Τα πλήγματα από την οικονομική κρίση και η εμπειρία από τη συριζαϊκή διακυβέρνηση βοήθησαν να καταρρεύσουν οι ψευδαισθήσεις και, εν μέρει, να ελευθερωθεί ο διάλογος. Σήμερα διατυπώνονται και «αιρετικές» απόψεις ως προς την οικονομία και την κοινωνία, χωρίς κίνδυνο από τα άσφαιρα πλέον πυρά περί «νεοφιλελευθερισμού». 

Η εξέλιξη αυτή επιτρέπει μια σχετική αισιοδοξία για τη μετεκλογική περίοδο. Χωρίς το παλαιό ιδεολογικό κλίμα, οι, για πολλούς αναλυτές, «βραδυφλεγείς βόμβες» θα εκτονωθούν.

Δεν έχει, όμως, συντελεσθεί ανάλογη πρόοδος ως προς την εξωτερική πολιτική. Η υστέρηση αποκαλύφθηκε με τη συμφωνία των Πρεσπών, η οποία εν πολλοίς έχει εισπραχθεί ως έξωθεν επιβολή, ως εθνικός εξευτελισμός· ή ως «νίκη της προόδου», στο πλαίσιο του ανταγωνισμού Δεξιάς - Αριστεράς. Πώς εντάσσεται η συμφωνία αυτή σε μιαν ευρύτερη εθνική στρατηγική; Τι επιδιώκουμε; Σε τι πρέπει να αποσκοπούμε; Ουδείς ασχολείται. Δεν έχει γίνει η αναγκαία μακρά προεργασία· το θέμα παραμένει «ταμπού».

Εξίσου απροετοίμαστοι βρισκόμαστε τώρα ως προς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, πρόβλημα μείζον. Και πάλι, το αίτιο πρέπει να αναζητηθεί στην ανικανότητα της κοινωνίας να συζητεί τα εθνικά ζητήματα με νηφαλιότητα. Προϋπόθεση για να διαμορφωθεί μια αποτελεσματική στρατηγική είναι να εξετάζονται όλες οι προοπτικές, να διερευνώνται όλες οι εφικτές λύσεις. Εάν διαθέτει ένα υπόβαθρο, συγκροτημένο μέσα από μια συνεχή και ελεύθερη συζήτηση, η εκάστοτε πολιτική ηγεσία μπορεί να ελίσσεται και να αιφνιδιάζει αντιπάλους, ανταγωνιστές, ακόμη και συμμάχους. Αντιθέτως, αν κυριαρχεί το πολιτικώς ή εθνικώς ορθόν, δεν διαθέτει επαρκώς επεξεργασμένες εναλλακτικές στρατηγικές. Οπου κυριαρχεί ο κομφορμισμός και η αυτολογοκρισία, η εξωτερική πολιτική καθίσταται άκαμπτη. Ο αντίπαλος βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση. Μπορεί να χαράξει με ασφάλεια τη στρατηγική του, καθώς οι αντιδράσεις και οι κινήσεις είναι προβλέψιμες.

Οχι τυχαία, οι ισχυρές διπλωματικά χώρες διατηρούν fora όπου επικρατεί απόλυτη ελευθερία του λόγου. Υποδειγματική περίπτωση τέτοιου θεσμού είναι το Chatham House, το Βασιλικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων στην Αγγλία. Την περίοδο 1949-1954, δηλαδή σε κρίσιμα χρόνια για τις διεθνείς σχέσεις, το διηύθυνε ο Ελληνας Peter Calvocoressi. Η Ελλάδα δεν σκέφτηκε να τον αξιοποιήσει.

Η Ανατολική Μεσόγειος υφίσταται συνεχείς και επεκτεινόμενες γεωπολιτικές ανακατατάξεις: αστάθεια στη Μέση Ανατολή, Παλαιστινιακό, τουρκική ανυπακοή προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, ρωσική επάνοδος στις θερμές θάλασσες, δημογραφικός δυναμισμός της Αφρικής, προσφυγικές πιέσεις, δρόμος του μεταξιού και κινεζική διείσδυση.

Η ανακάλυψη των υδρογονανθράκων προσέθεσε ένα νέο σοβαρό διακύβευμα. Η περιοχή αυτή εξελίσσεται σε ένα από τα περισσότερο θερμά σημεία της οικουμένης, όπου συγκλίνουν όλα τα μεγάλα παγκόσμια συμφέροντα, παλαιά και νέα. Η Ελλάδα και η Τουρκία αποτελούν ταυτοχρόνως παίκτες και παίγνια των μεγαλυτέρων παικτών.

Στα καθ’ ημάς, η συζήτηση εστιάζεται στα ενδεχόμενα «θερμά επεισόδια» τα οποία, όμως, αντιμετωπίζονται όπως τα «ακραία φυσικά φαινόμενα» – δηλαδή ως ανεξάρτητα από την ανθρώπινη βούληση. Από όσα συμβαίνουν και όσα επίκεινται στο σημαντικό γεωπολιτικό σταυροδρόμι της Ανατολικής Μεσογείου, περιοριζόμαστε στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό και τις περισσότερο ή λιγότερο επιτυχείς τακτικές κινήσεις των προηγούμενων ελληνικών κυβερνήσεων. Περί συνολικής στρατηγικής δεν γίνεται λόγος. Εντούτοις, η εποχή απαιτεί καινοτόμες προσεγγίσεις και θαρραλέες πρωτοβουλίες. Θα έπρεπε να συζητούνται οι εναλλακτικές, ακόμη και οι απίθανες, με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους – όχι να επαναλαμβάνονται στερεότυπα οι γνωστές τετριμμένες και αδιέξοδες θέσεις οι οποίες αντιστοιχούν σε μια παρελθούσα περίοδο γεωπολιτικής στασιμότητας.

Η κοινωνία σταδιακά βγαίνει από τα οικονομικο-κοινωνικά προβλήματα, καθώς η ήδη δεκάχρονη κρίση οδήγησε σε αυτογνωσία. Αντιθέτως, σε ό,τι αφορά τη γεωπολιτική κρίση εξακολουθεί να πρυτανεύει άγνοια, αυταρέσκεια και εφησυχασμός. Η έλλειψη παιδείας και πραγματισμού οδήγησε στην οικονομική περιπέτεια· ως συνέπεια, από το 2010 η διαχείριση πέρασε στα χέρια των ξένων, με αλλότρια κριτήρια και συμφέροντα. Σήμερα, πάλι η έλλειψη πνευματικής προετοιμασίας ωθεί προς αποφάσεις και κινήσεις τις οποίες έχουν επεξεργαστεί ξένα κέντρα – για το καλό ή για το κακό μας· άδηλο.

Οποια κυβέρνηση προκύψει μετεκλογικά θα έχει δύσκολο έργο ως προς τις εσωτερικές υποθέσεις. Μπορεί, όμως, να στηριχθεί στην ωρίμανση της κοινής γνώμης, όπως έδειξαν οι ευρωεκλογές. Στον γεωπολιτικό τομέα, δεν υπάρχει αντίστοιχο πνευματικό και πολιτικό υπόβαθρο. Στην εξωτερική πολιτική θα χρειαστούν υπεύθυνοι πολιτικοί, με γνώση, οι οποίοι θα μπορούν να καλύψουν βραχυπρόθεσμα τις ελλείψεις με την προσωπικότητα, την εμπειρία και τις προσωπικές τους διασυνδέσεις στη Δύση και στην Ανατολή. Μακροπρόθεσμα, πάντως, θα πρέπει να αναπτυχθεί η γεωπολιτική σκέψη, χωρίς πνευματικές αγκυλώσεις, χωρίς συναισθηματικές τροχοπέδες και χωρίς ιδεολογικούς εκφοβισμούς. Η πνευματική αστοχία στον οικονομικό τομέα κόστισε την πτωχοποίηση του πληθυσμού· ανάλογη αστοχία στον γεωπολιτικό τομέα θα πληρωθεί με αίμα.

* Ο κ. Γιώργος Πρεβελάκης είναι ομότιμος καθηγητής Γεωπολιτικής στη Σορβόννη (Paris 1).

("Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")