Αν και είναι σαφής η πρόθεσις της
Κυβερνήσεως να εφαρμόσει το πρόγραμμα προσαρμογής, κάτι στο οποίο συγκλίνουν τα
περισσότερα κόμματα της Αντιπολιτεύσεως, η πορεία της χώρας δεν είναι
διασφαλισμένη, υπογραμμίζει στην έκθεσή του το Γραφείο Προϋπολογισμού της
Βουλής. Η έκθεσις αναφέρει ότι δεν συμμερίζεται την ανεπιφύλακτη προσδοκία ότι
θα επιτευχθούν οι στόχοι, για μια σειρά από λόγους που αναφέρονται εν συνεχεία:
α) Οι συνιστώσες του ΑΕΠ, της
καταναλώσεως, των εξαγωγών και των επενδύσεων ευρίσκοντο το πρώτο εξάμηνο του
2016 σε καθοδική πορεία. Δεν υπάρχει δείκτης, συνεχίζει η έκθεσις, «που να
επιτρέπει αισιοδοξία, κατ’ αρχάς για τους επόμενους μήνες». Ως ιδιαιτέρως
ανησυχητική προκρίνει τη μείωση των εξαγωγών (αγαθών και υπηρεσιών) το πρώτο
τρίμηνο του 2016 κατά 11,7%.
Άλλοι δείκτες δείχνουν ότι η
αποκατάστασις της εμπιστοσύνης είναι βραδύτερη της αναμενόμενης: Η δυσκολία
ουσιαστικής ανακάμψεως των τραπεζικών καταθέσεων, η υποχώρησις της
χρηματοδοτήσεως του ιδιωτικού τομέα, η πτώσις της παραγωγικότητος, η αύξησης
των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο κ.α., σε συνδυασμό με τα
ανησυχητικά μηνύματα από τον τουρισμό.
Και στην μικροοικονομία, συνεχίζουν οι συγγραφείς της εκθέσεως, «υπάρχουν
δυσοίωνα σημάδια: χρεωκόπησαν μεγάλες εταιρίες, πολλές από τις οποίες άνθησαν στο παρελθόν υπό κρατική προστασία. Ταυτοχρόνως, κλείνουν
χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις (περισσότερες από όσες ανοίγουν ), ενώ άλλες
μεταναστεύουν σε γειτονικές χώρες για να αποφύγουν την υψηλή φορολογία και τους
κεφαλαιακούς ελέγχους, που επιδεινώνουν την ανταγωνιστικότητά τους».
β) Η συμφωνία με τους θεσμούς
επιβάλλει εμπροσθοβαρώς νέα λιτότητα , δηλαδή μέτρα 3% του ΑΕΠ (αυξήσεις φόρων
1%, μείωση συντάξεων 1%, 0,25% αύξηση του ΦΠΑ κ.α.) για να επιτευχθεί ο στόχος
για πρωτογενή πλεονάσματα (0,75% ΑΕΠ, 1.5% και 3,5% αντίστοιχα για 2016, 2017,
και 2018). «Τα φορολογικά μέτρα αποδίδουν αμέσως, ενώ οι μεταρρυθμίσεις πραγματοποιούνται μετ’ εμποδίων και,
οπωσδήποτε, αποδίδουν αργότερα. Γεγονός είναι ότι τα φορολογικά μέτρα όχι μόνον
επιβαρύνουν την κατανάλωση, που αντιπροσωπεύει το 70% της οικονομίας, αλλά και
μπορεί να λειτουργήσουν ως αντικίνητρο για επενδύσεις», υπογραμμίζεται στην
έκθεση.
γ) Σε βάθος χρόνου θα αρχίσουν να
επιδρούν αρνητικά οι σημερινές δυσμενείς διαρθρωτικές τάσεις συμφώνως με την
έκθεση, η οποία επισημαίνει: « Η πτώσις των επενδύσεων, η απαξίωσις μέρους του
εργατικού δυναμικού και του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού λόγω μακροχρόνιας
ανεργίας (υστερήσεως) που μειώνει τη δυνητική ανάπτυξη, και η μαζική έξοδος των
νέων και των περισσότερο ειδικευμένων ανθρώπων». Βάσει μελέτης της Τραπέζης της
Ελλάδος, ο αριθμός των εξερχόμενων Ελλήνων ηλικίας 15-64 ετών, από το 2008
μέχρι σήμερα, υπερβαίνει τις 427.000, ενώ η έξοδος επιταχύνθηκε τα τελευταία
χρόνια.