Ληγούσης της Δεκαετίας του 1930- και καθώς τα νέφη εσωρεύοντο εις τον ευρωπαϊκόν ορίζοντα- το ερώτημα περί της στάσεως της Τουρκίας έναντι των αντιπάλων συνασπισμών των Μεγάλων Δυνάμεων ανεδεικνύετο εις κρίσιμον ζήτημα στην γεωστρατηγική και διπλωματική σκακιέρα της εποχής, συνεκτιμώμενης μάλιστα της εξεχούσης γεωγραφικής θέσεως και επομένως, της γεωστρατηγικής σημασίας της Τουρκίας

μεταξύ Ρωσικής Άρκτου, Βρεταννικού Λέοντος και Γερμανικής Σβάστικας.

Πράγματι, η ιθύνουσα πολιτική, διπλωματική, στρατιωτική και εν γένει γραφειοκρατική ελίτ της Τουρκίας εκαλείτο να αντιμετωπίσει μια σοβαρή πρόκληση ασφαλείας: το διαρκώς επιτακτικότερον αίτημα (των ανταγωνιστικών μεταξύ τους , εν συνεχεία δε και εμπολέμων) Μεγάλων Δυνάμεων περί εισόδου της Τουρκίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η εξασφάλισις της συμπράξεως – ή, έστω, της ευμενούς ουδετερότητος της Τουρκίας, υπέρ της μιας η της άλλης πλευράς, αποτελούσε αντικείμενον πυρετωδών διαβουλεύσεων και κοπιωδών ενεργειών εκ μέρους των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής.

Από την γεωπολιτική θεώρηση των Τούρκων ιθυνόντων προέκυπταν δύο θεμελιώδη συμπεράσματα:

-Πρώτον, για την Τουρκία θα συνιστούσε ασύγγνωστον σφάλμα να προκαλέσει η ίδια, δι’ ενεργειών της μιαν ένοπλο αναμέτρηση με μιαν εκ των αντιπάλων Μεγάλων Δυνάμεων (ή να επιτρέψεις εις εαυτήν να παρασυρθεί σε τέτοιαν αναμέτρηση.)

-Δεύτερον, θα ήτο πολιτική αφέλεια το να πιστεύει κανείς ότι θα αρκούσε η διακήρυξις αγαθών προθέσεων, για να αποφευχθεί δια παντός η εμπλοκή στην πολεμική αναμέτρηση.

Η περίστασις απαιτούσε διαρκή επαγρύπνηση, ορθή αναγνώριση και ανάλυση του διεθνούς συσχετισμού ισχύος και εξαγωγή κατάλληλων συμπερασμάτων περί της ακολουθητέας εξωτερικής πολιτικής, αλλά και τακτικό επανέλεγχο τους υπό το πρίσμα της (διαρκώς μεταβαλλομένης) γεωγραφίας της ισχύος, διπλωματική ευστροφία και λεπτούς χειρισμούς- οι οποίοι, ενίοτε, ισούντο με τετραγωνισμόν του κύκλου.

Έτσι, παρά τους παλαιόθεν, από εποχής Υψηλής Πύλης, υφισταμένους (και επαναβεβαιωθέντες, διαρκούντος του Μεσοπολέμου) δεσμούς μετά της Μεγάλης Βρεταννίας, παρά την ολοένα στενώτερη αγγλοτουρκική σχέση κατά το δεύτερον ήμισυ της δεκαετίας του 1930 αλλά και παρά την συμβατική υποχρέωση, την οποίαν ανέλαβε η Τουρκία, όταν συνήψε συμμαχική συνθήκη μετά της Αγγλίας και της Γαλλίας (19/10/1939) και παρά τις συνεπακόλουθες διαρκείς (έως αφόρητες) πιέσεις του Λονδίνου (και του ίδιου του Τσώρτσιλλ, ιδίως περί τα τελευταία έτη του πολέμου), προκειμένου η Άγκυρα να εισέλθει στον πόλεμο. Παρ’ όλα ταύτα, η τουρκική ιθύνουσα ελίτ κατήγαγε έναν απαράμιλλο διπλωματικό άθλο. Επέτυχε:

-Να διαφυλάξει την ουδετερότητα, την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, παρά την επίζηλη γεωγραφική θέση και την τεράστια γεωστρατηγική αξία της για αμφότερα τα αντίπαλα στρατόπεδα,

-να μη παρασυρθεί υπό τας πονηράς Γηραιάς Αλβιώνος στην σφαλερά ατραπό της πολεμικής εμπλοκής -όπως συνέβη π.χ. με ορισμένα γειτονικά κράτη, τα οποία πλήρωσαν ακριβά (με δεκαετή, εν τέλει, πόλεμο και εμφύλιο πόλεμο, με αναλόγως υψηλόν φόρον αίματος και με ανυπολόγιστη υλική καταστροφή τα (από αιώνος) σύνδρομα εθνικής υποτέλειας του κοινωνικοοικονομικού, πολιτικού και διπλωματικού κατεστημένου τους έναντι της «Προστάτιδος Δυνάμεως»,

-και, εν τούτοις, την επομένη του πολέμου, να εμφανισθεί (η Τουρκία) ως σύμμαχος της Αγγλίας (και των λοιπών Νικητριών Δυνάμεων)- και επομένως, ως Νικήτριος Δύναμης και η ίδια-

-και να απολαύσει της πλήρους διπλωματικής, οικονομικής και στρατιωτικής υποστηρίξεως εκ μέρους της Αγγλίας αλλά και των ΗΠΑ.

Αποτελεί μέγα επίτευγμα της Ηγεσίας και των ιθυνουσών ελίτ του τουρκικού κράτους της περιόδου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ότι ανέγνωσαν κατά τρόπον ρεαλιστικό τον υφιστάμενο (και διαρκώς μεταβαλλόμενο)συσχετισμό ισχύος στο (εγγύς και ευρύτερον) διεθνές γεωστρατηγικόν περιβάλλον, τις δυνατότητες της χώρας τους, την γεωστρατηγική αξία της καθώς και την ευμετάβλητη ιστορική συγκυρία, και υιοθέτησαν μιαν άκρως πραγματιστική προσέγγιση, η οποία εξυπηρετούσε το τουρκικόν εθνικόν συμφέρον και μόνον. Εάν είχαν στοιχειώδη, έστω, γνώση των ανωτέρω ιστορικών δεδομένων, οι πολιτικές, παραπολιτικές, «δημοσιογραφικές» και «διεθνολογικές» μετριότητες των Αθηνών, δεν θα παρακολουθούσαν με τόσον έκδηλη αμηχανία την έναρξη της πρόσφατης τουρκικής στρατιωτικής επιχειρήσεως στην Συρία. Επιχειρήσεως, η οποία διεξήχθη υπό τις ευλογίες των δύο Μεγάλων Δυνάμεων, ΗΠΑ, και Ρωσσίας. Ούτε θα έβλεπαν, σαστισμένες, να καταρρέουν σαν τραπουλόχαρτα για μιαν ακόμη φορά, οι ιδεοληπτικές εμμονές τους ως προς την δήθεν «ρήξη» των αμερικανοτουρκικών σχέσεων ή τις θρυλούμενες «κυρώσεις» εκ μέρους της (υποτιθέμενης) «ενωμένης Ευρώπης» (sic!)!

Ούτε, βεβαίως, θα εξετίθεντο δημοσίως με νοηματικές ασυναρτησίες και ανακουφιστικά άλλοθι του τύπου «η Τουρκία απέτυχε (στη Συρία), διότι κέρδισε λίγο» (!) και άλλα τοιαύτα φαιδρά…

Αλλά κατά τας Γραφάς «μωραίνει Κύριος ον βουλεύεται απολέσαι»…

*Επίκουρος Καθηγητής του Τμήματος Τουρκικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών

(ΕΣΤΙΑ)