Γερμανία και κρίση είναι δύο λέξεις που συνήθως δεν πάνε μαζί. Συνήθως, γιατί ήρθε η ώρα της αναθεώρησης. Τα πρώτα σύννεφα όχι μόνο έκαναν την εμφάνισή τους πάνω από την γερμανική οικονομία, αλλά η λέξη κρίση μπορεί να αντικατασταθεί από μια ακόμη πιο ηχηρή: 

Αυτή της ύφεσης. H πρώτη αντίδραση του Βερολίνου στην εντεινόμενη ανησυχία για την πορεία της γερμανικής οικονομίας ήρθε την περασμένη Κυριακή. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Όλαφ Σόλτς άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο να αυξήσει τις δημοσιονομικές δαπάνες κατά 50 δισ. ευρώ εάν χρειαστεί. Αν και επέμεινε ότι η  λήψη μέτρων δεν είναι άμεση ανάγκη, η πίεση προς την κυβέρνηση να εγκαταλείψει την περίφημη πολιτική του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού είναι πιο έντονη από ποτέ.

Τα στοιχεία άλλωστε είναι  κάτι παραπάνω από ανησυχητικά. Σύμφωνα με το Bundesbank,  η γερμανική οικονομία μπορεί να εισέλθει σε ύφεση το τρίτο τρίμηνο καθώς δεν προβλέπεται να  επανακάμψει το καλοκαίρι. Υπενθυμίζεται ότι η  ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας συρρικνώθηκε το δεύτερο τρίμηνο του έτους, θέτοντας την Γερμανία για πρώτη φορά στο χείλος της ύφεσης. Το ΑΕΠ  μειώθηκε κατά 0,1% σε τριμηνιαία βάση, ενώ για  το σύνολο του 2019  η κυβέρνηση  αναμένει ρυθμό ανάπτυξης μόλις 0,5%. Βασική αιτία των γερμανικών δεινών είναι η μείωση στις εξαγωγές, καθώς οι  γερμανικές μεταποιητικές εταιρίες υπέστησαν το μεγαλύτερο αντίκτυπο από την παγκόσμια επιβράδυνση, η οποία εντάθηκε λόγω της εμπορικής διαμάχης ΗΠΑ-Κίνας αλλά και εξαιτίας της  αβεβαιότητας για το Brexit. Επίσης, η συνεχιζόμενη απειλή του Αμερικανού Προέδρου για την επιβολή δασμών στα γερμανικά αυτοκίνητα έχει προκαλέσει συναγερμό στην κυβέρνηση, που δεν θέλει ούτε να ακούσει για ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Αλλά και ο άλλοτε παντοδύναμος τραπεζικός τομέας δεν είναι σε καλύτερη κατάσταση. Σύμφωνα με τον αναλυτή της Citi, Ronit Ghose, οι γερμανικές τράπεζες βρίσκονται στην πλέον επικίνδυνη θέση σε σύγκριση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές τράπεζες. Πολλές επικαλούνται τα επίμονα χαμηλά επιτόκια της ΕΚΤ ως το μεγαλύτερο εμπόδιο στον δρόμο τους προς την κερδοφορία. Ωστόσο  ένας συνδυασμός διαρθρωτικής αδυναμίας και εγχώριας οικονομικής αδυναμίας, καθιστούν ακόμα πιο ζοφερή την προοπτική για τον γερμανικό τραπεζικό τομέα. Μπορεί οι ιταλικές τράπεζες να είδαν πρόσφατα τις τιμές των μετοχών τους να πλήττονται από το εσωτερικό πολιτικό χάος, μετά τη διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού από τον Ματέο Σαλβίνι και την γενικευμένη αβεβαιότητα που επικρατεί στο εσωτερικό της χώρας, ωστόσο  ο αναλυτή της Citi εκτίμησε μιλώντας στο CNBC ότι από άποψη κερδοφορίας, οι γερμανικές τράπεζες είναι «σε πολύ χειρότερη θέση» απ’ ότι οι αντίστοιχες ιταλικές.

«Οι ιταλικές τράπεζες έχουν ξεκαθαρίσει κάπως τους ισολογισμούς τους, όπως και οι ισπανικές. Οι γερμανικές τον επόμενο χρόνο θα έχουν ROE 2-3%, και φέτος θα είναι ακόμα χειρότερα», υποστήριξε. Αλλά και οι γαλλικές τράπεζες έδειξαν πρώιμα σημάδια προόδου στις προσπάθειες αναδιάρθωσης. Αντιθέτως, τα διαρθρωτικά και ευρύτερα οικονομικά προβλήματά της Deutsche Bank συνεχώς επιδεινώνονται. Σε μια προσπάθεια να μπει φρένο στην «ελεύθερη πτώση» της μεγαλύτερης γερμανικής τράπεζας, ανακοινώθηκε τον περασμένο  ένα τεράστιο σχέδιο αναδιάρθρωσης ύψους 7,4 δισ. ευρώ. Πρόκειται όχι μόνο για το μεγαλύτερο σχέδιο αναδιάρθρωσης στην ιστορία της γερμανικής τράπεζας, αλλά και για το πιο σαρωτικό στο διεθνές τραπεζικό γίγνεσθαι. Τι περιλαμβάνει; Την περικοπή 18.000 θέσεων εργασίας μέχρι το 2022 και την δημιουργία «bad bank» που θα υποδεχτεί 288 δισ. ευρώ «κόκκινων» στοιχείων ενεργητικού.

Μπροστά σε αυτές τις ανησυχητικές εξελίξεις η γερμανική κυβέρνηση καλείται να αντιδράσει με τα ουκ ολίγα προβλήματα που την ταλανίζουν. Η άλλοτε πανίσχυρη Γερμανίδα Καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ είναι πιο αποδυναμωμένη από ποτέ, αναμένοντας την λήξη της θητείας της και την αποχώρησή της από την πρώτη γραμμή της γερμανικής πολιτικής σκηνής. Η δε συνεργασία της με τους Σοσιαλδημοκράτες δεν διανύει και την καλύτερή της  φάση, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ανταρσία των εταίρων της στην επιλογή της Γερμανίδας Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στην προεδρία της Κομισιόν. Η Μέρκελ αναγκάσθηκε να απόσχει από την ψηφοφορία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για να μην προκληθεί κυβερνητική κρίση, με τα σενάρια για την διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού να επανέρχονται δυναμικά στο προσκήνιο και οι Πράσινοι να «καλπάζουν» στις δημοσκοπήσεις.