World Energy Outlook 2018: Τα Μελλοντικά Πρότυπα του Παγκόσμιου Ενεργειακού Συστήματος σε μια Περίοδο Εντεινόμενης Αβεβαιότητας

World Energy Outlook 2018: Τα Μελλοντικά Πρότυπα του Παγκόσμιου Ενεργειακού Συστήματος σε μια Περίοδο Εντεινόμενης Αβεβαιότητας
energia.gr
Τρι, 13 Νοεμβρίου 2018 - 18:54

Ο παγκόσμιος ενεργειακός τομέας τελεί σε διαδικασία έντονου μετασχηματισμού, από τον αυξανόμενο εξηλεκτρισμό, μέχρι την επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ), τις διαταραχές που σημειώνονται στην παραγωγή πετρελαίου και την παγκοσμιοποίηση των αγορών φυσικού αερίου. Οι πολιτικές επιλογές σε όλες τις περιοχές του πλανήτη και για όλους τους τύπους των καυσίμων, θα καθορίσουν, εν πολλοίς, τη μορφή που θα προσλάβει το ενεργειακό σύστημα του μέλλοντος

Σε μια περίοδο που οι γεωπολιτικοί παράγοντες ασκούν νέες και περίπλοκες επιρροές στις ενεργειακές αγορές, υπογραμμίζοντας την καίρια σημασία της ενεργειακής ασφάλειας, το World Energy Outlook 2018, που συνιστά μια εμβληματική έκδοση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, παραθέτει λεπτομερώς, τις ενεργειακές τάσεις σε παγκόσμια κλίμακα και τις πιθανές επιπτώσεις τους στην προσφορά τη ζήτηση, τις εκπομπές άνθρακα, την ατμοσφαιρική ρύπανση και την πρόσβαση στην ενέργεια.

Η ανάλυση του WEO σκιαγραφεί μια σειρά πιθανών μελλοντικών σεναρίων για το ενεργειακό σύστημα, που καλύπτουν όλο το φάσμα των καυσίμων και των συναφών τεχνολογιών. Παραθέτει μια σειρά αντιθετικών επιλογών, που προκύπτουν βάσει των τρεχουσών και των σχεδιαζόμενων πολιτικών, καθώς και εκείνων που μπορούν να επιτύχουν μακροπρόθεσμους κλιματικούς στόχους, στο πλαίσιο της συμφωνίας του Παρισιού, να μειώσουν την ατμοσφαιρική ρύπανση και να εξασφαλίσουν καθολική πρόσβαση στην ενέργεια.

Ενώ η γεωγραφία της ενεργειακής κατανάλωσης συνεχίζει την ιστορική μετατόπισή της προς την Ασία, το WEO 2018 εντοπίζει ανάμεικτες ενδείξεις αναφορικά με το ρυθμό και την κατεύθυνση της συντελούμενης αλλαγής. Για παράδειγμα, οι αγορές πετρελαίου εισέρχονται, για άλλη μια φορά, σε μια περίοδο εντεινόμενης αβεβαιότητας και μεταβλητότητας, συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας να προκύψει μια απότομη κάμψη στον εφοδιασμό, στις αρχές της δεκαετίας του 2020.

Η ζήτηση για φυσικό αέριο αυξάνεται, εξαλείφοντας τη συζήτηση για ενδεχόμενο κορεσμό, καθώς η Κίνα αναδύεται σε γιγαντιαίο καταναλωτή. Επίσης, η φωτοβολταϊκή ενέργεια αναπτύσσεται ραγδαία, αλλά άλλες τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και ειδικότερα, πολιτικές που ενισχύουν την ενεργειακή αποδοτικότητα εξακολουθούν να χρειάζονται να προωθηθούν με ακόμη μεγαλύτερη ένταση.

Σε όλες τις περιπτώσεις, οι κυβερνήσεις θα έχουν να διαδραματίσουν σημαντική επιρροή προς την κατεύθυνση της επιλογής του μελλοντικού ενεργειακού συστήματος. Σύμφωνα με τις υφιστάμενες και τις σχεδιαζόμενες πολιτικές, όπως αυτές διαμορφώθηκαν στο Σενάριο των Νέων Πολιτικών, η ζήτηση ενέργειας προβλέπεται να αυξηθεί κατά περισσότερο από 25% έως το 2040, απαιτώντας επενδύσεις περισσοτέρων των 2 τρισ.  δολαρίων ετησίως σε νέο ενεργειακό εφοδιασμό.

«Η ανάλυσή μας δείχνει ότι πάνω από το 70% των παγκόσμιων ενεργειακών επενδύσεων θα έχουν κυβερνητικό πρόσημο και ως εκ τούτου, το μήνυμα είναι σαφές: το παγκόσμιο ενεργειακό πεπρωμένο εναπόκειται στις κυβερνητικές αποφάσεις», δήλωσε ο Δρ. Fatih Birol, εκτελεστικός διευθυντής του IEA. «Η ανάδειξη των κατάλληλων πολιτικών και κινήτρων, θα αποβούν καθοριστικής σημασίας για την επίτευξη των κοινών μας στόχων, όσον αφορά στην εξασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού, τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, τη βελτίωση της ποιότητας του αέρα στα αστικά κέντρα και την επέκταση της βασικής πρόσβασης στην ενέργεια, στην Αφρική και σε άλλες περιοχές του πλανήτη», τόνισε ο ίδιος.

Η ανάλυση δείχνει ότι η κατανάλωση πετρελαίου θα αυξηθεί κατά τις επόμενες δεκαετίες, χάρη στην άνοδο των πετροχημικών, καθώς και της ζήτησης στις εμπορευματικές μεταφορές και τις αεροπορικές πτήσεις. Ωστόσο, η επίτευξη αυτής της ανάπτυξης, στο εγγύς μέλλον, σημαίνει ότι απαιτείται ο διπλασιασμός των εγκρίσεων για συμβατικά έργα πετρελαίου, σε σύγκριση με τα τρέχοντα χαμηλά επίπεδα.

Δίχως μια ραγδαία ανάκαμψη των επενδύσεων, η παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου στις ΗΠΑ, η οποία αυξάνεται με ρυθμούς ρεκόρ, θα πρέπει να προσθέσει περισσότερα από 10 εκατ. βαρέλια ημερησίως, από σήμερα έως και το 2025, δηλαδή, το ισοδύναμο της προσθήκης μιας ακόμη «Ρωσίας», στην παγκόσμια προσφορά στην προσεχή επταετία, κάτι που θα αποτελούσε ένα άνευ προηγουμένου επίτευγμα, στα χρονικά.

Για τις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας, οι ΑΠΕ έχουν καταστεί η προτιμώμενη τεχνολογία, καθώς θα αναλογεί στα σχεδόν δύο τρίτα της παγκόσμιας προσφοράς δυναμικού, έως το 2040, χάρη στη μείωση του κόστους και τις υποστηρικτικές  κυβερνητικές πολιτικές. Αυτή η εξέλιξη μετασχηματίζει το παγκόσμιο ενεργειακό μίγμα, με το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας να αναμένεται πως θα αυξηθεί κατά περισσότερο από 40% έως το 2040, από 25% σήμερα, αν και ο άνθρακας εξακολουθεί  να παραμένει η μεγαλύτερη πηγή και το φυσικό αέριο να ακολουθεί στη δεύτερη θέση.

Αυτή η επέκταση αποφέρει σημαντικά περιβαλλοντικά οφέλη, αλλά και μια νέα σειρά προκλήσεων, που πρέπει να αντιμετωπίσουν σύντομα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής. Με τη μεγαλύτερη διαφοροποίηση των προμηθειών, τα συστήματα ηλεκτρικής ενέργειας θα πρέπει να αποκτήσουν ακόμη μεγαλύτερο βαθμό ευελιξίας προκειμένου να μπορέσουν να κρατήσουν ανοιχτά τα φώτα στον πλανήτη. Το ζήτημα καθίσταται ολοένα και πιο επείγον, καθώς οι χώρες αυξάνουν ταχύτατα τα μερίδιά τους στη φωτοβολταϊκή και  αιολική ενέργεια και θα χρειαστούν ευρείες μεταρρυθμίσεις της αγοράς, επενδύσεις στα δίκτυα, καθώς και βελτιώσεις των τεχνολογιών αιχμής, όπως είναι οι έξυπνοι μετρητές και οι τεχνολογίες αποθήκευσης μπαταριών.

Οι αγορές ηλεκτρικής ενέργειας διέρχονται, επίσης, μια φάση ιδιαίτερου μετασχηματισμού, με υψηλότερη ζήτηση που προκαλεί η ψηφιακή οικονομία, τα ηλεκτρικά οχήματα και άλλες τεχνολογικές καινοτομίες. Στο πλαίσιο μιας εκ βαθέων έρευνας στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας το WEO 2018 εξετάζει επίσης, τις επιπτώσεις του μεγαλύτερου εξηλεκτρισμού των μεταφορών, των κτιρίων και της βιομηχανίας.

Η ανάλυση διαπιστώνει ότι η αύξηση του εξηλεκτρισμού της οικονομίας θα οδηγήσει στην κορύφωση της ζήτησης πετρελαίου, έως το 2030 και θα μειώσει τους επικίνδυνους ατμοσφαιρικούς ρύπους, σε τοπικό επίπεδο. Όμως, θα είχε αμελητέα επίπτωση στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, αν δεν καταβληθούν μεγαλύτερες προσπάθειες για να αυξηθεί το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και των πηγών παραγωγής ενέργειας με χαμηλές εκπομπές άνθρακα.

Το σενάριο του IEA για την αειφόρο ανάπτυξη προσφέρει τη λύση για την επίτευξη των στόχων για το κλίμα, την ποιότητα του αέρα και την καθολική πρόσβαση στην ενέργεια, με ολοκληρωμένο τρόπο. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, οι παγκόσμιες εκπομπές CO2 που σχετίζονται με την ενέργεια, κορυφώνονται περί το 2020 και στη συνέχεια εισέρχονται σε μια κάθετη και διαρκή μείωση, που είναι πλήρως συμβατή με την τροχιά που απαιτείται να κινηθεί ο πλανήτης, για να επιτευχθούν οι στόχοι ης Συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα.

Αλλά οι περισσότερες εκπομπές που συνδέονται με την ενεργειακή υποδομή είναι ήδη, ουσιαστικά, κλειδωμένες. Συγκεκριμένα, οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα, που αντιπροσωπεύουν, σήμερα, το ένα τρίτο των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από τον ενεργειακό τομέα, θα αντιπροσωπεύουν πάνω από το ένα τρίτο των σωρευτικών εκπομπών, το 2040. Η συντριπτική πλειοψηφία τους σχετίζεται με τα εκτελούμενα έργα στην Ασία, όπου ο μέσος όρος της ηλικίας των σταθμών παραγωγής από άνθρακα ανέρχεται στα μόλις 11 έτη, έχοντας ακόμη πολλά έτη λειτουργίας μπροστά τους, σε σύγκριση με το μέσο όρο των 40 ετών των αντίστοιχων εργοστασίων στις ΗΠΑ και την Ευρώπη.

«Έχουμε επανεξετάσει όλες τις τρέχουσες και τις υπό κατασκευή ενεργειακές υποδομές ανά τον κόσμο, όπως είναι οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής, τα διυλιστήρια, τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά, οι βιομηχανικοί λέβητες και οι οικιακοί θερμοσίφωνες και διαπιστώσαμε ότι θα αναλογούν σε σχεδόν 95% των επιτρεπόμενων εκπομπών κατά τις επόμενες δεκαετίες», πρόσθεσε ο Δρ. Birol.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

«Τούτο σημαίνει ότι εάν ο κόσμος παραμείνει δεσμευμένος για να επιτύχει τους κλιματικούς στόχους του, τότε θα πρέπει, από σήμερα κιόλας, να υπάρξει μια συστηματική προτίμηση προς τις επενδύσεις για τεχνολογίες βιώσιμης ενέργειας. Αλλά πρέπει να είμαστε, επίσης, πολύ πιο έξυπνοι για τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούμε το υπάρχον ενεργειακό μας σύστημα. Μπορούμε να δημιουργήσουμε ορισμένα περιθώρια ελιγμών, διευρύνοντας τη χρήση της αξιοποίησης και αποθήκευσης άνθρακα, το υδρογόνο, να βελτιώσουμε την ενεργειακή αποδοτικότητα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την πρόωρη απόσυρση χρηματοδοτικών κεφαλαίων. Για να επιτύχουμε, όλο αυτό θα απαιτήσει μια άνευ προηγουμένου πολιτική και οικονομική προσπάθεια σε παγκόσμια κλίμακα", κατέληξε ο Δρ. Birol.