Τον κίνδυνο να χαθούν έως 250 χιλιάδες θέσεις απασχόλησης, λόγω των επιπτώσεων από την πανδημία του νέου κορονοϊού, φέρνει στο προσκήνιο η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ). Η εφιαλτική αυτή εκτίμηση προκύπτει από τα ευρήματα έρευνας που διενήργησε σε συνεργασία με τη MARC. Βάσει των στοιχείων της έρευνας εκτιμάται ότι κινδυνεύουν να χαθούν 150.000 θέσεις μισθωτής εργασίας,

 

ενώ εάν συνυπολογιστεί και το εύρημα ότι μία στις επτά επιχειρήσεις δηλώνει πως ενδέχεται να διακόψει τη δραστηριότητά της, τότε ο κίνδυνος απώλειας των συνολικών θέσεων απασχόλησης (αυτοαπασχολούμενοι, εργοδότες και εργαζόμενοι) εκτιμάται στις 250.000.

Το πρώτο μέρος της έρευνας, που δημοσιεύτηκε στις 15 Απριλίου, εστίαζε στις επιπτώσεις της πανδημίας στη βιωσιμότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τη ΓΣΕΒΕΕ, δύο στοιχεία επισημάνθηκαν ως πιο σημαντικά σχετικά με τη λειτουργία των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων. Το πρώτο αναδείκνυε την έλλειψη ρευστότητας ως το σημαντικότερο πρόβλημα που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν οι οκτώ στις δέκα μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Το δεύτερο ζήτημα, που συνδέεται σε έναν βαθμό με την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος ρευστότητας, αφορούσε τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και όπως προαναφέρθηκε μία στις επτά επιχειρήσεις ενδέχεται να διακόψει τη δραστηριότητά της το επόμενο διάστημα.

Αυτά τα δύο στοιχεία καταδεικνύουν τις σοβαρές συνέπειες της υγειονομικής κρίσης στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις και -όπως είναι επόμενο- επηρεάζουν και την αγορά εργασίας, η οποία φαίνεται πως αλλάζει δραματικά.

Η αγορά εργασίας

Με βάση τα ευρήματα της έρευνας, η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην αγορά εργασίας κατά το πρώτο στάδιο αντιμετώπισης της πανδημίας είναι η εξής:

  • Οκτώ στις δέκα (77,7%) επιχειρήσεις που ανέστειλαν μερικώς ή πλήρως τη δραστηριότητά τους προχώρησαν σε αναστολή συμβάσεων εργασίας.
  • Μία στις οκτώ (13,3%) επιχειρήσεις υιοθέτησε καθεστώς τηλεργασίας για το προσωπικό της.
  • Δύο στις δέκα (19,9%) επιχειρήσεις που δεν ανέστειλαν τη λειτουργία τους μείωσαν το προσωπικό τους, ενώ μόλις τρεις στις εκατό (3,2%) το αύξησαν.
  • Μία στις οκτώ (12,7%) του συνόλου των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων ενδέχεται να μειώσει το προσωπικό της μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων, ενώ μόλις τρεις στις εκατό (3,4%) δηλώνουν ότι θα προχωρήσουν σε προσλήψεις.

Σύμφωνα με τη ΓΣΕΒΕΕ, καθώς διανύουμε τις πρώτες μέρες της σταδιακής επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας, έχουν τεθεί σημαντικοί περιορισμοί στον τρόπο άσκησης της δραστηριότητας των επιχειρήσεων για τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας. Οι επιχειρήσεις καλούνται να προσαρμοστούν μέσα σε ένα έκτακτο, αλλά σε κάθε περίπτωση νέο ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας και σε μια αγορά στην οποία η υγειονομική κρίση έχει ήδη αφήσει το αποτύπωμά της με την εκτεταμένη μείωση των εισοδημάτων, τα προβλήματα ρευστότητας και τη μεταφορά υποχρεώσεων για το μέλλον.

Η επόμενη μέρα

Με βάση τα παραπάνω, η επόμενη μέρα για την απασχόληση στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις φαίνεται πως θα συνεχίσει να διατηρεί τα χαρακτηριστικά που έχουν ήδη διαμορφωθεί. Στο πλαίσιο αυτό, μία στις οκτώ (12,7%) μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις δηλώνει πως το επόμενο διάστημα θα προχωρήσει σε μείωση προσωπικού.

Εκ των ευρημάτων εκτιμάται ότι κινδυνεύουν να χαθούν 150.000 θέσεις μισθωτής εργασίας, ενώ εάν συνυπολογίσουμε και το εύρημα ότι μία στις επτά επιχειρήσεις δηλώνει πως ενδέχεται να διακόψει τη δραστηριότητά της, τότε ο κίνδυνος απώλειας των συνολικών θέσεων απασχόλησης (αυτοαπασχολούμενοι, εργοδότες και εργαζόμενοι) εκτιμάται στις 250.000.

Μια επιπλέον αρνητική διάσταση είναι ο περιορισμός δημιουργίας θέσεων εργασίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, μόλις το 3,4% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσε ότι θα προχωρήσει σε προσλήψεις προσωπικού το επόμενο διάστημα. Το στοιχείο αυτό, που ακολουθεί τη συμπεριφορά που έχει ήδη εκδηλωθεί, δημιουργεί υπαρκτό κίνδυνο περαιτέρω αύξησης της ανεργίας, εάν αναλογιστούμε ότι τουλάχιστον κατά τα τελευταία τρία χρόνια το χρονικό διάστημα Μαρτίου - Αυγούστου είναι το καλύτερο για την απασχόληση. Κατά μέσο όρο το διάστημα αυτό δημιουργούνται επιπλέον 270.000 θέσεις εργασίας, κυρίως λόγω του τουρισμού.

Το ενδεχόμενο εκτίναξης της ανεργίας σε ποσοστά αντίστοιχα με εκείνα που είχαν καταγραφεί κατά την πιο βαθιά περίοδο της πρόσφατης οικονομικής κρίσης και μάλιστα σε πολύ σύντομο χρόνο είναι πολύ πιθανό, ενώ δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για εκτεταμένη φτωχοποίηση του εργατικού δυναμικού της χώρας και διεύρυνσης των ανισοτήτων. Η εξέλιξη αυτή θα λάβει σοβαρές διαστάσεις με ανυπολόγιστες συνέπειες εάν δεν υιοθετηθούν πολιτικές που από τη μία θα περιορίσουν το «ψηφιακό χάσμα» μεταξύ των επιχειρήσεων και από την άλλη θα κατανείμουν δικαία τα βάρη για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης.

Με βάση αυτά, εκτός από τη διεύρυνση των μέτρων ενίσχυσης ρευστότητας των επιχειρήσεων και κάλυψης της απώλειας των εισοδημάτων, πρέπει να διερευνηθεί μια συμπληρωματική δέσμη μέτρων με στόχο την ανάσχεση των δυσμενέστερων επιπτώσεων από την υγειονομική κρίση. Σε αυτό το πλαίσιο απαιτείται η υλοποίηση πολιτικών όπου το κράτος θα διαδραματίσει τον ρόλο του εργοδότη ύστατης καταφυγής, ώστε να αναπληρωθούν, στο μέτρο που είναι δυνατό, οριζόντιες επιδοματικές πολιτικές και να διατηρηθεί ενεργό το αναξιοποίητο εργατικό δυναμικό της χώρας.

Το καθεστώς τηλεργασίας

Από την επιμέρους ανάλυση των στοιχείων του συνόλου των επιχειρήσεων φαίνεται ότι τουλάχιστον το 30% των εργαζομένων των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων εργάζεται με καθεστώς τηλεργασίας από το σπίτι. Το ποσοστό αυτό είναι αρκετά υψηλό και σηματοδοτεί μια εκτίναξη αυτής της μορφής απασχόλησης συγκρινόμενο με τα στοιχεία της Eurostat για το 2019, βάσει των οποίων το ποσοστό των εργαζομένων στην Ελλάδα που εργάζονταν πέρυσι από το σπίτι ήταν μόλις 1,9%. Είναι προφανές πως η υιοθέτηση μιας πιο ευέλικτης νομοθεσίας σε συνδυασμό με την αναγκαιότητα που προέκυψε για τον περιορισμό των μετακινήσεων βοήθησε στην εκθετική αύξηση της τηλεργασίας. Παραμένει, όμως, ένα πεδίο που απαιτεί αρκετές ακόμα ενέργειες τόσο σε θεσμικό όσο και σε επιχειρησιακό πλαίσιο, ώστε να καταστεί λειτουργικό και αμοιβαία επωφελές για εργοδότες και εργαζόμενους.

Από την άλλη πλευρά, η συντριπτική πλειονότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων συνεχίζει να ασκεί τη δραστηριότητά της με τον συνηθισμένο τρόπο εργασίας. Αυτό είναι αναμενόμενο, καθώς μεγάλοι κλάδοι επιχειρήσεων, όπως για παράδειγμα το χονδρικό και λιανικό εμπόριο, οι κατασκευές, η εστίαση και τα καταλύματα, δεν μπορούν να λειτουργήσουν υιοθετώντας την τηλεργασία.

Επιπλέον, στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις παρέχονται λογιστικές, νομικές ή άλλες υποστηρικτικές υπηρεσίες μέσω εξωτερικών συνεργατών και δεν συμπεριλαμβάνονται στο πλαίσιο της εξ αποστάσεως μισθωτής εργασίας, ώστε να θεωρηθεί ότι μπορεί να αξιοποιηθεί εν μέρει. Ως εκ τούτου η χρήση της τηλεργασίας ως μια εναλλακτική μορφή συνέχισης της μισθωτής εργασίας στις συνθήκες που δημιουργεί η αντιμετώπιση της πανδημίας δεν αφορά την πλειονότητα των επιχειρήσεων και των εργαζομένων. Κατ’ επέκταση είναι αδόκιμο να λογίζεται ως ένας ευρέως αποτελεσματικός τρόπος απασχόλησης χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν το μέγεθος της επιχείρησης και η δραστηριότητά της.

Αναστολή συμβάσεων

Βάσει των στοιχείων της έρευνας της ΓΣΕΒΒΕ, το 77% των ερωτηθέντων που έχουν αναστείλει μερικώς ή πλήρως την δραστηριότητά τους έχει προχωρήσει και σε αναστολή συμβάσεων εργασίας. Το μεγαλύτερο ποσοστό (82,9%) καταγράφεται στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις (πάνω από πέντε άτομα προσωπικό), ενώ σημαντικά χαμηλότερο είναι το ποσοστό (64,4%) που καταγράφεται στις πολύ μικρές επιχειρήσεις (με ένα άτομο προσωπικό).

Παράλληλα, το 11,3% των επιχειρήσεων που έχουν αναστείλει μερικώς ή πλήρως τη δραστηριότητά τους διατηρεί προσωπικό που συνεχίζει να εργάζεται με καθεστώς τηλεργασίας. Από την ανάλυση των επιμέρους στοιχείων φαίνεται ότι οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις (πάνω από πέντε άτομα προσωπικό) είναι εκείνες που κάνουν κυρίως χρήση αυτής της μορφής απασχόλησης (17,9%).

Πρόσκαιρη ανακούφιση

Σύμφωνα με τη ΓΣΕΒΕΕ, η οικονομική στήριξη προς τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους έχει χαρακτηριστικά πρόσκαιρης ανακούφισης, ενώ οι διαδικασίες που προβλέφθηκαν είχαν ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση της χορήγησης των οικονομικών ενισχύσεων προς τους δικαιούχους. Είναι γεγονός, βέβαια, πως η ελληνική κυβέρνηση κλήθηκε να διαμορφώσει ένα πλέγμα προστασίας σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και χωρίς δυνατότητα προετοιμασίας. Δεν μπορεί, ωστόσο, να παραβλεφθεί και το γεγονός ότι η επιβίωση των ελεύθερων επαγγελματιών, των πολύ μικρών επιχειρηματιών και των εργαζομένων βασίζεται κυρίως στο μηναίο εισόδημά τους.

Σύμφωνα, άλλωστε, με την τελευταία έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες των νοικοκυριών (Μάρτιος 2020), οκτώ στα δέκα νοικοκυριά δεν μπορούν να αποταμιεύσουν, ενώ για πέντε στα δέκα νοικοκυριά το εισόδημά τους δεν επαρκεί για όλο τον μήνα.

(Από τη Ναυτεμπορική)