Αναστασία Ρωμανού, Ερευνήτρια της NASA: Η Ελλάδα Χρειάζεται Ένα Εθνικό Πρόγραμμα Έρευνας

Αναστασία Ρωμανού, Ερευνήτρια της NASA: Η Ελλάδα Χρειάζεται Ένα Εθνικό Πρόγραμμα Έρευνας
energia.gr
Δευ, 8 Φεβρουαρίου 2016 - 12:47
Η Ελλάδα χρειάζεται ένα Εθνικό Πρόγραμμα Έρευνας, που θα στηρίζει την παραγωγική ανάπτυξη της χώρας, ενώ θα δημιουργεί διεθνώς πρωταγωνιστικές ερευνητικές ομάδες, μέσα από τη στενή συνεργασία των εγχώριων πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων σε τομείς αιχμής. Αυτό ανέφερε η Αναστασία (Νατάσα) Ρωμανού, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Διαστημικών Μελετών Γκόνταρντ (Goddard Institute of Space Studies-GISS) της Αμερικανικής Διαστημικής Υπηρεσίας (NASA) και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης

Η Ελλάδα χρειάζεται ένα Εθνικό Πρόγραμμα Έρευνας, που θα στηρίζει την παραγωγική ανάπτυξη της χώρας, ενώ θα δημιουργεί διεθνώς πρωταγωνιστικές ερευνητικές ομάδες, μέσα από τη στενή συνεργασία των εγχώριων πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων σε τομείς αιχμής.

Αυτό ανέφερε η Αναστασία (Νατάσα) Ρωμανού, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Διαστημικών Μελετών Γκόνταρντ (Goddard Institute of Space Studies-GISS) της Αμερικανικής Διαστημικής Υπηρεσίας (NASA) και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης, σε συνέντευξη που έδωσε στο Αθηναϊκό & Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων. Είναι ένα από τα μέλη της εκπαιδευτικής και επιστημονικής-ερευνητικής κοινότητας της Ελλάδας και της διασποράς, που το υπουργείο Παιδείας επέλεξε να συμμετάσχουν στην Επιτροπή Εθνικού Διαλόγου για την Παιδεία, ο οποίος βρίσκεται σε εξέλιξη.

Μεταξύ άλλων, η Ελληνίδα επιστήμων θεωρεί πρωταρχικής σημασίας την αναδιοργάνωση και τον εκσυγχρονισμό των διοικητικών και διαχειριστικών υπηρεσιών των ελληνικών ΑΕΙ, ενώ προτείνει να συμμετέχουν χορηγοί, υπό δημόσιο έλεγχο και πλήρη διαφάνεια, ώστε να διασφαλίζεται η δημοκρατική πρόσβαση και αξιοποίηση της έρευνας. Εισηγείται την αναβάθμιση των εκπαιδευτικών, τη βελτίωση της εμπειρίας των φοιτητών στους πανεπιστημιακούς χώρους, την προσέλκυση καθηγητών και φοιτητών από άλλες χώρες και την ενίσχυση των μεταπτυχιακών προγραμμάτων. Επίσης, θεωρεί αναγκαίο να δημιουργηθούν συνθήκες, ώστε να γυρίσουν στην Ελλάδα πολλοί από τους επιστήμονες που συνεχίζουν να φεύγουν στο εξωτερικό.

Η Ρωμανού αποφοίτησε από το Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1989 και πήρε το διδακτορικό της στη Φυσική Ωκεανογραφία και Γεωφυσική από το Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Φλόριντα το 1999. Διετέλεσε μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι, στο Εθνικό Εργαστήριο Λος 'Αλαμος-Ν.Μεξικό και στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (Ινστιτούτο Μαθηματικών Επιστημών Courant-Κέντρο Επιστήμης της Ατμόσφαιρας και του Ωκεανού). Σήμερα είναι επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Εφαρμοσμένης Φυσικής και Μαθηματικών του Κολούμπια, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Goddard της NASA, μέλος της ομάδας Ωκεανογραφίας του Πανεπιστημίου ΜΙΤ και συνδιευθύντρια του Τμήματος CU@GISS (Κολoύμπια/Goddard). Έχει επίσης διατελέσει ερευνήτρια της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα και οι επιστημονικές δημοσιεύσεις της εστιάζονται στην αλληλεπίδραση ωκεανών, ατμόσφαιρας και κλιματικής αλλαγής.

Ακολουθεί η συνέντευξη:

ΕΡ: Πού στρέφεται η έρευνά σας τα τελευταία χρόνια και πώς αυτή συνεισφέρει στα διαστημικά προγράμματα της NASA;

ΑΠ: Η έρευνά μου εστιάζει στην ωκεανογραφία μεγάλης κλίμακας, δηλαδή στα θαλάσσια ρεύματα, στη βιοποικιλότητα και στα οικοσυστήματα, και πώς αυτά επηρεάζουν και επηρεάζονται από την κλιματική αλλαγή. Χρησιμοποιώ μαθηματικές προσομειώσεις του κλίματος και δορυφορικές παρατηρήσεις που, σε συνδυασμό με ανώτερες στατιστικές μεθόδους, βοηθούν στην εξαγωγή συμπερασμάτων. Ένας κύριος άξονας του διαστημικού προγράμματος της ΝΑSΑ είναι η συλλογή και ανάλυση δορυφορικών παρατηρήσεων για τη μελέτη του κλίματος της Γης. Τα μοντέλα μας βοηθούν στον καλύτερο σχεδιασμό των δορυφορικών αποστολών και παρατηρήσεων και των εφαρμογών τους.

ΕΡ: Ποια είναι τα καθήκοντά σας ως συνδιευθύντρια στο τμήμα Κολούμπια/Goddard NASA (CU@GISS);

ΑΠ: Αυτή τη περίοδο, εκτός από την έρευνα, αφιερώνω ένα κομμάτι της δραστηριότητάς μου και σε διοικητικά θέματα. Για την ακρίβεια, στην προσπάθεια ουσιαστικής συνεργασίας, και όχι απλής συνύπαρξης, μεταξύ του ερευνητικού Ινστιτούτου Γκόνταρντ της ΝΑSΑ και του πανεπιστημίου Κολούμπια. Ως συν-διευθύντρια και υπεύθυνη προγράμματος, σκοπός μου είναι η συνεργασία αυτή να οργανωθεί ως μια συμβιωτική σχέση και αλληλεπίδραση σε ό,τι αφορά θέματα διδασκαλίας, έρευνας, χρηματοδότησης και διοικητικής αναδιοργάνωσης.

ΕΡ: Αισιοδοξείτε για τη συγκράτηση της κλιματικής αλλαγής τα επόμενα χρόνια μετά και τη συμφωνία του Παρισιού; Αλλάζει σταδιακά η νοοτροπία του σκεπτικισμού στις ΗΠΑ;

ΑΠ: Επιγραμματικά θα ήθελα να πω ότι, ενώ η κλιματική αλλαγή αποτελεί ένα από τα μείζονα -ίσως το μείζον- θέμα για την ανθρωπότητα σήμερα, οι κυβερνήσεις διεθνώς αδυνατούν να πάρουν αποφάσεις ανάλογου μεγέθους. Έτσι, ενώ η συμφωνία του Παρισιού είναι ένα αισιόδοξο πρώτο βήμα, προκειμένου να αποδώσει, θα πρέπει να ενισχυθεί με περαιτέρω αποφάσεις και με εφαρμογή των συμφωνηθέντων από πολλές χώρες. Είμαι συγκρατημένα αισιόδοξη, γιατί υπάρχουν εφικτές λύσεις. Θα πρέπει όμως να αποδείξουμε ότι έχουμε τη θέληση να εφαρμόσουμε τις λύσεις αυτές. Ο σκεπτικισμός στις ΗΠΑ απέναντι στην κλιματική αλλαγή έχει μειωθεί σημαντικά στα ανώτατα κυβερνητικά κλιμάκια λόγω της προοδευτικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης, παραμένει όμως μεγάλη η επιρροή των ειδικών συμφερόντων και των κύκλων που τα εξυπηρετούν, σε τοπικό και πολιτειακό επίπεδο.

ΕΡ: Πώς θα συγκρίνατε τα αμερικανικά πανεπιστήμια με τα ελληνικά;

ΑΠ: Η μεγαλύτερη και ίσως καθοριστική διαφορά βρίσκεται στη διοικητική οργάνωση και στην υλικο-τεχνική υποδομή, που είναι πραγματικά υψηλού επιπέδου στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, ένα ιδιωτικό μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης. Οι μόνιμοι καθηγητές έχουν εννέα μήνες το χρόνο μισθό από το ίδρυμα και τρεις μήνες από ερευνητικά προγράμματα και άλλες συναφείς δραστηριότητες, κάτι που δείχνει την έμφαση που δίνει το πανεπιστήμιο στην ερευνητική δουλειά και στην παραγωγή νέας γνώσης. Θεωρώ πρωταρχικής σημασίας την αναδιοργάνωση και τον εκσυγχρονισμό των διοικητικών και διαχειριστικών υπηρεσιών των ελληνικών ανώτατων ιδρυμάτων, με σκοπό την υποστήριξη του εκπαιδευτικού έργου τους, τη χρηματοδότηση έρευνας και εξοπλισμού, τη συνεργασία μεταξύ ιδρυμάτων και τη βελτίωση της εμπειρίας των φοιτητών στους πανεπιστημιακούς χώρους.

ΕΡ: Ως μέλος της Επιτροπής Εθνικού Διαλόγου για την Παιδεία, ποιά ζητήματα θεωρείτε ύψιστης προτεραιότητας προς μεταρρύθμιση και επίλυση;

ΑΠ: Τα εκπαιδευτικά συστήματα σήμερα παντού στον κόσμο αναγκάζονται να προσαρμοστούν σε νέα δεδομένα. Αφενός, η πολυπολιτισμικότητα των κοινωνιών και η παγκοσμιοποίηση των εργασιακών σχέσεων απαιτούν «διεθνοποιημένη» μόρφωση, που περιλαμβάνει ξένες γλώσσες και εξοικείωση με άλλες κουλτούρες. Αφετέρου, η ραγδαία ανάπτυξη τεχνολογιών όπως το Ίντερνετ και τα δίκτυα πληροφοριών και συναναστροφής, δημιουργούν την ανάγκη για ενεργητική χρήση του διαδικτύου. Οι νέες μέθοδοι διδασκαλίας απομακρύνονται από το μοντέλο της ομοιόμορφης και από καθέδρας παράδοσης και τείνουν προς ένα περισσότερο «συνεργασιακό» μοντέλο, διαμορφωμένο με βάση τις ανάγκες και ιδιαιτερότητες του κάθε μαθητή. Αυτά όλα όμως προϋποθέτουν την αναβάθμιση του ρόλου, της θέσης, αλλά κυρίως των γνώσεων του εκπαιδευτικού, και αυτός είναι ίσως ο πιο άμεσος τρόπος για την ανάκτηση της χαμένης εμπιστοσύνης του πολίτη στη δημόσια παιδεία. Αυτές τις τάσεις θεωρώ ότι οφείλουμε να μελετήσουμε και να αποτιμήσουμε μέσα στα πλαίσια του διαλόγου για την Παιδεία.

ΕΡ: Τι θα συμβουλεύατε το υπουργείο Παιδείας και γενικότερα την ελληνική κυβέρνηση, προκειμένου να στηριχθούν οι έλληνες επιστήμονες και τα εγχώρια πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα;

ΑΠ: Παρά τις συνθήκες της ζοφερής πραγματικότητας που έχουν επιφέρει η κρίση και τα μνημόνια, θα πρέπει να οραματιζόμαστε το σχολείο/πανεπιστήμιο του μέλλοντος, έτσι όπως το θέλουμε και όχι μόνο όπως μας επιτρέπουν οι συνθήκες. Στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, θεωρώ σημαντικό να καλλιεργήσουμε μια δυνατή, οργανική και αμφίδρομη σχέση μεταξύ των ΑΕΙ και των Ερευνητικών Ιδρυμάτων (ΕΙ) της χώρας. Η σχέση αυτή σκοπό θα έχει τη δημιουργία πρωταγωνιστικών ερευνητικών ομάδων, οι οποίες μέσα από τη συνεργασία με επιστήμονες της Ευρώπης, Αμερικής και Ασίας, θα έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε ερευνητικά προγράμματα και κονδύλια, με αποτέλεσμα τη δημιουργία επιπλέον θέσεων εργασίας για επιστημονικό, διοικητικό και τεχνικό προσωπικό. Αυτό θα πρέπει να γίνει στο πλαίσιο ενός Εθνικού Προγράμματος Έρευνας, που θα υποστηρίζει και θα εξυπηρετεί την Εθνική Στρατηγική Ανάπτυξης και Παραγωγικότητας, όπως αυτή προσδιορίζεται σε συνεργασία με την Πολιτεία γενικότερα.

Το Εθνικό Πρόγραμμα Έρευνας θα πρέπει να εστιάζει στην έρευνα και ανάπτυξη (R&D) συγκεκριμένων τομέων αιχμής, όπου η Ελλάδα μπορεί να αναγνωριστεί παγκοσμίως, όπως π.χ. αγροτική παραγωγή, ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, περιβάλλον, υγεία, βιο-ιατρική, βιοτεχνολογία και μοριακή βιολογία, αστική και ημι-αστική ανάπτυξη κ.ά. Μέσα από διεθνείς συνεργασίες, τα ιδρύματά μας θα μπορούν να γίνουν κέντρα προσέλκυσης καθηγητών και φοιτητών από άλλες χώρες, σε μόνιμη ή περιστασιακή βάση.

Στο μοντέλο αυτό συνεργασίας ΑΕΙ-Ερευνητικών Ιδρυμάτων θα μπορούσαν να συμμετέχουν χορηγοί, υπό δημόσιο έλεγχο και πλήρη διαφάνεια, ώστε να διασφαλίζεται η δημοκρατική πρόσβαση και αξιοποίηση της έρευνας. Στην πραγματοποίηση αυτής της σύνδεσης ΑΕΙ-ΕΙ πρωταρχικό ρόλο πρέπει να έχει η δημιουργία και ενίσχυση μεταπτυχιακών προγραμμάτων, μερικά από τα οποία μάλιστα θα μπορούσαν να αποτελέσουν μετεξέλιξη κάποιων από τα χειμαζόμενα τμήματα ΑΕΙ της χώρας. Για να επιτύχει αυτή η σύνδεση ΑΕΙ-ΕΙ, πρέπει να υπάρχει υψηλού επιπέδου υλικο-τεχνική υποστήριξη, προγραμματισμός και συστηματική αξιολόγηση της βιωσιμότητας και επιτυχίας των προγραμμάτων τους, σε σχέση με τις δυνατότητες χρηματοδότησης και παραγωγής έργου.

Τέλος, θα ήταν μεγάλη παράλειψη, αν και δεν εμπίπτει στα θέματα της ανώτατης εκπαίδευσης, να μην αναφέρω την ανάγκη προαγωγής της ελληνικής παιδείας στα σχολεία της ομογένειας στην Αμερική και αλλού. Η σύσφιξη της σχέσης, η αλληλοκατανόηση και αλληλοβοήθεια με τους Έλληνες της διασποράς πρέπει να διαμορφώνονται σε σχολεία βασισμένα στην μοντέρνα ελληνική κουλτούρα. Μία πρόταση προς την ελληνική πολιτεία αφορά, σε συνεργασία με το τοπικό υπουργείο Παιδείας της πόλης της Νέας Υόρκης, στη δημιουργία δημόσιου δίγλωσσου σχολείου (Public Dual Language and Modern Greek Studies School), όπως συμβαίνει και με άλλες μειονότητες, π.χ. την εβραϊκή, κινεζική κ.α.

ΕΡ: Βλέπετε να συνεχίζεται το ρεύμα εξόδου και φυγής των Ελλήνων επιστημόνων και ερευνητών στο εξωτερικό;

ΑΠ: Με την οικονομική κρίση, το ρεύμα εξόδου των ελλήνων επιστημόνων εντάθηκε. Το ενδιαφέρον είναι ότι, ενώ παλαιότερα η πλειονότητα ήταν νέοι πτυχιούχοι, τώρα βλέπουμε να έρχονται πολλοί μέσης ηλικίας και επαγγελματίες καριέρας, που εγκαταλείπουν την Ελλάδα υπό την πίεση της κατάστασης. Πολλοί αναζητούν και βρίσκουν καλύτερες θέσεις σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, πολλοί άλλοι όμως αρκούνται σε θέσεις περιορισμένου χρόνου. Είναι σημαντικό να δημιουργηθούν οι συνθήκες, ώστε να γυρίσουν πολλοί από αυτούς πίσω. Πιστεύω ότι και εγώ θα επέστρεφα, αν μπορούσα να συνεισφέρω κάτι.

 

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr