Ζούμε σε μια μεταβατική εποχή. Μακροχρόνιες αντιλήψεις και βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις  διαλύονται καθημερινά με τρόπο συνολικό και ακραίο – και όλα αυτά σε εξαιρετικά σύντομο χρόνο. Η υγειονομική κρίση άμεσα εξελίχθηκε σε οικονομική κρίση με αποτέλεσμα κράτη να σχεδιάζουν τεράστια προγράμματα υποστήριξης των οικονομιών τους. Στο επιχειρηματικό πεδίο, υποθέσεις και παραδοχές στις οποίες είχαν βασιστεί η λειτουργία, οι επενδύσεις και το μέλλον εταιριών, ακυρώνονται αφού δεν υφίστανται πλέον η βάση τεκμηρίωσης τους.

Ο ενεργειακός κλάδος, βιώνει και αυτός ιστορικές στιγμές με την τιμή του πετρελαίου να είναι για πρώτη φορά αρνητική. Με βάση αυτό το διαμορφούμενο διεθνές περιβάλλον, η ελληνική οικονομία, αναιμική μετά από μια δεκαετία κρίσης, μόλις είχε αρχίσει να ατενίζει το μέλλον με μεγαλύτερη αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση, με ορατά σημάδια ανάκαμψης.. Ειδικά όμως για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας  αποδείχθηκε το εύθραυστο αυτής της αισιοδοξίας αφού, ήδη, δομικές αδυναμίες είναι πάλι εμφανείς. Μια περιληπτική ανάλυση της υφιστάμενης κατάστασης της αγοράς αναδεικνύει την ακόλουθη εικόνα:

Η βασική τάση είναι η μείωση της ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια που παρατηρείται λόγω των μέτρων που αποφασίστηκαν. Θεωρητικά η μείωση αυτή θα εξαλείφεται καθόσον τα διάφορα στάδια άρσης των μέτρων του lockdown θα εφαρμόζονται. Το ακριβές χρονικό σημείο όμως που θα επανέλθει στα προ κορωνιού επίπεδα θα γίνει σε βάθος χρόνου και προφανώς όλες οι εταιρίες θα επηρεαστούν.

Η βιωσιμότητα της αγοράς εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική πορεία της ΔΕΗ αφού η εταιρία εξακολουθεί να κατέχει δεσπόζουσα θέση, τόσο στην Προμήθεια όσο και (αν και λιγότερο πια) στην Παραγωγή, παραμένοντας όμως οιονεί λειτουργός και εκκαθαριστής της αγοράς. Συνεπώς, σε πολύ μεγάλο βαθμό, η ρευστότητα της ΔΕΗ θα καθορίσει τις εξελίξεις στον χώρο – ρευστότητα που εξαρτάται από την εισπραξιμότητα της. Και τα πρώτα σημάδια δεν είναι ενθαρρυντικά. Επιπλέον, αυτήν τη φορά και οι υπόλοιπες εταιρίες του κλάδου αντιμετωπίζουν (σταδιακά) πρόβλημα εισπραξιμότητας – αν και η κάθε εταιρία θα έχει τον δικό της βαθμό αντιμετώπισης που θα βασίζεται στα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και οικονομική ευρωστία. Σε κάθε περίπτωση, αν η μείωση της ζήτησης και η αύξηση των  ανείσπρακτων οφειλών εξακολουθήσουν για ένα χρονικό διάστημα ακόμη, θα είναι αναγκαία κάποιου είδους παρέμβαση (εθνική η/και ευρωπαϊκή) για να μπορέσει η αγορά να συνεχίσει να λειτουργεί.

Στη χονδρεμπορική, η μεταβολή στην ΟΤΣ, η οποία είχε ήδη επηρεαστεί από τις μεταβολές στις τιμές του CO2, δέχεται ήδη μεγαλύτερη πίεση από την πτώση της ζήτησης αλλά και της προσφοράς. Ενδεικτικά, οι τιμές το τελευταίο διάστημα έχουν πέσει σε επίπεδα κάτω των 30€/MW. Στην Προμήθεια, όλες οι εταιρίες επηρεάζονται ήδη αρνητικά τόσο από τη δυνατότητα εισπραξιμότητας τους όσο και από το κόστος απόκτησης νέων πελάτων (το οποίο φημολογείται ότι είναι μεγαλύτερο από την κέρδος ανά πελάτη).

Στο άλλο μέτωπο των ΑΠΕ, η μείωση της ζήτησης δημιουργεί συνθήκες κατά τις οποίες η λειτουργία των μονάδων ΑΠΕ μπορεί να καθίσταται μη συμφέρουσα. Από την άλλη πλευρά, είναι δεδομένη η βούληση για την εφαρμογή του ΕΣΕΚ, όμως σε βάθος χρόνου (σχετικά σύντομου) θα πρέπει να εξεταστεί ο οικονομικός σχεδιασμός ανάπτυξης των ΑΠΕ λαμβάνοντας υπόψη τα νέα δεδομένα.

Κλείνοντας, είναι φανερό πως η επομένη μέρα στην αγορά θα είναι μια μέρα διαφορετική. Η ρευστότητα, το απαραίτητο κεφάλαιο κίνησης και εν τέλει η κερδοφορία των εταιριών του κλάδου θα δεχθεί μεγάλη πίεση και συνεπώς είναι πιθανό λόγω των οικονομικών αυτών θεμελιωδών δεδομένων, να υπάρξει περαιτέρω συγκέντρωση του κλάδου μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων.

Ζούμε σε μια μεταβατική εποχή. Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα πρέπει να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε με τους όρους του χθες αλλά να προσαρμοστούμε στα νέα υπό διαμόρφωση δεδομένα. Θα απαιτηθεί φαντασία, ικανότητες προσαρμοστικότητας, αλλά και σκληρές αποφάσεις. Οι εταιρίες που θα επιβιώσουν είναι εκείνες που θα αλλάξουν πιο γρήγορα τον τρόπο σκέψης τους.

 

Λίγα λόγια για τον Βασίλη Ράλλη

Είναι Σύμβουλος σε θέματα ενεργειακών αγορών και εξοικονόμησης ενέργειας. Στο παρελθόν υπήρξε οικονομολόγος στην Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) με ευθύνη για θέματα χρηματο-οικονομικά και ρευστότητας της αγοράς και δημιουργίας Χρηματιστηρίου Ενέργειας. Στέλεχος σε ελληνικές και ξένες πολυεθνικές εταιρίες. Κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στην Διοίκηση Επιχειρήσεων (MBA), από το Alliance Manchester Business School, πτυχίου Οικονομικών Επιστημών από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (πρώην ΑΣΟΕΕ) και πτυχίου Global Energy Executive Education Education (Harvard Business School).

Μιλά Αγγλικά, Γαλλικά, Ρωσικά, Ιταλικά.