Tο 80% των Κατοίκων των Πόλεων Εκτίθεται σε Ατμοσφαιρική Ρύπανση

Tο 80% των Κατοίκων των Πόλεων Εκτίθεται σε Ατμοσφαιρική Ρύπανση
του Κοσμά Ζακυνθινού
Δευ, 27 Ιουνίου 2016 - 09:15
Την ψυχική υγεία των νέων επηρεάζει η συγκέντρωση ατμοσφαιρικής ρύπανσης, σύμφωνα με νέα μελέτη του Πανεπιστημίου Ούμεα της Σουηδίας, αποδεικνύοντας ότι ο εγκέφαλος και η ανθρώπινη γνωστική ανάπτυξη επηρεάζονται από τα επίπεδα μόλυνσης

Την ψυχική υγεία των νέων επηρεάζει η συγκέντρωση ατμοσφαιρικής ρύπανσης, σύμφωνα με νέα μελέτη του Πανεπιστημίου Ούμεα της Σουηδίας, αποδεικνύοντας ότι ο εγκέφαλος και η ανθρώπινη γνωστική ανάπτυξη επηρεάζονται από τα επίπεδα μόλυνσης.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της σουηδικής ερευνητικής ομάδας, που εξέτασε τη συσχέτιση ανάμεσα στην έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση σε κατοικημένες περιοχές, και την ψυχιατρική υγεία παιδιών και εφήβων, η ατμοσφαιρική ρύπανση αυξάνει την πιθανότητα χορήγησης φαρμακευτικής αγωγής για τουλάχιστον μία ψυχιατρική διάγνωση σε παιδιά και εφήβους. Ο κίνδυνος αυτός αυξάνεται κατά 9% για μία αύξηση 10 μικρογραμμαρίων ανά κυβικό μέτρο στη συγκέντρωση του διοξειδίου του αζώτου, ακόμη και αν ληφθούν υπ’ όψιν οι κοινωνικοοικονομικοί και δημογραφικοί παράγοντες.

Οι ερευνητές αντιπαρέθεσαν τα στατιστικά δεδομένα από το μητρώο χορήγησης φαρμάκων όλων των Σουηδών με το εθνικό μητρώο καταγραφής συγκέντρωσης της ρύπανσης της ατμόσφαιρας της Σουηδίας. Η μελέτη επικεντρώθηκε στον πληθυσμό κάτω των 18 ετών στις επαρχίες της Στοκχόλμης, της Βέστρα Γιόταλαντ, της Σκόνε και της Βεστερμπότεν.

Πυκνοκατοικημένες
Οι Στοκχόλμη, Βέστρα Γιόταλαντ και Σκόνε είναι επαρχίες που βρίσκονται στα νότια, πιο πυκνοκατοικημένα κομμάτια της χώρας, και περιέχουν τις τρεις μεγαλύτερες πόλεις της Σουηδίας, με πυκνότητα πληθυσμού μεταξύ 68 και 338 ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, ενώ η Βεστερμπότεν βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της Σουηδίας με πυκνότητα πληθυσμού μόλις 5 ατόμων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο.

Συνεπώς, οι τέσσερις επαρχίες έχουν διαφορές, όχι μόνο από την άποψη της γεωγραφικής θέσης, του μεγέθους και της πυκνότητας του πληθυσμού, αλλά και όσον αφορά τη μετανάστευση, τα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά, την αστικοποίηση, και τις συγκεντρώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. «Τα αποτελέσματα ενδεχομένως σημαίνουν ότι η μείωση της συγκέντρωσης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, κυρίως αυτής που σχετίζεται με την κυκλοφορία των οχημάτων, μπορεί να μειώσει τις ψυχιατρικές διαταραχές σε παιδιά και εφήβους», δήλωσε η Άννα Ούντιν, επικεφαλής της μελέτης.

Όρια ασφαλείας
Ταυτόχρονα, μια νέα μελέτη από του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας αποκαλύπτει ότι το 80% των κατοίκων των πόλεων του κόσμου εκτίθεται σε αέρα με επίπεδα ρύπανσης που ξεπερνούν τα όρια ασφαλείας του οργανισμού.

Ερευνητές συνέκριναν 795 διαφορετικές πόλεις σε 67 χώρες μεταξύ 2008 και 2013, εξετάζοντας τα επίπεδα των μικροσωματιδίων στον αέρα, δηλαδή τους τύπους ρύπανσης που θέτουν τον υψηλότερο κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία, προκαλώντας καρκίνο του πνεύμονα, άσθμα, και εγκεφαλικά επεισόδια. Σε όλο τον κόσμο, αυτό το είδος ρύπανσης εκτιμάται ότι προκαλεί περισσότερα από τρία εκατομμύρια πρόωρους θανάτους κάθε χρόνο.

Ποιότητα αέρα
Οι κάτοικοι των αστικών κέντρων σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος επηρεάζονται περισσότερο από την κακή ποιότητα αέρα, με επίπεδα ρύπανσης που φτάνουν έως και πέντε με δέκα φορές πάνω από τα όρια του Οργανισμού.

Σε αυτές τις περιοχές, το 98% των πόλεων που συμμετείχαν στην έρευνα είχαν κακή ποιότητα του αέρα, σε σύγκριση με μόνο το 56% στις πλουσιότερες χώρες.

Οι πόλεις στην Ευρώπη, την Αμερική και την περιοχή του Δυτικού Ειρηνικού είχαν την καλύτερη ποιότητα αέρα, ενώ η Νοτιοανατολική Ασία και η Ανατολική Μεσόγειος ήταν οι πιο μολυσμένες περιοχές. Για τις πόλεις στην Αφρική υπήρχαν λιγότερα διαθέσιμα δεδομένα, ωστόσο, οι περιοχές που εξετάστηκαν είχαν υψηλότερη ρύπανση από το μέσο όρο.

Η ατμοσφαιρική ρύπανση έχει επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια, παρά το γεγονός ότι το κοινό έχει ευαισθητοποιηθεί περισσότερο στις αρνητικές της συνέπειες.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, τα επίπεδα ρύπανσης του αέρα αυξήθηκαν κατά 8% από το 2008 έως το 2013.

Νέες πηγές μόλυνσης
Το πρόβλημα της μόλυνσης φαίνεται ότι μεγεθύνεται καθώς η εξέταση δορυφορικών δεδομένων αποκάλυψε σχεδόν 40 νέες σημαντικές πηγές εκπομπών διοξειδίου του θείου, ενός ρύπου που μπορεί να προκαλέσει πολλαπλές επιβλαβείς επιπτώσεις για την υγεία και το περιβάλλον.

Η ρύπανση διοξειδίου του θείου μπορεί να προέλθει από διάφορες φυσικές και βιομηχανικές πηγές, συμπεριλαμβανομένων των ηφαιστείων, των διυλιστηρίων πετρελαίου και της καύσης ορυκτών καυσίμων. Παρά το γεγονός ότι το διοξείδιο του θείου έχει σχετικά μικρή διάρκεια ζωής στην ατμόσφαιρα, είναι σημαντικό για τους επιστήμονες να παρακολουθούν την παρουσία του για να αξιολογούν καλύτερα την ποιότητα του αέρα και τα κλιματικά μοντέλα.

Μέχρι τώρα, οι επιστήμονες χρησιμοποιούσαν απογραφές εκπομπών από εθνικές εκθέσεις για να εντοπίσουν τις πηγές του διοξειδίου του θείου στον κόσμο. Τα δορυφορικά δεδομένα βοηθούν τους επιστήμονες να ποσοτικοποιήσουν περαιτέρω τις εκπομπές διοξειδίου του θείου, αλλά κυρίως όταν είναι ήδη γνωστή η πηγή τους. Αυτό συμβαίνει γιατί οι άνεμοι μπορούν να καταστήσουν δύσκολο τον εντοπισμό τους.

Τώρα, οι ερευνητές από το Τμήμα Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής του Καναδά ανέπτυξαν μία νέα μέθοδο που τους επιτρέπει να εντοπίζουν και να χαρτογραφούν τις πηγές διοξειδίου του θείου σε όλο τον κόσμο, και διαπίστωσαν ότι 7 με 14 εκατομμύρια τόνοι διοξειδίου του θείου ενδεχομένως λείπουν από τις παγκόσμιες απογραφές κάθε χρόνο.

Η νέα μέθοδος συνδυάζει δορυφορικά δεδομένα με πληροφορίες για τους ανέμους ώστε να εντοπίσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τις πηγές ρύπανσης.

Οι ερευνητές στη συνέχεια συνέκριναν τα αποτελέσματά τους με τρεις μεγάλες απογραφές των παγκόσμιων εκπομπών. Συνολικά, εντοπίστηκαν σχεδόν 500 κύριες πηγές εκπομπών διοξειδίου του θείου, 75 εκ των οποίων ήταν φυσικές ηφαιστειογενείς πηγές. Από τις υπόλοιπες, ανθρωπογενείς πηγές, οι 39 ήταν νέες, χωρίς να έχουν παρουσιαστεί ποτέ στις απογραφές.

Από αυτές τις 39 πηγές, οι 14 βρίσκονταν στη Μέση Ανατολή με τις 12 να αντιστοιχούν σε δραστηριότητες εκμετάλλευσης κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου. Οι υπόλοιπες 25 βρίσκονταν μοιρασμένες σε όλο τον κόσμο, και αντιστοιχούν κυρίως σε μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

«Σε γενικές γραμμές, αυτές οι πηγές τείνουν να βρίσκονται σε αναπτυσσόμενα κράτη, όπου ίσως οι νομικές απαιτήσεις για την υποβολή εκθέσεων εκπομπών δεν είναι τόσο αυστηρές», δήλωσε ο Κρις Μακλίντεν, επικεφαλής της έρευνας.

(από την εφημερίδα "ΤΟ ΒΗΜΑ")