Τα σχεδόν πέντε χρόνια από το ξέσπασμα της πολυδιάστατης κρίσης έχουν αναλωθεί και στη διάγνωση των φαινομένων της ελληνικής ιδιαιτερότητας με ευρήματα και πέραν αυτών που μιλάνε από μόνα τους, δηλ. τον άφρονα κρατικό υπερδανεισμό και το παθολογικά διογκωμένο και συγχρόνως ανεπαρκέστατο Δημόσιο, που και τα δύο παραπέμπουν κυρίως σ’ αυτούς που άσκησαν την εξουσία τα μεταπολιτευτικά χρόνια
Τα σχεδόν πέντε χρόνια από το ξέσπασμα της πολυδιάστατης κρίσης έχουν αναλωθεί και στη διάγνωση των φαινομένων της ελληνικής ιδιαιτερότητας με ευρήματα και πέραν αυτών που μιλάνε από μόνα τους, δηλ. τον άφρονα κρατικό υπερδανεισμό και το παθολογικά διογκωμένο και συγχρόνως ανεπαρκέστατο Δημόσιο, που και τα δύο παραπέμπουν κυρίως σ’ αυτούς που άσκησαν την εξουσία τα μεταπολιτευτικά χρόνια.

Είναι όμως παράλληλα και η διαφθορά, η ιδιοτέλεια και η φαυλότητα, που κι αυτά έχουν την ίδια πηγή προέλευσης, αλλά και γενικότερα η αντικοινωνική και παραβατική συμπεριφορά των πολιτών σε βαθμό που αγγίζει τον κανόνα.

Η γενικευμένη παθολογία πηγάζει ασφαλώς από την κοινωνική elite, γιατί αυτή έχει τη δυνατότητα και την εξουσία «να δίνει τον τόνο» και όχι από τη συντριπτική μερίδα των πολιτών που την ακολουθούν «γιατί έτσι γίνεται». Αυτός που επέτρεψε να γίνεται έτσι, είναι αυτός που θα μπορούσε να επιβάλει να μη γίνεται έτσι. Δεν γεννήθηκε ο απλός πολίτης έχοντας ριζωμένη την αντίληψη ότι είναι «λογικό» να πάρει το δώρο του ο δημόσιος/δημοτικός υπάλληλος για να κάνει τη δουλειά του, ότι «δεν πρέπει να τιμωρείται ο καημένος ιδιωτικός ή δημόσιος υπάλληλος που εξαπάτησε τον εργοδότη με πλαστά πιστοποιητικά», ότι «είναι φυσικό» να προάγεται αυτός που έχει «βύσμα».

Και ο μεν υπερδανεισμός και το άρρωστο Δημόσιο βρίσκονται στη διαδικασία της κατά κάποιο τρόπο αντιμετώπισής τους, όμως πολύ λίγα έχουν γίνει για την αντιμετώπιση της ατιμωτικής για τη χώρα διαφθοράς, της φοροκλοπής, της φαυλότητας, της ιδιοτέλειας.

Ενας βασικός λόγος είναι ότι δεν γίνεται σωστή χρήση των μέσων που οδηγούν στο να μη «συμφέρουν» αυτές οι ολέθριες πρακτικές ή που να οδηγούν στο να εμποδίζεται η αναξιοκρατία.

Τα ανεπαρκή έστω μέτρα που λαμβάνονται δεν έχουν το εύρος της κοινωνικής συναίνεσης που θα έπρεπε, γιατί δεν στοχεύουν κατά κύριο λόγο σ’ αυτήν, αλλά στην αντιμετώπιση του αποτελέσματος.

Όπως έχουμε επισημάνει («Καθημερινή» της 28.1 και της 10.11.2012), μόνο η κατάλληλη και σωστή ενημέρωση του κοινού οδηγεί στη συναίνεση και είναι το απαραίτητο εργαλείο αντιμετώπισης των φαινομένων αυτών, βέβαια, παντελώς άγνωστο και αδιάφορο είναι σ’ εκείνους που θα έπρεπε να το εφαρμόζουν. Ας μην εξορκίζουμε τα αρνητικά χαρακτηριστικά των συμπατριωτών μας, το ότι δεν «αλλάζει ο Έλληνας» και λοιπά. Πρέπει επιτέλους τώρα να δοθεί τέλος σ’ αυτές τις μοιρολατρικές απόψεις. 

Για τους πολλούς, μητέρα των αντικοινωνικών συμπεριφορών, που λόγω της μεγάλης τους διάδοσης δεν μπορούν να αποδοθούν στη «φύση και στον χαρακτήρα» όλων των εκφραστών τους, αλλά, όπως συμβαίνει άλλωστε σε κάθε κοινωνία, στους πολύ λίγους που τους ακολουθούν οι πολλοί, είναι η άγνοια! Η άγνοια που δεν επιτρέπει στον απλό (και όχι μόνο) άνθρωπο να κατανοήσει τις συνέπειες της φοροκλοπής, της παρανομίας, της παραβατικότητας, αλλά και της χρησιμότητας των όποιων σωστών μέτρων λαμβάνονται για τον εκσυγχρονισμό του Δημόσιου και τον αφήνει, χωρίς κατανοητό σ’ αυτόν αντίλογο, στην αποχαύνωση/βλάκωση των σλόγκαν περί καλών και κακών και των ψευδών υποσχέσεων διαφόρων οπορτουνιστών. 

Άγνοια που δεν επιτρέπει την πλήρη κατανόηση ότι ο Χ κάτοχος θεσμικής θέσης δεν είναι ο καλός που «βοηθάει» με ευθεία ή έντεχνη παρέμβασή του στις Υπηρεσίες για να μην εφαρμόσουν τους νόμους χάριν ικανοποίησης του ρουσφετιού του, αλλά άτομο που πολλαπλά βλάπτει τη χώρα και τους πολίτες. Η άγνοια όμως αφορά εν μέρει και τους διοικούντες, γιατί πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί π.χ. η αέναη «βιομηχανική» παραγωγή νόμων, γεννημένων συνήθως για να μην εφαρμοστούν ή για να διορθώσουν με λάθη, λάθη προηγουμένων; 

Άγνοια του ότι το τεχνικονομοπαρασκευαστικό έργο δεν είναι κατάλληλο για να ανατίθεται στον Χ φίλο ή εξυπηρετητή, αλλά έργο πολλαπλάσιας σημασίας απ’ ό,τι μπορούν να αντιληφθούν πλείστοι αρμόδιοι διοικούντες. Άγνοια ότι η χώρα δεν μπορεί να δεχθεί σοβαρές επενδύσεις, όταν ο χρόνος έκδοσης αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων είναι σύνηθες να ξεπερνάει ακόμα και τα 10 χρόνια, άγνοια όχι του προβλήματος, αλλά της σοβαρότητάς του, γιατί αλλιώς θα είχε αντιμετωπιστεί. Είναι «εγκληματική» η αδιαφορία και οι συνήθειες, ή «εγκληματική» είναι η άγνοια με την έννοια της συνειδητοποίησης ότι υπάρχει και «κάτι άλλο» πέραν του ότι «έτσι γίνεται» και των κάκιστων συνηθειών, που, λόγω άγνοιας, δεν το βλέπουμε; Το άλλο κάποιος όμως πρέπει να το πει, να διαδοθεί στον υπερθετικό βαθμό έντασης, έκτασης και ποιότητας από αυτόν που έχει τη θεσμική αρμοδιότητα, δυνατότητα και χρέος να το κάνει.

Πρέπει άμεσα, από τα σχολεία, να διδάσκεται ότι η φοροδιαφυγή, η μαύρη εργασία κ.λπ. είναι πράξεις εγκληματικές κατά της κοινωνίας, να επεξηγείται με αριθμούς και σχήματα, πόσα σχολεία, νοσοκομεία και δρόμοι εμποδίζονται να φτιαχτούν/βελτιωθούν εξαιτίας των φαινομένων αυτών. Το μη αυτονόητο για τα παιδιά του σχολείου, δεν σημαίνει ότι το έχουν συνειδητοποιήσει οι ενήλικοι, ότι έχουν πιστέψει πράγματι ότι οι πρακτικές αυτές τελικά βλάπτουν όλους και ότι υπάρχει και κάτι άλλο ή άλλος δρόμος.

(από την Εφημερίδα: "Η Καθημερινή")