Αντίθετη σε κάθε μορφή χρηματοδότησης της πυρηνικής ενέργειας
στην Ευρώπη από την Ευρωπαϊκή Ενωση εμφανίστηκε η Ελλάδα στο Συμβούλιο
Υπουργών Ενέργειας, συντασσόμενη με τις αντίστοιχες θέσεις της
Γερμανίας, της Αυστρίας και του Λουξεμβούργου.
Σε κοινό κείμενο που υπεγράφη και από τον Ελληνα υπουργό
Περιβάλλοντος - Ενέργειας Πάνο Σκουρλέτη, οι τέσσερις χώρες δηλώνουν τη
διαφωνία τους τόσο για το περιεχόμενο του σχεδίου για την πυρηνική
ασφάλεια που προωθείται σε επίπεδο Ε.Ε. όσο και για τη χρηματοδότηση του
εκσυγχρονισμού ή της κατασκευής νέων πυρηνικών σταθμών παραγωγής
ενέργειας στην Ευρώπη, υποστηρίζοντας τη θέση πως «η πυρηνική τεχνολογία
είναι δαπανηρή και επικίνδυνη» και συνεπώς δεν μπορεί να
χρηματοδοτείται από κονδύλια τα οποία προορίζονται για την υποστήριξη
ασφαλών και βιώσιμων τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών άνθρακα.
Ανταγωνισμός
Η αντίθεση των τεσσάρων χωρών στην πυρηνική ενέργεια δεν εδράζεται
μόνο στις εκ πρώτης όψεως φιλικές προς την ασφάλεια και το περιβάλλον
απόψεις των κυβερνήσεων.
Αποκαλύπτει και το τεράστιο παιχνίδι οικονομικών συμφερόντων που
διαδραματίζεται αυτή την περίοδο στην Ε.Ε. με επίκεντρο την πολύ φτηνή
πυρηνική ενέργεια, τις ανάγκες εκσυγχρονισμού πολλών πεπαλαιωμένων
μονάδων από τις περίπου 185 που βρίσκονται διάσπαρτες στην Ε.Ε. και τον
περιορισμό της χρήσης των πυρηνικών εργοστασίων από κάποιες χώρες της
Ε.Ε μετά την καταστροφή στη Φουκουσίμα.
Στο επίκεντρο της διαμάχης βρίσκεται από τη μια πλευρά η βιομηχανική
Γερμανία η οποία, παρότι διαθέτει 8 πυρηνικά εργοστάσια τα οποία
εκμεταλλεύτηκε στο παρελθόν για να ενισχύσει το ανταγωνιστικό της
πλεονέκτημα στη βιομηχανία, σήμερα περιορίζει δραστικά τη χρήση τους
στρεφόμενη στην παραγωγή ενέργειας μέσα από ακριβές τεχνολογίες
Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.
Στην άλλη πλευρά στέκεται η Γαλλία, η οποία αποτελεί την ισχυρότερη
παραγωγό πυρηνικής ενέργειας στην Ε.Ε., με 58 εργοστάσια ισχύος 63.000
MW, μέσω των οποίων όχι μόνο καλύπτει το σύνολο των αναγκών της σε
ηλεκτρική ενέργεια αλλά και εξάγει περίπου το 40% της παραγωγής της.
Πρόκειται στην ουσία πρωτίστως για έναν οικονομικό πόλεμο
ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων της βιομηχανίας και δευτερευόντως για μια
μάχη υπέρ της ασφάλειας, λένε όσοι ερμηνεύουν με διαφορετικό πνεύμα τις
αντιθέσεις Γερμανίας-Γαλλίας.
Η Ελλάδα έχει επίσης κάθε συμφέρον να αντιτίθεται στην επέκταση της
χρήσης της πυρηνικής ενέργειας όχι μόνο γιατί παραδοσιακά ήταν ενάντια
στα πυρηνικά εργοστάσια, αλλά επειδή αφενός έχει επενδύσει μεγάλα
κονδύλια στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας διαθέτοντας παράλληλα και άλλα
«ανταγωνιστικά» καύσιμα, όπως οι λιγνίτες και το φυσικό αέριο, και
αφετέρου επειδή δέχεται τον σκληρό οικονομικό ανταγωνισμό από χώρες της
περιοχής με φτηνή παραγωγή πυρηνικής ενέργειας, όπως η Βουλγαρία, η
Τουρκία κ.ά.
Στο Συμβούλιο Υπουργών Ενέργειας, η ελληνική κυβέρνηση δεν τήρησε
αντίθετη στάση μόνο στο θέμα των πυρηνικών, αλλά κράτησε και απόσταση
από τις προτάσεις του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου τόσο στο θέμα της
διαφοροποίησης των πηγών τροφοδοσίας από φυσικό αέριο, όσο και στο θέμα
της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληροφοριών για τις διακυβερνητικές
συμφωνίες.
Ο Πάνος Σκουρλέτης και ο διευθυντής του γραφείου του Δημοσθένης
Παπασταμόπουλος προέβαλαν τη θέση πως ο εκ των προτέρων έλεγχος των
διακρατικών συμφωνιών από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή περιορίζει την ευελιξία
των κρατών-μελών να συνάπτουν ενεργειακές συμφωνίες με τρίτες χώρες
στις οποίες η Ελλάδα δίνει μεγάλο βάρος (π.χ. Ρωσία, Ιράν, Αζερμπαϊτζάν
κ.λπ.), και ζήτησαν να παραμείνει ο έλεγχος των διακυβερνητικών
συμφωνιών στη διακριτική ευχέρεια των κυβερνήσεων.
Σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τα
μέτρα ασφάλειας εφοδιασμού με φυσικό αέριο, η Ελλάδα πρότεινε μεταξύ
άλλων να παραμείνει στη δικαιοδοσία των κρατών η κατάρτιση και έγκριση
σχεδίων δράσης και παράλληλα οι μηχανισμοί αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών
σε περίπτωση διακοπής τροφοδοσίας να μη διαταράσσουν τον εφοδιασμό του
κράτους-μέλους που παρέχει βοήθεια.
Τέλος, η ελληνική πλευρά εξέφρασε επιφυλάξεις για την προτεινόμενη
υποχρέωση κοινοποίησης των συμβολαίων προμήθειας φυσικού αερίου, καθώς
όπως υποστηρίζει εγείρει ανησυχίες σχετικά με το δικαίωμα των εταιρειών
να διατηρήσουν την εμπιστευτικότητα των όρων των συμβολαίων τους.
(από την "Εφημερίδα των Συντακτών", 08/06/2016)