Οι διπλωματικές διαδικασίες ανοικτού ορίζοντα (open-ended) διέπονται εξ ορισμού από ένα παράδοξο: αποφεύγουν να προεξοφλήσουν την θετική έκβαση, αλλά αποφεύγουν και την ευθεία αναμέτρηση με την αποτυχία. Ενίοτε, διαιωνίζονται μόνο και μόνο επειδή κανείς από τους εμπλεκόμενους δεν αποτολμά να διαπιστώσει τον θάνατό τους: οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας με την Ε.Ε. αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα
Οι διπλωματικές διαδικασίες ανοικτού ορίζοντα (open-ended) διέπονται εξ ορισμού από ένα παράδοξο: αποφεύγουν να προεξοφλήσουν την θετική έκβαση, αλλά αποφεύγουν και την ευθεία αναμέτρηση με την αποτυχία. Ενίοτε, διαιωνίζονται μόνο και μόνο επειδή κανείς από τους εμπλεκόμενους δεν αποτολμά να διαπιστώσει τον θάνατό τους: οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας με την Ε.Ε. αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Η προσπάθεια που καταβάλλεται για την επίλυση του Κυπριακού είναι, όπως ειπώθηκε για πρώτη φορά κατά την πρόσφατη επίσκεψη του ειδικού απεσταλμένου των Ηνωμένων Εθνών Espen Barth Eide στην Αθήνα, επίσης open-ended. Πράγμα που ίσως εξηγεί το έτερο παράδοξο: ότι η Ελλάδα εμπλέκεται με όλο και πιο ενεργό τρόπο στη διαπραγμάτευση, μολονότι κατ' ιδίαν ομολογείται ότι οι πιθανότητες επιτυχούς ολοκλήρωσής της στην παρούσα φάση είναι περιορισμένες.

Το γιατί επικρατεί αυτή η εκτίμηση είναι απλό: δεδομένων των πολλαπλών εσωτερικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Τουρκία, ιδίως μάλιστα της συνταγματικής αναθεώρησης που προωθείται από τον Tayyip Erdogan με τη σύμπραξη του εθνικιστικού κόμματος και θα κριθεί σε δημοψήφισμα τον Απρίλιο, οι υποχωρήσεις σε χρονίζοντα "εθνικά θέματα” αντενδείκνυνται. Επιπλέον, η επιδείνωση των ευρωτουρκικών σχέσεων και η αναμονή έλευσης της νέας αμερικανικής κυβέρνησης αποτελούν παράγοντες αποθαρρυντικούς.

Πολιτικά πρόσωπα που δεν ασκούν κυβερνητικά καθήκοντα μπορούν να το διαπιστώνουν αυτό ανοικτά: "το Κυπριακό στη φάση αυτή, είναι εξαιρετικά δύσκολο να κλείσει και να βρεθεί οριστική λύση” ανέφερε, μιλώντας στον "Αθήνα 9,84”, η Ντόρα Μπακογιάννη – όσο και αν η ίδια πιστεύει "ότι δεν υπάρχει διατηρήσιμο status quo” στην Κύπρο.

Την ίδια στιγμή, ωστόσο, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς έχει προσέλθει στην Γενεύη συνοδευόμενος από μεγάλο αριθμό υπηρεσιακών παραγόντων και εμπειρογνωμόνων, αλλά και "εφοδιασμένος” με πολλές προτάσεις και σενάρια για το ζήτημα των εγγυήσεων και της ασφάλειας που αποτελεί και το αντικείμενο της διεθνούς διάσκεψης. Η μελέτη διεθνών προηγουμένων ως προς την απόσυρση στρατευμάτων και η ιδέα Κοτζιά για ένα σύμφωνο φιλίας Ελλάδας - Τουρκίας - Κύπρου που θα υπερκεράσει τις εγγυήσεις κατέχουν κεντρικό ρόλο στην όλη προετοιμασία.

Η ερμηνεία αυτής της έντονης "επένδυσης” στη διεθνή διάσκεψη είναι απλή: η ελληνική διπλωματία κρίνει ότι δεν της αντιστοιχεί αμυντική στάση. Ακόμη και αν προεξοφλείται ότι η τουρκική πλευρά θα μείνει αμετακίνητη, χρειάζεται να υπάρχει εκείνη η διεθνή διαδικασία που θα την πιέζει και θα την εκθέτει.

Άλλωστε, ο Νίκος Κοτζιάς δεν μπορεί να συγκαταλέγει στους "απορριπτικούς” ως προς το Κυπριακό: την εποχή επώασης του Σχεδίου Annan υπηρετούσε στο υπουργείο Εξωτερικών και αποτελούσε στενό συνεργάτη του Γιώργου Παπανδρέου. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να του πιστωθεί ότι από τις αρχές του 2016 μεθοδικά ανέδειξε, πολιτικά και τεχνικά, το ζήτημα των απαρχαιωμένων εγγυήσεων στο Κυπριακό.

Η αισιόδοξη εκδοχή θέλει μάλιστα την διεθνή διάσκεψη να καταγράφει τέτοιες προόδους, ώστε στο διάστημα μέχρι και την Κυριακή που προσφέρεται για τη διεξαγωγή της, να καταστεί δυνατή εντέλει η εκπροσώπηση της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ανώτατο επίπεδο. Στην πραγματικότητα, ο χρονικός ορίζοντας που έχουν κατά νού όλοι οι ενδιαφερόμενοι είναι ακόμη πιο διευρυμένος και εκτείνεται μέχρι το καλοκαίρι – οπότε και η Κυπριακή Δημοκρατία μπαίνει πρακτικά σε προεκλογική περίοδο προεδρικών εκλογών.

Το ζητούμενο είναι, από αυτή την οπτική γωνία, η σταδιακή αποκρυστάλλωση των αρχών και του περιγράμματος της λύσης και όχι μια άμεση συμφωνία. Άλλωστε, και στις εσωτερικές πτυχές του Κυπριακού η συζήτηση, που στη Γενεύη ολοκληρώθηκε με την ανταλλαγή χαρτών, έχει τόσα κενά, ιδίως στο ζήτημα της διακυβέρνησης, που θα πρέπει (αδιευκρίνιστο ακόμη πότε, πού και πώς) να συνεχισθεί.

Φυσικά, παραμονεύει πάντοτε το μέγα αναπάντητο ερώτημα και τα ρίσκα που αυτό γεννά. Είναι δυνατόν από μία κατάσταση παρανομίας να γεννηθεί μια νέα νομιμότητα;

Αρκεί κανείς να αναλογισθεί τι σημαίνει η σύγκληση μιας διεθνούς διάσκεψης για τις εγγυήσεις, στην οποία δεν θα συμμετέχει η Κυπριακή Δημοκρατία που τις συνυπέγραψε. Ή το πώς η αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων, που αποτελεί αυτοτελή υποχρέωση της Τουρκίας δυνάμει πολυάριθμων ψηφισμάτων του ΟΗΕ, θα συναρτηθεί προς άλλους όρους και θα μετατραπεί σε μέτρο αξιολόγησης και υλοποίησης των συμφωνηθέντων.

(από www.capital.gr, 12/01/2017)