Οι προκλήσεις για την Τουρκία δεν έχουν τέλος. Μία από τις κυριότερες, η οποία και συνδέεται άμεσα με την υποτίμηση του νομίσματός είναι, το πώς θα πληρώσει την αυξημένη εξάρτησή της από εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Αν και η τιμή του πετρελαίου έχει αυξηθεί μόλις 6% από τις αρχές του έτους στις διεθνείς αγορές, για τους Τούρκους αγοραστές το κόστος του έχει αυξηθεί κατά περισσότερο από 60% σύμφωνα με υπολογισμούς της WSJ. Σήμερα, Πέμπτη, η τουρκική κυβέρνηση αύξησε τον ειδικό φόρο στη βενζίνη, σε μία κίνηση, η οποία θα καλύψει μέρος της τρύπας στον προϋπολογισμό της, αλλά αυξάνει αισθητά τα βάρη για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Η ενέργεια ευθύνεται για περισσότερο από τα 2/3 του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών της Τουρκίας έναντι του υπόλοιπου κόσμου, που πλέον προσεγγίζει το 6% του ΑΕΠ. Είναι ένα οξύτατο πρόβλημα, που έχουν να αντιμετωπίσουν και άλλες μεγάλες αναδυόμενες αγορές, όπως η Ινδία και η Νότια Αφρική, που το τελευταίο διάστημα είδαν επίσης τα νομίσματά τους να δέχονται σφυροκόπημα ως αποτέλεσμα της διάχυσης της τουρκικής κρίσης.

Δεν είναι όμως απλά ένα οικονομικό πρόβλημα. Έχει ευρύτερες επιπτώσεις στο γεωπολιτικό πεδίο. Και τούτο γιατί όσο περισσότερο θα πιέζεται η Τουρκία από τον «φουσκωμένο» λογαριασμό ενέργειας τόσο περισσότερο θα στρέφεται προς πετρελαιοπαραγωγούς χώρες, όπως το Ιράν και η Ρωσία. Μία τέτοια στροφή με τη σειρά της θα τροφοδοτεί την ένταση στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ.

Ο Τούρκος πρόεδρος, Ταγίπ Ερντογάν, αναζητά αυτό το διάστημα εναγωνίως διεθνείς συμμαχίες. Κέρδισε τη στήριξη του Κατάρ, τ οποίο θα προχωρήσει σε επενδύσεις 15 δισ. δολαρίων στη γειτονική χώρα. Και διεκδικεί μία επαναπροσέγγιση με τη Γερμανία, με την οποία οι σχέσεις είχαν επιδεινωθεί αισθητά τα τελευταία χρόνια.

Η οικονομική κρίση ανοίγει παράθυρα ευκαιρίας και ασκεί πιέσεις. Μένει να φανεί πού θα οδηγήσουν όλα αυτά την Τουρκία.

 

(«ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ»)