Η παγκόσμια ύφεση, η πτώση της τιμής του πετρελαίου, η υπερπροσφορά ενέργειας από ορυκτά καύσιμα, υδρογονάνθρακες, ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά και υδροηλεκτρικά, συνδυασμένα με την μείωση της κατανάλωσης, θέτουν σε κίνδυνο, βραχυπρόθεσμα, την γρήγορη μετάβαση προς τις ανανεώσιμες πηγές διότι οι επενδύσεις, που δεν είναι βραχυπρόθεσμες, γίνονται ανταγωνιστικές όταν οι τιμές του αργού και του φυσικού αερίου είναι υψηλές, και όταν το κόστος της ρύπανσης κατά τόνο από το διοξείδιο του άνθρακα είναι υψηλό

Ας μην ξεχνάμε ότι πρόσφατα καταγράφτηκαν αρνητικές τιμές πώλησης ηλεκτρικού ρεύματος στη Γερμανία και αρνητικές τιμές βαρελιού πετρελαίου WTI ενώ το BRENT κυμαινόταν μεταξύ 5 και 10 δολαρίων. Αυτά τα φαινόμενα σχετίζονται επίσης με την δυσκολία αποθήκευσης είτε διότι ο ηλεκτρισμός δεν αποθηκεύεται, είτε διότι οι αποθήκες και τα τάνκερ αργού και φυσικού αερίου έχουν εξαντλήσει την αποθηκευτική τους ικανότητα. Με το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού  να είναι περιορισμένο και τα αεροπλάνα προσγειωμένα, ο κόσμος θα καταναλώσει λιγότερο πετρέλαιο, κάτι που δεν είχε γίνει από το 2009.

Όσον αφορά στην Ελλάδα, γίνεται πολύ συζήτηση για τη  δυσκολία που αντιμετωπίζει ο παραγωγός του Πρίνου χωρίς ωστόσο να έχει γίνει πλήρως αντιληπτό ποιο είναι το βασικό πρόβλημα.  Το θέμα δεν είναι αμιγώς οικονομικό ούτε σχετίζεται μόνο με τη σημερινή πτώση ης τιμής του πετρελαίου. Και αυτό, γιατί οι πρώτες περικοπές ύψους 40 εκατ. ευρώ έγιναν το 2018, σε μια εποχή που η τιμή του βαρελιού κυμαίνονταν μεταξύ 70 και 80 δολαρίων το βαρέλι, ενώ τον Ιανουάριο του 2020, ακολούθησαν περικοπές ύψους 80 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιπροσωπεύει το συνολικό κόστος της ετήσιας δραστηριότητας του Πρίνου. Η εξασφάλιση ρευστότητας και η διατήρηση ενός σταθερού τεχνικού περιβάλλοντος θα είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την βιωσιμότητα του Πρίνου. Πρέπει να ληφθεί  υπ’όψιν ότι το κοίτασμα είναι κουρασμένο και επί δύο δεκαετίες δεν έγιναν σοβαρές έρευνες στον γειτονικό αλλά και ευρύτερο χώρο του βορείου Αιγαίου, κάτι το οποίο δεν οφείλεται στον παραγωγό, ο οποίος αδιαμφισβήτητα συνέβαλε όλη αυτή την περίοδο στην οικονομία της περιοχής της Καβάλας.

Το πρόβλημα είναι γενικότερο διότι υπάρχει κίνδυνος συρρίκνωσης του αριθμού των εντολοδόχων και επιστροφής στο δημόσιο των παραχωρήσεων στις εταιρείες που έλαβαν τα πρώτα τεμάχια έρευνας υδρογονανθράκων στην Ελλάδα από το 2014. Αυτό θα δημιουργούσε οικονομικές και τεχνικές δυσκολίες. Οι τρεις συμβάσεις έρευνας, εκείνες του Κατάκολου, των Ιωαννίνων και του Πατραϊκού, θα έπρεπε να έχουν περάσει ήδη στην πρώτη τουλάχιστον γεώτρηση εδώ και δύο χρόνια. Θα πρέπει να τονισθεί ότι οι πετρελαϊκές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, ξένες και εγχώριες, καταγράφουν καθυστερήσεις οι οποίες  δεν οφείλονται πάντα στην γραφειοκρατία ή την κρατική διαχείριση και σήμερα εκτός από τη γραφειοκρατία και τις περιβαλλοντικές ισορροπίες προστίθεται και ο κορωνοϊός ο οποίος κατέστη ήδη ένας « game changer ». Ελπίζοντας ότι αυτές οι γεωτρήσεις θα πραγματοποιηθούν αρκετά γρήγορα, για την καλύτερη διεξαγωγή αδειοδοτήσεων, επιθεωρήσεων και εφαρμογής των προδιαγραφών της Ευρωπαϊκής Οδηγίας Offshore Safety, η ΕΔΕΥ αναπτύσσει σε αυτές τις περιοχές, δικούς της  σχεδιασμούς γεωτρήσεων.

Η συρρίκνωση της αγοράς και η επιτάχυνση της ύφεσης σε όλους του τομείς, ενεργειακούς και μη, επιδρά δραστικά στην πετρελαιοβιομηχανία, η οποία ανακοινώνει περικοπές πάνω από 200 δισεκατομμύρια δολάρια διεθνώς. Βέβαια, υπάρχει μια κυκλικότητα που εμφανίζεται σε όλα τα commodities, συνήθως κάθε πέντε με επτά χρόνια. Ωστόσο, οι περίοδοι κρίσης και συρρίκνωσης επιτρέπουν αποσβέσεις επενδύσεων που «μολύνουν» για χρόνια τους ισολογισμούς. Αυτές οι επενδύσεις αφορούν σε έργα τα οποία δεν απέδωσαν ενώ το χρέη και η απορρόφησή τους μεταφέρονται από χρόνο σε χρόνο στους ισολογισμούς. Επιπλέον, οι περίοδοι κρίσης επιτρέπουν την μείωση του κόστους μίσθωσης των ειδικευμένων εταιρειών παροχής τεχνικών υπηρεσιών contractors όπως επίσης την αναδιοργάνωση της μετοχικής σύνθεσης και των μετοχικών προσανατολισμών. Αυτή η εξέλιξη θα μειώσει τις θέσεις εργασίας του τομέα παγκοσμίως κατά ένα εκατομμύριο οδηγώντας σε πτώχευση εκατοντάδες εταιρείες.

Σήμερα, δεν επιτρέπονται επιθετικές επενδύσεις σε προγράμματα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ούτε σε περιοχές frontier, ανώριμες από πλευράς έρευνας υδρογονανθράκων, εάν το μόνο κίνητρο είναι οικονομικό. Η Ελλάδα θα πρέπει να προετοιμαστεί με γνώμονα αυτήν την κυκλικότητα για την ενδεχόμενη εκμετάλλευση ιδιαίτερα του φυσικού αερίου, του διοξειδίου του άνθρακα και της αποθήκευσής τους.

Με την προϋπόθεση ότι η πανδημία θα έχει εξαλειφθεί αφήνοντας πίσω έναν ακόμα ιό αποτελεσματικά αντιμετωπίσιμο και ότι η κατανάλωση, η ανάγκη για ενέργεια και οι βιομηχανικές δραστηριότητες θα επιστρέψουν σε κανονικά επίπεδα, η εφαρμογή των υποχρεώσεων των πετρελαϊκών εταιρειών στην Ελλάδα, η στοχευμένη προώθηση νέων περιοχών έρευνας και η παρακολούθηση μεγάλων τεχνικών έργων σε θαλάσσιο και χερσαίο περιβάλλον θα πρέπει να συνεχισθεί από την ΕΔΕΥ εφόσον αυτή η ανοδική πορεία τοποθετείται στον κοντινό ορίζοντα του 2021-2022.

Η επιβράδυνση που καταγράφουν όλοι οι τομείς της οικονομίας απαιτεί  σχεδιασμό  για την επόμενη ημέρα, κάτι για το οποίο έχει ήδη προετοιμαστεί  η Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ). Η διαχείριση του τομέα έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στη χώρα επέφεραν καθαρά κέρδη 4.383.979 ευρώ το 2019  ενώ το συνολικό ενεργητικό της διαμορφώθηκε στα 12.550.280 ευρώ. Και όλα αυτά προήλθαν χωρίς καμία επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού. Η στρατηγική που χάραξε η εταιρεία από το 2017 επιτρέπει να είναι σε θέση να ανταποκριθεί σήμερα στις προκλήσεις που θέτει η τρέχουσα κατάσταση  εν μέσω της πανδημίας COVID-19 και των νέων συνθηκών που επικρατούν στη βιομηχανία για τον κλάδο των υδρογονανθράκων.

Λίγα λόγια για τον Γιάννη Μπασιά

Ο Γιάννης Μπασιάς είναι Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της EΔEY. Διαθέτει περισσότερα από 30 χρόνια διεθνούς επαγγελματικής εμπειρίας στη αξιολόγηση κοιτασμάτων, τα τεχνικά έργα, τη δημιουργία πετρελαϊκού χαρτοφυλακίου και την διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού. Διετέλεσε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ομίλου Georex και εργάστηκε σε θέματα υπεράκτιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Δυτική Αφρική, την Μαυριτανία, το Κανάλι της Μοζαμβίκης, το κεντρικό-νότιο Ατλαντικό. Αρχικά, ακολούθησε ακαδημαϊκή καριέρα στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και ως Αναπληρωτής Καθηγητής στο Εργαστήριο Γεωλογίας του Εθνικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας στο Παρίσι. Κατέχει διδακτορικό τίτλο στη γεωλογία (Παρίσι, 1984), πτυχίο Γεωλογίας από το ΚΠΑ (1979), δίπλωμα οικονομικών (Παρίσι, 1994) και δίπλωμα διοίκησης επιχειρήσεων από το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Παρισιού (1989). Είναι συγγραφέας ή συνεργάτης σε περισσότερες από 30 δημοσιεύσεις σε διεθνή επιστημονικά ή βιομηχανικά περιοδικά και συν-εκδότης 3 εκθέσεων θαλάσσιων αποστολών στον Ινδικό Ωκεανό.