Τι Αθήνα, τι Μόντρεαλ. Η κλιματική αλλαγή έχει φέρει τα πάνω κάτω. Υψηλές θερμοκρασίες καταγράφηκαν στις αρχές Ιουλίου στο... ψυχρό Κεμπέκ του Καναδά με δεκάδες νεκρούς. Τις ίδιες ημέρες, ισχυρές βροχοπτώσεις στην Αττική προκάλεσαν καταστροφές, ευτυχώς αυτή τη φορά χωρίς θύματα.

Τι κι αν οι επιστήμονες προειδοποιούσαν με έμφαση, ήδη από τη δεκαετία του '80, ότι το κλίμα είχε αρχίσει να... στραβώνει και ότι τα ακραία καταστροφικά καιρικά φαινόμενα θα ενταθούν;

Χρειάστηκαν περισσότερα από τριάντα χρόνια για να πείσουν τους ισχυρούς του πλανήτη - του Ντόναλντ Τραμπ εξαιρουμένου - ότι πρέπει να λάβουν μέτρα για την ανάσχεση της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Και τα κατάφεραν με οικονομικά επιχειρήματα. Και έτσι έφτασαν το 2015 στη διεθνή Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα.

Οπως όμως διαπιστώνουν ακόμη και οι πιο αισιόδοξοι επιστήμονες, ίσως πλέον να είναι αργά, με δεδομένες την ταχύτητα εξέλιξης της κλιματικής αλλαγής - η οποία πλέον θεωρείται ως η κορυφαία απειλή για την παγκόσμια σταθερότητα και ασφάλεια - και τις καταστροφικές της επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον και στην ποιότητα ζωής στις πόλεις. Οι ρίζες του προβλήματος εντοπίζονται στις επικίνδυνες εκπομπές ρύπων εξαιτίας μιας οικονομικής ανάπτυξης που στηρίχθηκε στα ορυκτά καύσιμα, ωστόσο η εφαρμογή στρατηγικών προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, πρόληψης και διαχείρισης κινδύνων έχει καθυστερήσει.

Στην Ελλάδα, τις επιπτώσεις των αλλαγών στο κλίμα βιώνουν κυρίως οι κάτοικοι των αστικών περιοχών. Είναι και το τσιμέντο που διαρκώς επεκτείνεται, το οποίο επιδεινώνει την κατάσταση. Δεν είναι τυχαίο ότι τα στοιχεία του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών για την πρωτεύουσα καταδεικνύουν ότι από το 2001 έως και εφέτος, στη διάρκεια όλων των θερινών μηνών, η μέση μέγιστη θερμοκρασία είναι πάνω από τις φυσιολογικές για την εποχή τιμές έως και 4,3 βαθμούς Κελσίου.

Ειδικά για την Αθήνα, ο Ιούνιος ήταν εφέτος για πέμπτη συνεχή χρονιά ιδιαιτέρως βροχερός, πέρα από τα συνηθισμένα. Μάλιστα, όπως αναφέρει και ο διευθυντής ερευνών στο Αστεροσκοπείο κ. Κωνσταντίνος Λαγουβάρδος, ο πρώτος μήνας του εφετινού καλοκαιριού καταγράφεται ως ο πιο βροχερός της τελευταίας δεκαετίας.

Αλλωστε, όπως έχει προβλέψει και η μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) για τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στη χώρα μας, κατά τον 21ο αιώνα αναμένονται μεταβολές στις ακραίες τιμές της βροχόπτωσης. Στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα και στη Βορειοδυτική Μακεδονία η μέγιστη ποσότητα του νερού που κατακρημνίζεται σε διάστημα έως και τρεις ημέρες αναμένεται να αυξηθεί μέχει και 30%, ενώ στη Δυτική Ελλάδα θα μειωθεί έως 20%.

 

Ερχεται η ξηρά περίοδος

Σε αντιδιαστολή ωστόσο με τις πλημμυρικές περιόδους, τα επόμενα χρόνια προβλέπεται ότι στη χώρα μας θα βλέπουμε τις σταγόνες της βροχής μόνο σε... φωτογραφίες. Οι μεγαλύτερες αλλαγές στη διάρκεια των ξηρών περιόδων θα σημειωθούν στην ανατολική ηπειρωτική χώρα και στη Βόρεια Κρήτη, όπου αναμένονται επιπλέον 20 ημέρες ξηρασίας το διάστημα 2021-2050 και επιπλέον 40 ημέρες στην τριαντακονταετία 2071-2100.

Επίσης, όπως αναφέρει μιλώντας στο «Βήμα» ο ακαδημαϊκός και πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Ερευνας και Καινοτομίας, καθηγητής κ. Χρήστος Ζερεφός, κατά το τέλος του 21ου αιώνα η θερμοκρασία του αέρα θα αυξηθεί περίπου 3°C - 4,5°C. Γενικά, οι προσομοιώσεις προβλέπουν σημαντικές μεταβολές πολλών κλιματικών παραμέτρων, όπως υγρασία, νεφοκάλυψη κ.ά.

Οι κίνδυνοι που εμπεριέχει η κλιματική αλλαγή για εμφάνιση ακραίων καιρικών φαινομένων αφορούν το φυσικό αλλά και το αστικό περιβάλλον. «Το πώς οργανώνεται και αναπτύσσεται μια πόλη επηρεάζει την κατανάλωση ενέργειας και κατά συνέπεια την παραγωγή θερμότητας, αλλά και τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου. Για αύξηση της θερμοκρασίας κατά 1 βαθμό Κελσίου η αντίστοιχη αύξηση στην κατανάλωση ενέργειας ανέρχεται σε περίπου 4,1% ή 1.300 MWh ημερησίως» υπογραμμίζει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Κώστας Καρτάλης. Ετσι, όσο πιο κοντά βρίσκεται μια κατοικία στο κέντρο της Αθήνας, καταναλώνει περισσότερο χρήμα και ενέργεια για κλιματισμό. Οπως προκύπτει από μελέτη της διαΝΕΟσις, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Αθηνών (υπό τον συντονισμό του κ. Καρτάλη), το κόστος κατανάλωσης ενέργειας για ψύξη σε μια κατοικία 80 τ.μ. για το διάστημα Ιουλίου - Αυγούστου είναι 331 ευρώ για το κέντρο της πρωτεύουσας, 230 ευρώ για Καλλιθέα και Περιστέρι, 180 ευρώ για Χαλάνδρι, Πετρούπολη και Αργυρούπολη και 144 ευρώ για το Μαρούσι.

 

Η λύση στα νέα «εμιράτα» των ΑΠΕ

Οι συνέπειες για όλους τους τομείς της εθνικής οικονομίας, σύμφωνα με την ΤτΕ, είναι αρνητικές, φθάνοντας στο τέλος του αιώνα στο αστρονομικό κόστος των 700 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ο κ. Ζερεφός απαριθμεί τις συνέπειες για την περιοχή μας: αύξηση του αριθμού και της έκτασης των δασικών πυρκαγιών, μείωση της αφθονίας των ειδών και της βιοποικιλότητας, προβλήματα στη δημόσια υγεία και στις αγροτικές καλλιέργειες.

Η εκτίμηση μέρους μόνο του ετήσιου κόστους προσαρμογής στον αγροτικό τομέα (αρδευτικά έργα και έργα προστασίας) ανέρχεται σε περίπου 72 εκατ. ευρώ, ποσό που αφορά κυρίως δημόσια δαπάνη. Επιπλέον, η κλιματική αλλαγή ως το τέλος του αιώνα θα φέρει σημαντικές επιπτώσεις στον ελληνικό τουρισμό, οι οποίες εντοπίζονται κυρίως στη χρονική και περιφερειακή ανακατανομή των αφίξεων τουριστών στη χώρα μας.

Πόσο εύκολο όμως είναι να αλλάξει η κοινωνία; «Τα μέτρα προσαρμογής δεν συνοδεύονται συνήθως και από την αναγκαία περιβαλλοντική παιδεία και ηθική. Μολονότι η ΕΕ έχει αποδείξει έμπρακτα την επιθυμία της να συμβάλει στη σταθεροποίηση του κλίματος, πολύ λίγα έχει κάνει για να διδάξει π.χ. τον αφυπνιζόμενο οικονομικό γίγαντα της ΝΑ Ασίας ώστε να αποφύγει να επαναλάβει τα λάθη που έκανε η Δύση. Ωθούμε τη διεθνή κοινότητα στη λογική της συνεχιζόμενης εξάρτησης από το σύστημα εμπορίας και εξαγοράς δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων, ενώ η όλη προσπάθεια θα έπρεπε να επικεντρωθεί στον προσδιορισμό νέων "εμιράτων" Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας σε όλη τη Γη» σημειώνει ο κ. Ζερεφός. Και καταλήγει: «Το ζητούμενο θα έπρεπε να είναι η εξοικονόμηση ενέργειας από όλους μας, όπως και η εξοικονόμηση όλων των φυσικών πόρων, με κυρίαρχους τους υδάτινους πόρους».

 

(«ΤΟ ΒΗΜΑ»)