηθεί η εγκατεστημένη ισχύς ΑΠΕ χωρίς την υλοποίηση δομικών αλλαγών όπως η ψηφιοποίηση των υφιστάμενων δικτύων/υποδομών ενέργειας. Επιπρόσθετα εάν καταρρεύσουν μόνιμα οι τιμές του πετρελαίου, ενδέχεται να εγκαταλειφθούν επ’ αόριστο επενδύσεις σε πετρέλαιο και αέριο, δημιουργώντας ελλείψεις στην αγορά που θα σημειωθούν πριν οι ανανεώσιμες πηγές συνεισφέρουν τα μερίδια που αποτυπώνονται στο ΕΣΕΚ έως το 2030 αλλά και την Μακροχρόνια Στρατηγική για το 2050. Δυστυχώς ο ανωτέρω κίνδυνος λαμβάνει ήδη σάρκα και οστά με τα αποτελέσματα 1ου τριμήνου Shell – BP, με την αναβολή γεωτρήσεων σε τεμάχια της Κυπριακής ΑΟΖ για το 2021 από Total - Eni, όσο και την διαφαινόμενη διακοπή παραγωγικής δραστηριότητας στον Πρίνο.

Είναι κοινά αποδεκτό ότι ο κόσμος μετά την πανδημία είναι διαφορετικός. Καθώς οι στόχοι τόσο του ΕΣΕΚ και της Μακροχρόνια Ενεργειακής Στρατηγικής όσο και του Green Deal καθορίστηκαν πριν από αυτήν, πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια να προσαρμοστούμε στις νέες συνθήκες ώστε να επιτευχθεί η πολυπόθητη ενεργειακή μετάβαση. Συνοψίζοντας πρέπει να αποφευχθεί η βίαιη μετατόπιση επενδύσεων από ορυκτά καύσιμα σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Αντίθετα αυτή η μετατόπιση πρέπει να είναι συνετή, ισορροπημένη και να υλοποιηθεί βαθμιαία και παράλληλα με την σταδιακή αποσύνδεση της ανάπτυξης από την ζήτηση ενέργειας που έχει ξεκινήσει ήδη. Με ορίζοντα την κλιματική ουδετερότητα του 2050, κάθε χώρα ξεκινά από διαφορετικό σημείο εκκίνησης, έχοντας διαφορετικές ανάγκες και προτεραιότητες πέραν του κοινού στόχου προστασίας του πλανήτη. Το γεγονός αυτό είναι κομβικής σημασίας όπως για κάθε χώρα και για την Ελλάδα. Με τον ελληνικό τουρισμό να ετοιμάζεται να δεχθεί βαρύ πλήγμα φέτος και ενδεχομένως τα επόμενα έτη, είναι πιο επιτακτικό από ποτέ να ξεκινήσει επιτέλους η εκμετάλλευση εγχώριων πηγών ενέργειας που προφανώς δεν περιορίζονται μόνο στον αέρα και τον ήλιο.

Λίγα λόγια για τον Αλέξανδρο Κουτρουμπούση, Μηχανολόγο Μηχανικό

Ο Αλέξανδρος Κουτρουμπούσης είναι Μηχανολόγος Μηχανικός Ε.Μ.Π. και κάτοχος Μεταπτυχιακού διπλώματος στην Παραγωγή & Διαχείριση Ενέργειας. Έχει εργαστεί από το 2001 σε θέσεις ευθύνης ενεργειακών εταιρειών (Δημόσια Επιχείρηση Αερίου Α.Ε., Εταιρεία Παροχής Αερίου Αττικής Α.Ε., Φυσικό Αέριο Ελληνική Εταιρεία Ενέργειας) με αντικείμενα τον σχεδιασμό εμπορικής πολιτικής Μεγάλων Καταναλωτών Φυσικού Αερίου, το ρυθμιστικό και νομοθετικό πλαίσιο ενεργειακών αγορών και την ανάπτυξη ομάδων Πωλήσεων και Εξυπηρέτησης Πελατών στις λιανικές αγορές Φυσικού Αερίου/Ηλεκτρικής Ενέργειας.