Η Royal Dutch Shell, ένας από τους μεγαλύτερους ομίλους πετρελαίου και φυσικού αερίου παγκοσμίως, στοχεύει ως το 2030 να έχει καταστεί η μεγαλύτερη εταιρεία ηλεκτρισμού, καθώς προετοιμάζεται για μια καθοριστική μεταστροφή του παγκόσμιου ενεργειακού εφοδιασμού προς πηγές 

χαμηλότερης περιεκτικότητας σε άνθρακα. Ο Maarten Wetselaar, διευθυντής για το φυσικό αέριο και τις νέες πηγές ενέργειας της Shell, δήλωσε στους Financial Times ότι ο όμιλος είναι σε θέση να δραστηριοποιηθεί στον κλάδο της ηλεκτρικής ενέργειας -συμπεριλαμβανομένης της προμήθειας των πελατών, της εμπορίας και της παροχής εξοπλισμού- σε βαθμό ίσο με αυτό των επιχειρήσεών του στους τομείς του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.

Μιλώντας στο συνέδριο της CERAWeek στο Χιούστον, ο Wetselaar δήλωσε ότι εάν η Shell πετύχει το στόχο της για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2035, «η ποσότητα ενέργειας -καθαρής ενέργειας- που θα χρειαστεί να πουλάμε… θα μας κάνει τη μεγαλύτερη μακράν εταιρεία ηλεκτρικής ενέργειας στον κόσμο».

Η επίτευξη των στόχων αυτών της εταιρείας θα εξαρτηθεί από το εάν θα είναι σε θέση να εξασφαλίσει μια αποδεκτή απόδοση κεφαλαίου ύψους 8-12%, δήλωσε, αλλά πρόσθεσε: «Με το εμπορικό μας σήμα, την παγκόσμια παρουσία μας... και τη συνάφεια με τις δραστηριότητες φυσικού αερίου που αναπτύσσουμε -μπορώντας να έχουμε στη διάθεσή μας το φθηνότερο αέριο σε κάθε σημείο του πλανήτη- είμαστε πιθανότατα σε θέση να πετύχουμε».

Όπως προσέθεσε, οι δυνητικοί ανταγωνιστές της Shell, οι παραδοσιακοί προμηθευτές ενέργειας, αποδεικνύονται ‘άχρηστοι’, επειδή ήταν συνδεδεμένοι με ξεπερασμένα επιχειρηματικά μοντέλα.

«Πολλοί από αυτούς βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, επειδή έχουν αυτή την τεράστια κληρονομιά ως προς τη θέση τους στην αγορά, με μονάδες άνθρακα και πυρηνικά εργοστάσια, αλλά και μια ελάχιστα ή μηδενικά αποκεντρωμένη φιλοσοφία», υποστήριξε.

«Διαβλέπουμε ότι οι μελλοντικοί πελάτες είναι πολύ περισσότερο αποκεντρωμένοι… έχουν μια μπαταρία στο υπόγειο τους, έχουν ηλιακούς συλλέκτες στις οροφές τους και θέλουν από εμάς να τους βοηθήσουμε να βελτιστοποιήσουν» τα συστήματα αυτά.

Μέχρι το 2020, η Shell σχεδιάζει να επενδύει $1-2 δισ. ετησίως σε νέες ενεργειακές τεχνολογίες, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρικής ενέργειας. Αν και το ποσό αυτό εξακολουθεί να είναι μικρό σε σύγκριση με τη συνολική ετήσια κεφαλαιουχική δαπάνη του ομίλου ύψους περίπου $25 δισ., ο κ. Wetselaar δήλωσε ότι οι αρχικές δαπάνες προορίζονταν στο να «αποδείξουν την υπόθεση» ότι η Shell θα μπορούσε να πετύχει στον τομέα του ηλεκτρισμού.

«Θα το κάνουμε αυτό για αρκετά χρόνια», είπε. «Και μετά θα το αυξήσουμε, γιατί διαφορετικά δε θα φτάσουμε ποτέ εκεί».

Το σχέδιο της Shell προωθείται ως απάντηση σε μια αναμενόμενη μετατόπιση του παγκόσμιου ενεργειακού συστήματος προς πολύ μεγαλύτερη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας, από περίπου 20% που είναι σήμερα σε περίπου 50% ή περισσότερο. «Ένα ‘επιθετικό’ σενάριο σημαίνει να φθάσουμε σε αυτό το σημείο το 2050 και ένα ‘πιο χαλαρό’ το 2080», εκτίμησε ο Wetselaar, προσθέτοντας η ‘έκρηξη΄αυτή του εξηλεκτρισμού είναι «ζήτημα του πότε και όχι του εάν θα συμβεί».

Οι δραστηριότητες της Shell κατανέμονται σήμερα κατά περίπου 65% στην πετρελαϊκή παραγωγή και τη διύλιση, 25% στο φυσικό αέριο και 10% σε χημικά και άλλες επιχειρήσεις, δήλωσε ο Wetselaar. Μέχρι τη δεκαετία του 2030, θα μπορούσε να είναι 30% για το πετρέλαιο, 30% για το φυσικό αέριο και 30% για τον ηλεκτρισμό, με ένα 10% να εξακολουθεί να αφορά τον κλάδο των χημικών.

Όπως και άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες ενέργειας (πχ. Total, Repsol), η Shell πραγματοποιεί σημαντικές επενδύσεις σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού ηλεκτρικής ενέργειας, από τις μονάδες παραγωγής ως τα σημεία φόρτισης ηλεκτρικών οχήμάτων.

Έχει πραγματοποιήσει αρκετές μικρές εξαγορές, συμπεριλαμβανομένης της γερμανικής εταιρίας μπαταριών Sonnen τον περασμένο μήνα και της εξαγοράς πέρυσι του βρετανικού προμηθευτή ενέργειας First Utility. Οι κινήσεις αυτές έδωσαν στη Shell για πρώτη φορά άμεση πρόσβαση στους πελάτες λιανικής του τομέα ηλεκτρικής ενέργειας. Παράλληλα, ο όμιλος εξαγόρασε την New Motion, μία από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων.

Τόσο η Shell, όσο και οι ανταγωνιστές της πιστεύουν ότι μπορούν να προσφέρουν μια καλύτερη εμπειρία στον πελάτη σε σύγκριση με τις παραδοσιακές επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, καθώς είναι σε θέση να αναπτύξουν προηγμένες τεχνολογίες για να αξιοποιήσουν δεδομένα σχετικά με το πώς και πότε οι πελάτες χρησιμοποιούν ηλεκτρική ενέργεια προκειμένου να τους παρέχουν τις καλύτερες υπηρεσίες.

Ενώ οι επενδυτές ωθούν τις μεγαλύτερες εταιρείες ενέργειας να διασφαλίσουν ότι θα παραμείνουν ισχυρές στην περίπτωση μίας ταχείας μεταστροφής προς καθαρότερα καύσιμα, ταυτόχρονα αμφισβητούν το εάν οι εταιρείες αυτές θα είναι σε θέση να παρουσιάσουν τα ίδια έσοδα από τις παραδοσιακές δραστηριότητές τους.

Ο Wetselaar δήλωσε ότι η ηλεκτρική ενέργεια αλλάζει «από ένα βαρετό, προβλέψιμο σύστημα σε ένα πολύπλοκο, διαλείπον σύστημα», που αποτελεί «μια πραγματικά καλή ευκαιρία για αυτούς που είναι καλοί στην εμπορία ενέργειας. Και εμείς είμαστε πολύ καλοί στην εμπορία ενέργειας».